Η διαχείριση των δεδομένων προϊόντων έχει αναδειχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους αόρατους πονοκεφάλους στον κλάδο των ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών (FMCG). Η ραγδαία άνοδος του ηλεκτρονικού εμπορίου, οι νέες συνήθειες καταναλωτών μετά την πανδημία και η ανάγκη για άμεση ψηφιακή πληροφόρηση έχουν δημιουργήσει μια άνευ προηγουμένου πολυπλοκότητα.
Στην καρδιά του προβλήματος
Στην Ελλάδα, όπου ο τομέας του λιανεμπορίου είναι από τους πιο δυναμικούς και ανθεκτικούς, οι προκλήσεις αυτές είναι πιο έντονες από ποτέ. Οι μεγάλες εταιρείες λιανικής πρέπει να διαχειρίζονται χιλιάδες κωδικούς προϊόντων, καθένας εκ των οποίων μπορεί να ανανεώνεται συνεχώς, απαιτώντας εργατοώρες και ατελείωτες επικοινωνίες. Σύμφωνα με στοιχεία, retailers διαχειρίζονται έως και 80.000 κωδικούς προϊόντων, ενώ το 35% αυτών ανανεώνεται ετησίως. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους και αποκαλύπτουν το βάθος του προβλήματος.
Η πολυπλοκότητα της διαδικασίας
Η εισαγωγή και ενημέρωση δεδομένων προϊόντων σε συστήματα όπως ERP, logistics, BI, loyalty και e-commerce απαιτεί την ομαλή συνεργασία πολλών διαφορετικών τμημάτων. Κάθε προϊόν απαιτεί έως και 30 διαφορετικά χαρακτηριστικά για να καταχωρηθεί στο ERP και περισσότερα από 100 χαρακτηριστικά για το e-commerce. Η συνεχής αλληλεπίδραση μεταξύ των τμημάτων και των προμηθευτών είναι μια ατέρμονη διαδικασία που συχνά καταλήγει σε εντάσεις, καθυστερήσεις και μειωμένη παραγωγικότητα.Το αποτέλεσμα; Ένα επιβαρυμένο εργασιακό περιβάλλον που απορροφά πολύτιμες ώρες και ενέργεια από τους εργαζόμενους.
Ευθύνη που μοιράζεται
Ποιος είναι πραγματικά υπεύθυνος για τη διαχείριση αυτών των δεδομένων; Οι retailers συχνά μεταθέτουν την ευθύνη στους προμηθευτές, ενώ οι τελευταίοι συχνά θεωρούν ότι η πολυπλοκότητα της διαδικασίας είναι υπέρ το δέον. Η πραγματικότητα είναι ότι η ευθύνη βρίσκεται και στις δύο πλευρές. Οι προμηθευτές είναι εκείνοι που κατέχουν τη γνώση των προϊόντων τους και μπορούν να παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες. Από την άλλη, οι retailers χρειάζονται υποδομές που διευκολύνουν τη συνεργασία και μειώνουν τα εμπόδια.
Προμηθευτές σε δύσκολη θέση
Οι ειδικές πύλες που χρησιμοποιούν οι μεγάλοι retailers για την εισαγωγή δεδομένων προϊόντων συχνά αναγκάζουν τους προμηθευτές να καταχωρούν τα στοιχεία μεμονωμένα για κάθε retailer. Αυτή η επαναλαμβανόμενη διαδικασία αυξάνει την πολυπλοκότητα και καταπονεί τους προμηθευτές, ανεβάζοντας παράλληλα το λειτουργικό κόστος. Οι απαιτήσεις αυτές περιλαμβάνουν διαφορετικές μορφοποιήσεις δεδομένων, εξειδικευμένα αρχεία Excel και εξατομικευμένο περιεχόμενο, όπως φωτογραφίες και βίντεο, για κάθε retailer. Το αποτέλεσμα είναι η αδυσώπητη πίεση στις ομάδες διαχείρισης και η αυξημένη πιθανότητα λαθών.
Το κόστος της επικοινωνίας
Η επικοινωνία μεταξύ των τμημάτων του retailer και των τμημάτων των προμηθευτών, αποτελεί άλλον έναν παράγοντα που επιβαρύνει τις επιχειρήσεις. Τα αμέτρητα emails και τηλεφωνικές κλήσεις που απαιτούνται για τη διεκπεραίωση των διαδικασιών συνθέτουν μια εξαντλητική καθημερινότητα. Υπολογίζεται ότι για κάθε προϊόν χρειάζονται τουλάχιστον 3-5 emails και 1-2 τηλεφωνικές κλήσεις. Ένας μεγάλος retailer με 28.000 κωδικούς προϊόντων μπορεί να απαιτεί έως και 140.000 emails και 56.000 κλήσεις ετησίως. Σε ολόκληρη την αγορά, αυτές οι διαδικασίες μπορούν να κοστίσουν από 9 έως 18 εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο, με τη μέση εργατοώρα να υπολογίζεται στα 6,70 ευρώ.
Η χαμένη αποδοτικότητα
Οι επαναλαμβανόμενες και χρονοβόρες διαδικασίες δεν κοστίζουν μόνο χρήματα, αλλά αποσπούν τους εργαζόμενους από στρατηγικές και παραγωγικές εργασίες. Η συνεχής ανάγκη για διαχείριση δεδομένων και επικοινωνία προκαλεί πίεση και εξαντλεί το ανθρώπινο δυναμικό. Το πρόβλημα αυτό επιδεινώνεται από την έλλειψη αυτοματισμών και την εξάρτηση από χειροκίνητες διαδικασίες, όπως τα Excel, που αυξάνουν την πιθανότητα λάθους και μειώνουν την αποδοτικότητα.
Χαμηλής ποιότητας ψηφιακό ράφι: Πώς χάνονται έως και 90 εκατ. ευρώ ετησίως στο FMCG
Η χαμηλή ποιότητα του ψηφιακού ραφιού κοστίζει ακριβά στις ελληνικές επιχειρήσεις FMCG, με εκτιμώμενες απώλειες τζίρου να κυμαίνονται μεταξύ 75 και 90 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, δηλαδή 25-30% του συνολικού τζίρου. Λάθος ή ελλιπείς πληροφορίες, κακές εικόνες και έλλειψη διαθεσιμότητας ωθούν τους καταναλωτές είτε να εγκαταλείπουν το καλάθι τους είτε να στρέφονται σε ανταγωνιστές. Ο κλάδος βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη πρόκληση: επένδυση σε σύγχρονα εργαλεία διαχείρισης πληροφοριών ή περαιτέρω απώλειες σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο που αλλάζει ταχύτατα.
Πηγές του ποσοστού:
- Στατιστικά για εγκατάλειψη καλαθιού, αποχώρηση καταναλωτών και επιρροή της ποιότητας των πληροφοριών στις αγορές (Baymard Institute, McKinsey & Company).
- Ανάλογες εκτιμήσεις από τον ελληνικό και ευρωπαϊκό χώρο ηλεκτρονικού εμπορίου.
Αντίστοιχες τάσεις και ποσοστά έχουν παρατηρηθεί σε αγορές όπως η λιανική και το ηλεκτρονικό εμπόριο, όπου η ποιότητα των πληροφοριών επηρεάζει δραστικά την αγοραστική συμπεριφορά.
Η ανάγκη για αλλαγή
Η επίλυση αυτών των προκλήσεων απαιτεί τη χρήση σύγχρονων εργαλείων και την αλλαγή νοοτροπίας. Τα συστήματα PIM (Product Information Management) προσφέρουν μια αναγκαία λύση.
Με την αυτοματοποίηση των διαδικασιών, οι επιχειρήσεις μπορούν να μειώσουν το κόστος, να ελαχιστοποιήσουν τα λάθη και να βελτιώσουν την παραγωγικότητα.
Ένα PIM δεν είναι απλώς μια τεχνολογική καινοτομία· είναι μια επιτακτική ανάγκη σε έναν κόσμο όπου η διαχείριση πληροφοριών πρέπει να είναι γρήγορη και αποδοτική.
Το μέλλον του FMCG
Με την ανάπτυξη των ψηφιακών αγορών και τις αυξημένες απαιτήσεις των καταναλωτών, η διαχείριση προϊοντικών πληροφοριών θα γίνει ακόμη πιο κρίσιμη. Η επένδυση σε τεχνολογικές λύσεις που μειώνουν την πολυπλοκότητα, βελτιώνουν την απόδοση και ενισχύουν τη συνεργασία μεταξύ retailers και προμηθευτών θα καθορίσει ποιοι θα επιβιώσουν και ποιοι θα παραμείνουν ανταγωνιστικοί.
Ο δρόμος προς την επιτυχία στον κλάδο FMCG απαιτεί περισσότερα από καλές προθέσεις. Χρειάζεται στρατηγική, συνεργασία και τεχνολογία που θα επιτρέψει σε όλες τις πλευρές να δουλέψουν πιο έξυπνα, όχι πιο σκληρά.
Γιώργος Παπαδημήτριου
co-Founder και CEO της Keyvoto
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.