Δεύτερης γενιάς ορυζοκαλλιεργητής και γεωπόνος, ο Αντώνης Τσιπιτσούδης ανέλαβε τις εκτάσεις που είχε ο πατέρας του. Το 2017 όταν επισκέφθηκε ένα αγροτεμάχιο στον κάμπο του Καλοχωρίου, είδε νέο σε ηλικία γεωπόνο, ο οποίος αναφέρθηκε στο αντικείμενο του μεταπτυχιακού του και το πώς η αλατότητα βοηθάει στη συγκέντρωση του αμύλου στον κόκκο του ρυζιού.
«Κάπως έτσι σκέφτηκα να ασχοληθώ με αμυλούχα ρύζια. Δεδομένου ότι οι Ιταλοί είναι πρωτοπόροι στις ποικιλίες ρυζιού, άρχισα να ερευνώ τις ποικιλίες Arborio και το Carnaroli και σταδιακά ξεκίνησα τη σπορά τους. Ωστόσο κράτησα μία χούφτα ρυζιού από την παραγωγή και την έστειλα ανάλυση σε εργαστήριο, διαπιστώνοντας ότι είχα 10% περισσότερο άμυλο από τα ιταλικά ρύζια, αποδεικνύοντας τον ισχυρισμό του γεωπόνου που είχα συναντήσει ότι η αλατότητα συμβάλλει σε αυτό το γεγονός. Αυτή τη στιγμή τα ρύζια που παράγω περιέχουν πάνω από 85% σε άμυλο, και κάπως έτσι μπορεί να έχει κανείς το πιο γευστικό και ποιοτικό ριζότο στο πιάτο του. Το 2018 άρχισα να εντάσσω τις καλλιέργειες σε βιολογικό πρωτόκολλο. Το ρύζι ωστόσο έχει μία ιδιαίτερη μεταχείριση ως προς την βιολογική καλλιέργεια, καθώς λίγοι παραγωγοί την προτιμοόυν, ενώ δεν εντάσσεται στο μέτρο 11 του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης το οποίο ενισχύει τα βιολογικά προϊόντα, ίσως επειδή η επικρατούσα άποψη είναι πως δεν είναι εφικτή η βιολογική καλλιέργεια ρυζιού», λέει ο παραγωγός στο THTETOTALBUSINESS.
Οι αποδόσεις βιολογικού ρυζιού είναι περίπου οι μισές σε σχέση με το συμβατικό, ήτοι 500 κιλά ανά στρέμμα
Ωστόσο, όπως λέει οι εισροές που απαιτούνται είναι μόλις το 1/3 σε σχέση με την καλλιέργεια συμβατικού ρυζιού, γεγονός που αντισταθμίζει την μειωμένη απόδοση του βιολογικού και ταυτόχρονα η υψηλότερη τιμή που πωλείται προσφέρει περαιτέρω αξία στο προϊόν. «Αυτή τη στιγμή το ρύζι μου πωλείται περίπου στη διπλάσια τιμή σε σχέση με το συμβατικό σε επίπεδο χονδρικής», λέει ο Αντώνης Τσιπιτσούδης.
Επί του παρόντος καλλιεργεί περίπου 35 στρέμματα βιολογικού ρυζιού, το οποίο συσκευάζει και διαθέτει στην αγορά, υπό την ετικέτα «GRadona». Η δημιουργία της συγκεκριμένης ονομασίας προήλθε από την Radona, μία λευκή πάπια, η οποία ενδημεί στις αρχές της σποράς στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης όπου βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης. «Ωστόσο, κατά την κατοχύρωση με ενημέρωσαν ότι υφίσταται μία περιοχή στα Βαλκάνια με την ίδια ονομασία και έτσι προστέθηκε το «G», και η σημερινή ονομασία είναι GRadona», εξηγεί ο παραγωγός.
Αναφορικά με τις μεθόδους καλλιέργειας που εφαρμόζονται, τονίζει ότι θα πρέπει να σταδιακά να αλλάξουν, προκειμένου να βοηθήσουμε τη φύση να επανέλθει στην πρότερη κατάσταση που βρισκόταν. «Πρόκειται άλλωστε για καλλιεργητικές πρακτικές που επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και εμείς θα πρέπει να βαδίσουμε προς αυτή την κατεύθυνση».
Η καλλιεργητική μέθοδος του «cover crop»
Το τελευταίο διάστημα προσπαθεί να εντάξει την ευφυή γεωργία στο χωράφι. Όπως λέει, το σημαντικότερο πρόβλημα όλων των καλλιεργειών είναι τα ζιζάνια, διότι όλα τα υπόλοιπα παράσιτα όπως μύκητες και έντομα μπορούν να προληφθούν. «Σκέφτηκα μέσα από την αναζήτησή μου να εφαρμόσω το μοντέλο του cover crop, όπου η σπορά γίνεται εκτός καλλιεργητικής περιόδου, φυτεύοντας ένα άλλο φυτό στο χωράφι του ρυζιού, χωρίς να το συγκομίσω. Αυτό στη συνέχεια σπάζεται και παραμένει στο χωράφι. Για να το πετύχω αυτό εντοπίζω την κατάλληλη στιγμή, έτσι ώστε το φυτό που θα προσθέσω με τη μέθοδο του cover crop. Για παράδειγμα φύτεψα σιτάρι σε χωράφι ντομάτας και το ‘πάτησα’ στη διάρκεια του περασμένου Απριλίου, όταν αρχίσε να φαίνεται το στάχυ του σιταριού, φάση κατά την οποία δεν υπάρχει μεγάλη βλαστική ανάπτυξη, αλλά το φυτό οδεύει προς την καρπόδεση. Τα φυτά που μένουν μέσα στο χωράφι μέσω του cover crop, δημιουργούν το υπόστρωμα το οποίο παράγει βιομάζα, ευνοώντας την ζιζανιοκτονία. Επίσης, με αυτόν τον τρόπο δεν εξατμίζεται το νερό και διατηρείται η υγρασία, ενώ οι μικροοργανισμοί πολλαπλασιάζονται ευνοώντας την ανάπτυξη των φυτών, λειτουργώντας ως φυσικό λίπασμα. Συν τοις άλλοις οι ρίζες που αναπτύσσονται, ανοίγουν διαδρόμους στο έδαφος για την καλλιέργεια ρυζιού που θα ακολουθήσει, διαφοροποιώντας την πορώδη υφή του εδάφους. Όλοι αυτοί οι παράγοντες βοηθούν εν τέλει στην καλύτερη ανάπτυξη του φυτού και αποτελεί μία αμιγώς βιολογική μέθοδο προστασίας και ανάπτυξης του ορυζώνα».
Το προσεχές διάστημα ο Αντώνης Τσιπιτσούδης, πρόκειται φυτέψει αλόφυτα όπως είναι το κρίταμο, η αρμύρα και τη salicornia (αρμυρήθρα) δεδομένου ότι είναι φυτά, τα οποία υπάρχουν αυτοφυή στην περιοχή και ο ίδιος σκοπεύει να τα εντάξει από το 2025 σε μία έκταση περίπου 8 στρεμμάτων όπου σκοπεύει να τα καλλιεργήσει.
Από τους πρώτους καλλιεργητές κλωστικής κάνναβης
Εκτός των άλλων όμως είναι από τους πρώτους αγρότες που καλλιέργησαν κλωστική κάνναβη στην Ελλάδα (cannabis sativa).
«H καλλιέργειά της στην Ελλάδα έγινε κυρίως γιατί έπρεπε ως χώρα να εισάλθουμε στη λογική των φιλοπεριβαλλοντικών πρακτικών και φυτών καθότι το συγκεκριμένο είδος απαιτεί λιγότερες εισροές και νερό. Με την κάνναβη ασχολήθηκα επί αρκετά χρόνια καθώς προσπαθούσα να δημιουργήσω εκτατική καλλιέργεια, λαμβάνονας μερίδιο από το βαμβάκι και το καλαμπόκι που επίσης καλλιεργούνται στην περιοχή. Ωστόσο δεν υπήρχε οργανωμένη πολιτική για την αξιοποίηση του συγκεκριμένου φυτού,καθότι πρόκειται για ένα φυτό που απαιτεί μεγάλες εκτάσεις και επενδύσεις για να είναι αποδοτικό».
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.