Αίσθηση προκάλεσε η αποκάλυψη στοιχείων που μαρτυρούν ότι τα τελευταία χρόνια, η κατανάλωση ψωμιού στην Ελλάδα έχει μειωθεί σημαντικά, φτάνοντας στους 22.164 τόνους λιγότερο το 2022 από το 2019.
Παρά το γεγονός ότι η τιμή του φρέσκου ψωμιού παραμένει σχετικά χαμηλή στην Ελλάδα, κυρίως εξαιτίας της χαμηλής κατάταξης της χώρας στην Ευρωζώνη ως προς την τιμή του προϊόντος, τα ελληνικά νοικοκυριά δείχνουν να έχουν αλλάξει τις διατροφικές τους συνήθειες.
Άλλωστε μπορεί στην ελληνική κοινωνία να έχει σημειωθεί μείωση στο διαθέσιμο εισόδημα αλλά γενικότερες οικονομικές πιέσεις που έχουν οδηγήσει πολλούς καταναλωτές στο να «κόψουν» διάφορα τρόφιμα, το ψωμί όμως δεν ανήκει στη συγκεκριμένη κατηγορία.
Η αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες
Η εξήγηση για την συγκεκριμένη εξέλιξη βρίσκεται κυρίως στο γεγονός ότι -ειδικά κατά την διάρκεια αλλά και μετά την πανδημία- πολλοί άνθρωποι στράφηκαν σε έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής, που τους απομάκρυνε κι από το λευκό αλεύρι και τα παράγωγά του. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι και η τιμή του ψωμιού δεν έχει ανοδική πορεία. Συγκεκριμένα, έχει αυξηθεί κατά 39% από το 2020 έως το 2024, την ώρα που ο μέσος Έλληνας καταναλωτής είδε το διαθέσιμο εισόδημά του να μειώνεται κατά 30% την ίδια περίοδο. Παρά το γεγονός όμως ότι το αυξανόμενο κόστος βασικών ειδών διατροφής αναγκάζει τους καταναλωτές να περιορίσουν τις επιλογές τους σε διάφορα άλλα είδη τροφίμων, το ψωμί θεωρείται βασικό αγαθό για το ελληνικό τραπέζι και η αισθητή πτώση στην κατανάλωσή του είναι αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής.
Σήμερα, οι καταναλωτές δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για προϊόντα χωρίς γλουτένη ή άλλες ειδικές επιλογές, όπως ψωμί από αλεύρι χωρίς σιτάρι.
Πολλά νοικοκυριά αναζητούν εναλλακτικές μορφές υδατανθράκων, όπως όσπρια και προϊόντα ολικής άλεσης, που θεωρούνται πιο θρεπτικά και βοηθούν στη βελτίωση της υγείας. Επιπλέον, το αυξημένο ενδιαφέρον για πιο εξειδικευμένα προϊόντα, όπως έτοιμο φαγητό και σαλάτες στα τοπικά αρτοποιεία, υποδεικνύει ότι οι καταναλωτές αναζητούν πρακτικές λύσεις στην καθημερινή τους διατροφή, μειώνοντας τις αγορές του παραδοσιακού ψωμιού.
Για όσους επιμένουν πάντως να αγοράζουν ψωμί, οι αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών, όπως το αλεσμένο σιτάρι, επηρεάζουν άμεσα τη βιομηχανία αρτοποιίας, και κατ’ επέκταση τον τελικό καταναλωτή. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον Αύγουστο του 2021 έως τον Ιούνιο του 2022, η τιμή του σιταριού αυξήθηκε από 230 ευρώ/τόνο σε 400 ευρώ/τόνο, επιβαρύνοντας σημαντικά τους αρτοποιούς και αυξάνοντας την τιμή των προϊόντων ψωμιού. Παρά τη μετέπειτα μείωση της τιμής του σιταριού, οι συνέπειες αυτής της αρχικής αύξησης έχουν διατηρήσει το ψωμί σε υψηλά επίπεδα κόστους για τον τελικό καταναλωτή.
Η ακρίβεια «έκοψε» άλλες τροφές
Η μείωση στην κατανάλωση ψωμιού μπορεί να μην είναι άρρηκτα συνδεμένη με οικονομικούς λόγους, αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν ισχύει για άλλα τρόφιμα. Συγκεκριμένα, οι Έλληνες, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη ακρίβεια, έχουν περιορίσει την κατανάλωση και άλλων βασικών τροφίμων, όπως το ελαιόλαδο, το κρέας και τα φρούτα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ελαιόλαδο, παραδοσιακά αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής διατροφής, έχει γνωρίσει μείωση στην κατανάλωση κατά 35%. Η τεράστια αύξηση στην τιμή του ελαιόλαδου έχει ως αποτέλεσμα να γίνεται προσιτό σε όλο λιγότερους καταναλωτές. Παρά την καθοριστική του θέση στην κουζίνα των Ελλήνων, η οικονομική πίεση έχει υποχρεώσει πολλά νοικοκυριά να μειώσουν τις ποσότητες που αγοράζουν και να στραφούν σε πιο οικονομικές εναλλακτικές.
Ακόμα, η κατανάλωση κρέατος έχει μειωθεί κατά 16% ετησίως, εκτός από το κοτόπουλο, που αποτελεί την πιο προσιτή επιλογή για τους καταναλωτές. Αυτή η μεταστροφή σε πιο φθηνές πρωτεϊνικές πηγές, όπως τα πουλερικά και τα όσπρια, δείχνει μια τάση εξοικονόμησης και αντικατοπτρίζει τις οικονομικές πιέσεις. Παράλληλα, υπάρχει και αύξηση στο ενδιαφέρον για φυτικές πρωτεΐνες, όπως τα όσπρια, που συνδυάζουν χαμηλότερο κόστος και διατροφικά οφέλη.
Την ίδια στιγμή, η μείωση στην κατανάλωση γαλακτοκομικών και ιδιαίτερα του φρέσκου γάλακτος φτάνει το 42%. Αυτό σχετίζεται εν μέρει με την αύξηση των τιμών, αλλά και με την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση των καταναλωτών απέναντι σε διατροφικά θέματα, όπως η περιεκτικότητα σε λιπαρά. Πολλοί καταναλωτές επιλέγουν πια γάλα με χαμηλά λιπαρά, υποκατάστατα φυτικής προέλευσης, ή αυγά, τα οποία προσφέρουν εναλλακτικές πρωτεΐνης και είναι πιο οικονομικά.
Μειώνεται η κατανάλωση φρούτων, αυξάνονται αλκοόλ-καφές
Τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά, που αποτελούν σημαντικό κομμάτι της μεσογειακής διατροφής, έχουν παρουσιάσει μείωση της κατανάλωσης κατά 11%. Αυτή η εξέλιξη αποδίδεται στις αυξημένες τιμές, καθώς και σε νέες διατροφικές συνήθειες.
Η τάση αυτή είναι ανησυχητική, καθώς η μείωση της κατανάλωσης φρέσκων προϊόντων μπορεί να έχει επιπτώσεις στην υγεία των καταναλωτών και στην τήρηση μιας ισορροπημένης διατροφής.
Οι αλλαγές δεν είναι απλά θέμα κόστους αλλά και νέων προτιμήσεων
Παρά τη μείωση στα περισσότερα βασικά τρόφιμα, υπάρχει άνοδος στην κατανάλωση αλκοολούχων ποτών και καφέ, ιδιαίτερα για κατανάλωση κατ’ οίκον. Η αύξηση αυτή μπορεί να αποδοθεί στη στροφή προς πιο οικονομικές λύσεις και την κατανάλωση στο σπίτι, κάτι που αποφεύγει τα έξοδα της εστίασης, η οποία έχει επίσης ακριβύνει.
Η μείωση της κατανάλωσης ψωμιού και άλλων βασικών τροφών στην Ελλάδα αποκαλύπτει τις οικονομικές πιέσεις που βιώνουν οι καταναλωτές και την ανάγκη τους να αναπροσαρμόσουν τις διατροφικές τους συνήθειες. Η ακρίβεια στα τρόφιμα και το μειωμένο εισόδημα αναγκάζουν τους Έλληνες να κάνουν οικονομία σε παραδοσιακά είδη, ενώ στρέφονται σε πιο οικονομικές ή υγιεινές επιλογές.
Αυτές οι αλλαγές δεν είναι απλά θέμα κόστους, αλλά και προσαρμογής των ελληνικών νοικοκυριών σε έναν οικονομικά δύσκολο κόσμο, όπου η υγεία και η διατροφή βρίσκονται σε διαρκή διαπραγμάτευση με το πορτοφόλι του καταναλωτή και η εξεύρεση της «χρυσής τομής» είναι ένας δύσκολος γρίφος που απαιτεί λύση.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.