Υπήρξαν νομαδικές φυλές και περιπλανώμενοι μόνοι τους άνθρωποι απ την αρχή των ανθρώπων. Άλλωστε για εκατομμύρια και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, όλη η ανθρωπότητα πέρασε την νομαδική της φάση, με αναγκαστικές μετακινήσεις από τόπους, σε τόπους, που θα εξασφάλιζαν τροφή.
Μετακινούμασταν λέει, σε μικρές ομάδες, κατοικούσαμε σε σπήλαια, πρόχειρα φτιαγμένα καταλύματα ακόμα και σε σκηνές από τεράστιους χαυλιόδοντες μαμούθ καλυμμένες με γούνες. Και περίπου πριν 15.000 χρόνια, γίναμε φυλές και αποκτήσαμε τόπους κατοικίες. Μα ένα κομμάτι μας παρέμεινε νομαδικό. Φυλές και φύλα που είτε επειδή είναι κτηνοτρόφοι και κινούνται με μεγάλα κοπάδια, είτε από θρησκευτικούς ή ιδεολογικούς λόγους παραμένουν τέτοιοι. Οι Ναβάχο, οι Τουαρέγκ, οι Μογγόλοι στις ασιατικές στέπες, αφρικανικές φυλές που έχουν ασπαστεί το Ισλάμ, οι Ρομά, οι Σαρακατσαναίοι, οι Βλάχοι, και πολλοί άλλοι.
«Eπειδή στο τέλος δε θα θυμάσαι το χρόνο που ξόδεψες δουλεύοντας στο γραφείο ή κουρεύοντας το γκαζόν. Σκαρφάλωσε εκείνο το βουνό, γαμώτο» – Τζακ Κέρουακ
Ο Μπράιαν Σπούνερ του The George Washington University Institute, στο εθνογραφικό έργο, δίνει τον εξής ορισμό για το πως ορίζονται οι νομάδες: «… ως κοινωνική ομάδα χωρίς μόνιμη κατοικία, καθώς το ενδιαφέρον για μόνιμη κατοικία, ένα ουσιαστικά μη-νομαδικό γνώρισμα». Και στον εικοστό πρώτο αιώνα μοιάζουν πια να υπάρχουν και άτομα ή ζευγάρια ή οικογένειες νομάδες. Οι εικονικοί ή ψηφιακοί νομάδες, που δουλεύει απ το διαδίκτυο, οι ακαδημαϊκοί νομάδες, οι καθηγητές πανεπιστημίου και οι ερευνητές, οι εργαζόμενοι νομάδες σε διεθνής οργανισμούς. Και ακόμα υπάρχουν εκείνοι που εργάζονται σε μεγάλα αναπτυξιακά έργα και που αλλάζουν ανά εποχές ή επαγγελματίες που εργάζονται για μεγάλους οργανισμούς ή μη κυβερνητικές οργανώσεις. Υπάρχουν και οι νομάδες από θέση ζωής, οι οποίοι ταξιδεύουν με ένα σακίδιο και την κιθάρα τους ή οι εργάτες μετανάστες, που συνήθως ταξιδεύουν μεταξύ της χώρας τους και εκείνης που έχει να δώσει εργασία εποχιακή ή πιο μόνιμη. Τέλος υπάρχουν και εκείνοι της απελπισίας, της απόγνωσης, της θλίψης ή της φτώχειας που δεν χωράνε πουθενά παρά στο δρόμο, στο αυτοκίνητο, στο βαν, στο τροχόσπιτο τους. Τα εκατομμύρια χρόνια που ζούσαμε νομαδικά, μάλλον έχουν αφήσει ίχνη στο DNA όλων μας και ακόμη και όταν δεν ομολογούμε αφηνόμαστε σε κάτι σχέδια περιπλάνησης αναίτιας, δίχως στέγη, δίχως νόμο, για να επανέλθουμε στη καθημερινότητά μας, σχεδόν αυτόματα. Και «επειδή στο τέλος δε θα θυμάσαι το χρόνο που ξόδεψες δουλεύοντας στο γραφείο ή κουρεύοντας το γκαζόν. Σκαρφάλωσε εκείνο το βουνό, γαμώτο» έγραφε ο Τζακ Κέρουακ και για κάποιους από μας, μέσα μας, ξέρουμε πως έχει δίκιο!
«Δεν υπήρχε πουθενά να πάω, αλλά παντού, κι έτσι απλά συνεχίζω να κινούμαι κάτω από τα αστέρια»! -Τζακ Κέρουακ, επίσης
Αμερική λοιπόν και η νομαδική ζωή είναι βαθιά ριζωμένη στην πραγματικότητα της, από το «Στον Δρόμο» του Τζακ Κέρουακ, απ το Λόουελ της Μασαχουσέτης, της ανεργίας και του αλκοόλ, στα «Σταφύλια της οργής» του σπουδαίου Τζον Στάινμπεκ, ή στη σπαρακτική κινηματογραφική ταινία, που τιμήθηκε Όσκαρ, «Η χώρα των νομάδων» της Κλόε Ζάο. Η συγκεκριμένη ταινία, βασίστηκε στο βιβλίο της δημοσιογράφου Τζέσικα Μπρούντερ «Η χώρα των Νομάδων: Επιβιώνοντας στην Αμερική του 21ου αιώνα». Η καλλιτεχνική έκφραση των έργων που παραθέτουμε ενδεικτικά, αποτυπώνει την διάθεση για το νομαδικό τρόπο ζωής στην Αμερικανική τεράστια γη. Όλα ξεκίνησαν με τους Hobos. Τι είναι αυτοί; Εργάτες χειρώνακτες, κυρίως άνδρες μετά τον οικονομικό κραχ του 1929, αν και το φαινόμενο είχε ξεκινήσει, νωρίτερα με τους βετεράνους του εμφυλίου οι οποίοι μετά τη λήξη τους, δεν είχαν σπίτια, οικογένεια, προσωπικές πατρίδες για να επιστρέψουν. Φτωχοί και χωρίς να έχουν τίποτα ούτε να κερδίσουν μα κυρίως να χάσουν, πήδαγαν παράνομα στα εμπορικά τρένα ψάχνοντας κάπου, κάτι, τόπο να σταθούν. Μοναχικοί άνθρωποι, δεν χώραγαν πουθενά και έφευγαν από τόπο σε τόπο, σε μια ζωή όλο δυσκολίες, αντιμέτωποι με φύλακες στους σταθμούς και με ελεγκτές στα τρένα που τους πετούσαν έξω. Οι ντόπιοι δεν τους ήθελαν και τους περιφρονούσαν. Οι ίδιοι έφτασαν στο σημείο να δημιουργήσουν ακόμα και κάτι σαν αλφάβητο, με σύμβολα, που χάραζαν σε τοίχους, για να ειδοποιήσουν εκείνους που τους έμοιαζαν και θα έρχονταν αργότερα, αν θα τους καλοδεχτούν σ αυτόν τον τόπο, αν υπάρχουν δουλειές, αν η αστυνομία είναι πολύ άγρια και κινδυνεύουν με φυλάκιση ή αν θα βρουν φτηνά μέρη να βγάλουνε το βράδυ.
Υπήρχαν ακόμα οι Wobblies, δηλαδή εργάτες που πίστευαν πως μόνο η κοινωνική τάξη έχει σημασία για τους ανθρώπους και ταξιδεύαν σε όλη την Αμερική για να οργανώνουν σωματεία και απεργίες.
«Να ζεις, να ταξιδεύεις, να ριψοκινδυνεύεις, να ευγνωμονείς, και να μην λυπάσαι» – ε, Τζακ Κέρουακ, ξανά
Οι Αμερικανοί νομάδες, άλλοτε επειδή το θέλουν ή από την κυρίαρχη ποπ κουλτούρα και άλλοτε αναγκαστικά, από πόλεις που εξαφανίζονται από πτωχεύσεις εταιρειών, από ανεργία ή από φτώχεια, ζουν στο περιθώριο του κοινωνικού ιστού και βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση. Έχουν στέκια, μέρη που πάνε συγκεκριμένες εποχές του χρόνου, κάποιες συναντήσεις ορισμένες, οδηγίες του ενός για τον άλλον για ασφάλεια και ενδιαφέρον ώσπου να βγουν ξανά στην άσφαλτο και στους τεράστιους δρόμους. Οι περισσότεροι επιλέγουν τη νομαδική ζωή εξαιτίας οικονομικής ανάγκης, νιώθοντας πως είναι ο μοναδικός τρόπος να επιβιώσουν στις ΗΠΑ, όπου τα ενοίκια ή οι δόσεις για αγορές σπιτιών φτάνουν σε δυσθεώρητα ύψη. Και κάποια στιγμή βρίσκονται να λατρεύουν αυτή τη ζωή. Ο Μπομπ Γουέλς, είναι για πολλούς ο γκουρού των νομάδων στις ΗΠΑ. Ζει στο βαν του, από το 1995 και διοργανώνει την ετήσια συνάντηση των δεκάδων χιλιάδων πια vandwellers από το 2010, ενώ από το 2018 έχει ιδρύσει τη ΜΚΟ, Homes on Wheels Alliance. Κάποτε ένιωσε την υπέρτατη θλίψη. Ο γιος του αυτοκτόνησε. Δεν είχε νόημα για αυτόν, ούτε να αγωνίζεται, ούτε να προσπαθεί, ούτε καν να υπάρχει χωρίς το παιδί του. Ώσπου συνειδητοποίησε πως έξω στη φύση στην ελευθερία της υπαίθρου μπορεί να τον ένιωθε πιο κοντά και ότι θα μπορούσε να τιμήσει τη μνήμη του χαμένου του παιδιού με τη βοήθεια σε άλλους. «Ένα από τα πράγματα που αγαπώ πιο πολύ σε αυτόν τον νομαδικό τρόπο ζωής», λέει, «είναι ότι δεν υπάρχει οριστικός αποχαιρετισμός. Έχω γνωρίσει εκατοντάδες ανθρώπους έξω, στο δρόμο, και δεν τους αποχαιρετώ ποτέ, πάντα τους λέω ότι θα τους δω ξανά, κάποτε. Και τους βλέπω! Είτε μετά από ένα μήνα, είτε μετά από χρόνια. Τώρα πια μπορώ να κοιτάζω το δρόμο μπροστά μου και να είμαι σίγουρος στα βάθη της καρδιάς μου ότι θα ξαναδώ τον γιο μου». Θεωρεί τα σπίτια απίστευτη σπατάλη χώρου. Ένα σπίτι για αυτόν, είναι πολύ μικρό μπροστά στην απεραντοσύνη ολόκληρης της ηπείρου, που μπορεί να ζήσει με το βαν του. Το μόνο που του λείπει είναι η διαρκής παροχή ζεστού νερού. Δεν του αρέσει αυτό που θεωρεί η ανθρωπότητα σήμερα, κανονικότητα. «Έχουμε καταντήσει σαν τα ποντίκια που τρέχουν στη ρόδα τους» λέει «όμως ακόμη και αν κερδίσεις έναν αγώνα δρόμου αρουραίων, αρουραίος θα είσαι. Θες να είσαι αρουραίος; Ή θες να είσαι ένα ζωντανό ανθρώπινο πλάσμα που ξεφεύγει από την πεπατημένη;».
Home Is Where You Park It
Ο Φόστερ Χάντιγκτον διατρανώνει πως «Home Is Where You Park It», δηλαδή «το σπίτι είναι εκεί που το παρκάρεις» και το εννοεί. Διαλέγει μέρη άγρια, σχεδόν παρθένα και όμορφα, στη φύση των ΗΠΑ, από τα χιονισμένα βουνά, έως τις ακτές των δυο ωκεανών, ζώντας στο λευκό τροχόσπιτο του. Ήταν ένας από τους πιο επιφανείς σχεδιαστές του Ralph Lauren, με ένα έξοχο διαμέρισμα στο Μανχάταν και μια ζωή απ αυτές που εκατομμύρια ονειρεύονται στη λαμπερή πλευρά της Νέα Υόρκη. Γράφει βιβλία, έχει τα blog «A Restless Transplant» και «Van–Life», ενώ δημοσιοποιεί ονειρικές φωτογραφίες του απ όλη την Αμερική. Θέλει όσοι τον διαβάζουν, τον ακολουθούν ή εκτιμούν την φωτογραφική του τέχνη, να αναλογιστούν σε τί δίνουν αξία στη ζωή και αν αυτό είναι που πραγματικά μετράει. Στο δρόμο του έχει συναντήσει κι άλλους νέους, νομάδες που μοιράζονται τις ίδιες ιδέες με εκείνον και πολύ συχνά μετακινούνται μαζί, σαν ένα καραβάνι που επιδιώκει να ζει την ελευθερία, την ομορφιά της φύσης και τη ζωή με προσωπικούς όρους.
«Ίσως αυτό να είναι η ζωή. Ένα κλείσιμο του ματιού στα αστέρια» – Τζακ Κέρουακ, τελευταίος!
Αυτόν τον αιώνα, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού των ανθρώπων αλλάζει καταστάσεις συνεχώς. Αλλάζει τόπο διαμονής, εργασία, τρόπο εργασίας, κοινωνική θέση και μοιάζει να αντιτίθεται στο παλιό, μέσα από γρήγορους ρυθμούς και αστραπιαίες ταχύτητες. Οι ραγδαίες εξελίξεις της τεχνολογίας, αλλά και η πανδημία δημιουργήσαν τους εικονικούς, ψηφιακούς νομάδες ή snomads. Είναι εκείνοι που εργάζονται οπουδήποτε, αρκεί να έχουν έναν φορητό υπολογιστή και ισχυρή ασύρματη σύνδεση στο Ιντερνέτ στον τόπο διαμονής. Εργάζονται σε επιχειρήσεις, που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην ψηφιακή τεχνολογία, συνηθέστερα στην πληροφορική, τη μηχανική, τη συμβουλευτική, την επιχειρηματική ευφυΐα, την αρχιτεκτονική και την εσωτερική διακόσμηση και το ψηφιακό μάρκετινγκ. Έχουμε λοιπόν και social media editors, video-creators, copywriters, φωτογράφους, γραφίστες, μηχανικούς λογισμικών που μπορούν να κάνουν όχι διά ζώσης meetings αλλά zoom calls. Περίπου το 70% είναι ηλικίας μεταξύ 24 και 44 ετών και το 35% μεταξύ 45 και 54 ετών. Οι μισοί είναι παντρεμένοι και αρκετοί μετακινούνται με τις οικογένειες τους. Επέλεξαν αυτόν τον τρόπο ζωής επειδή ήθελαν περισσότερη αυτονομία και ευελιξία στη ζωή και την καριέρα τους, αλλά και φτηνότερο κόστος ζωής ήταν ο νούμερο ένα λόγος για να μετεγκατασταθούν σε νέο μέρος. Μα κυρίως επέλεξαν αυτό το τρόπο εργασία για την ελευθερία, την μετακίνηση, την εμπειρία, το να γνωρίσουν το κόσμο. Οι πιο δημοφιλείς προορισμοί τους είναι η Ταϊλάνδη, οι ΗΠΑ, η Ισπανία, η Ιαπωνία και η Πορτογαλία. Αλλάζουν τόπο κάθε μήνα ή κάθε τρεις μήνες.
Η Ελλάδα προσφέρει την digital nomads visa με δωδεκάμηνη παραμονή στη χώρα και είναι ήδη ένας δελεαστικός προορισμός. Να δουλεύεις λοιπόν, αλλά να βγαίνεις έξω και να πηγαίνεις για διαλογισμό σε ένα μοναστήρι στη Ταϊλάνδη, ή να ανοίγεις το παράθυρο και να βλέπεις τον Ατλαντικό στο Κάπο Βέρντε ή να κοιτάς τον ουρανό τις νύχτες και να βλέπεις τα ίδια αστέρια παντού και να τους κλείνεις το μάτι, που λέει και ο Κέρουακ.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.