Λένε πως δεν πνίγεσαι αν βρεθείς στο νερό, αλλά αν δεν κολυμπήσεις και μείνεις εκεί. Λένε ακόμη, πως σημασία δεν έχει πόσες φορές θα πέσεις αλλά όλες εκείνες που θα σηκωθείς και θα σταθείς ξανά. Λένε, πως το να ηττηθείς είναι συχνά μια προσωρινή κατάσταση, ενώ το να τα παρατάς είναι που την κάνει μόνιμη! Λένε πολλά για την επιτυχία για την άνθρωποι, για τον αγώνα της επιβίωσης, για την καλή τύχη κάποιες φορές. Και λέει, ένας και σπουδαίος, ο Αριστοφάνης, πως ο πλούτος είναι ένας θεός, που μικρός τυφλώθηκε για να μη μπορεί να δει και να αποφεύγει τους δίκαιους, τους σοφούς και τους έντιμους! Ίσως αυτή να είναι η αιώνια παρηγοριά, ημών των πτωχών!
Μα, όχι μόνο φτωχοί, αλλά σε μεγάλη ανέχεια και άστεγοι υπήρξαν κάποιοι από τους σημερινούς παγκόσμιους μεγιστάνες και ο πλούτος όχι μόνο τους είδε, αλλά τους ξεχώρισε απ όλους τους άλλους. Βρέθηκαν, λοιπόν, στο νερό και κολύμπησαν. Πέσανε και σηκώθηκαν. Δεν τα παράτησαν, ποτέ και νά ‘τοι σήμερα:
Τζον Πολ Ντετζόρια: Ο άστεγος γιος της Καβαλιώτισσας που μεγάλωσε σε αναδοχή οικογένεια
Ο Τζον Πολ Ντετζόρια ξεκίνησε στη ζωή, μόνο με αποκλεισμούς. Αυτός ο πάμπλουτος, σήμερα επιχειρηματίας, με τα καταγάλανα – ηλεκτρικά επίμονα μάτια, κατέχει την εταιρία «John Paul Mitchell Systems», η οποία παρασκευάζει προϊόντα για τον καλλωπισμό των μαλλιών και βρίσκεται στη θέση 595, στη λίστα του παγκόσμιου πλούτου, με περιουσία 2,9 δις. Γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1944 στο Λος Άντζελες. Οι νέοι και ωραίοι γονείς του, θα χωρίσουν όταν εκείνος ήταν μόλις 2 ετών και δεν θα ξαναδεί τον πατέρα του ποτέ. Στα 9 του, πουλούσε χριστουγεννιάτικες κάρτες και εφημερίδες μαζί με τον αδερφό του για να στηρίξουν οικονομικά τη μάνα τους, που δεν τα έβγαζε πέρα, όσο κι αν προσπαθούσε. Κάποια στιγμή, έδωσε τα δύο αγόρια της σε ανάδοχη οικογένεια για να μεγαλώσουν με οικονομική σταθερότητα. Το αγόρι ζει μια άγρια εφηβεία και είναι μέλος συμμορίας. Μια μέρα, θα ακούσει σοβαρά έναν καθηγητή μαθηματικό να τον απαξιώνει. «Δεν θα πετύχεις σε τίποτα στη ζωή σου, σε τίποτα». Η φράση τον στοιχειώνει. Τελειώνει το σχολείο και το 1962 κατατάχθηκε στο Αμερικανικό Ναυτικό. Μετά, θα κάνει κάθε δουλειά που μπορεί για να βιοποριστεί. Μένει άστεγος. Οι δρόμοι! Η νύχτα! Η επιβίωση! Συλλέγει μπουκάλια, τα πουλάει, ζει! Και επιμένει. Δεκαετίες αργότερα και μυθικά πλούσιος πια, θυμάται εκείνα τα χρόνια.
«Η πιο δύσκολη από τις δουλειές που έκανα ήταν η πώληση εγκυκλοπαιδειών», θυμάται σε μια επίσκεψη του στην Ελλάδα, «εμφανιζόμουν στα σπίτια, χτυπούσα πόρτες και περίμενα κάποιος να δεχθεί να δει την παρουσίασή μου. Δεν υπήρχε μισθός. Άλλοι πωλητές άντεχαν λίγο, εγώ το έκανα για τρία χρόνια». Κάποτε, πιάνει δουλειά σε νέα μεγάλο εργαστήριο για προϊόντα φροντίδας μαλλιών, στη Redken. Είναι 1980 και έχει δουλέψει, ήδη, ως βενζίνας, υπάλληλος σε στεγνοκαθαριστήριο, πωλητής κάθε είδους. Μα στο εργαστήριο, σχεδιάζει μια φόρμουλα που θεωρούσε ότι μπορούσε να καλύψει κενά στην αγορά. Έχει βρει και επενδυτή, που θα του έδινε 500.000 δολάρια! Τα χρήματα δεν δίνονται! Δεν έχει τίποτα! Μα δεν υπάρχουν περιθώρια για ήττα. Ζητάει δανικά 350 δολάρια από τη μητέρα του. Ντρέπεται να γυρίσει στο σπίτι της και να κοιμηθεί στο παιδικό του δωμάτιο. Προτιμά να είναι άστεγος ξανά, στο πίσω κάθισμα του παλιού του αυτοκινήτου. Τρώει για μέρες, μόνο ένα πρωινό αξίας 99 σεντς, σε εστιατόρια για φορτηγατζήδες. Και φτιάχνει την εταιρεία του. Για 16 δολάρια νοίκιασε για ένα χρόνο ταχυδρομική θυρίδα στην επωνυμία της εταιρείας.
Για 49 δολάρια αγόρασε τηλεφωνητή και τοποθέτησε το μηχάνημα στο σπίτι φίλου του. Πλήρωσε 700 δολάρια τους γραφίστες για να φτιάξουν το λογότυπο και εξασφάλισε ως δείγμα 10.000 μπουκάλια των νέων προϊόντων τα οποία θα ξεχρέωνε αργότερα. Αλλά η εταιρεία John Paul Mitchell Systems, που φτιάχνει μαζί με τον κομμωτή Πολ Μίτσελ είναι γεγονός και το επαναστατικό σύστημα μαλλιών με τρία προϊόντα, πρώτο σαμπουάν, δεύτερο σαμπουάν και κοντίσιονερ γίνεται πραγματικότητα. Ατέλειωτες ώρες δουλειάς. Και έφτασε να παράγει πάνω από 100 προϊόντα και είδη κομμωτικής σε περισσότερες από 80 χώρες παγκοσμίως. Καιρός να ασχοληθεί και με άλλα προϊόντα, όπως η περιβόητη τεκίλα Patron που πουλά, πια, περισσότερα από 2 εκατομμύρια κιβώτια τον χρόνο. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της αλυσίδας νυχτερινών μαγαζιών House of Blues, τα οποία πωλήθηκαν προς 350 εκατομμύρια δολάρια το 2006. Έχει μερίσματα στις εταιρίες Pyrat Rum, Ultimat Vodka, Solar Utility, Sun King Solar, Touchstone Natural Gas, Three Star Energy, Diamond Audio, μια αντιπροσωπία Harley Davidson dealership, μια εταιρία διαμαντιών (DeJoria), και την εταιρία κινητής τεχνολογίας ROK AMERICAS, την John Paul Pet, η οποία περιποιείται ζώα και κάμποσες άλλες. Σαν παιδί Ελληνίδας, όχι μόνο ξεπλήρωσε το δάνειο του, αλλά πρόλαβε να της προσφέρει όσα η ζωή της είχε στερήσει. Σπίτι, ρούχα, αυτοκίνητα, ξεκούραση και πάντα γεμάτο ψυγείο.
Για τον ίδιο, η μεγαλύτερη πολυτέλεια που δεν στερεί από τον εαυτό του είναι το προσωπικό του τζετ, αλλά δεν ξεχνά το πόσο ο κόσμος περιθωριοποιεί αυτόν που δεν έχει καλή μοίρα και αναπτύσσει φιλανθρωπική δράση. Και έτσι ο γιος της Ελληνίδας μετανάστριας από την Καβάλα, που δυο φορές υπήρξε άστεγος, έχει συμφωνήσει η ζωή του να γίνει ταινία και περιμένει να δει στην πρώτη προβολή της, πριν τις κινηματογραφικές αίθουσες του κόσμου.
Ντάνι Τζόνσον: το κακοποιημένο κορίτσι που κοιμόταν στις παραλίες και έγινε στα 23 της πολυεκατομμυριούχος προϊόντων αδυνατίσματος
Υπάρχουν βράδια που η πάμπλουτη επιχειρηματίας Ντάνι Τζόνσον, δεν μπορεί να κοιμηθεί στην ασφάλεια του πολυτελούς κρεββατιού της, στοιχειωμένη απ το φόβο πως όλο αυτό είναι όνειρο και θα ξυπνήσει άστεγη, σε ένα σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο, μόλις ξημερώσει. Γιατί πέρασε την εφηβεία και τη πρώτη νιότη της δίχως στέγη και οικογένεια, ως τα 21 της χρόνια. Ως παιδί επιβίωσε από ένα πατριό που την κακοποιούσε σεξουαλικά και από μια μητέρα που δεν έκανε τίποτα για να το σταματήσει. Όταν το έσκασε απ το σπίτι της, κανείς δεν την αναζήτησε. Ζει άστεγη, απελπισμένη, πεινασμένη. Στα 21 της, την ηλικία ενηλικίωσης των ΗΠΑ, βρίσκεται στην Χαβάη και επί δύο συνεχόμενους νιώθει να έχει χάσει κάθε έλεγχο. Στα απομνημονεύματα της που θα γράψει χρόνια αργότερα, αναφέρει πως δεν ήξερε αν είναι μέρα η νύχτα, πως κοιμόταν με οκτώ διαφορετικούς άνδρες, για να μπορεί να τρώει όταν έβγαινε ραντεβού μαζί τους.
Είναι παραμονή Χριστουγέννων του 1990, όταν μετά από ένα πάρτι, ξύπνησε, μετά από μεγάλο μεθύσι, σε κάποια παραλία, να κοιμάται σχεδόν λιπόθυμη, πάνω σε ένα στρώμα θαλάσσης. Συνειδητοποίησε πως γινεται το ίδιο με την μάνα και τον πατριό της και πως αν δεν κάνει κάτι να βγει απ το αφημα της στην δυστυχία, αν δεν προσπαθήσει, αν δεν παλέψει, την περιμένει το οριστικό τέλος. Πρέπει να πάψει να είναι άστεγη. Το παραμελημένο παιδί που υπήρξε έχει βέβαια ελλιπή μόρφωση. Δεν έχει τελειώσει κολέγιο. Έχει δυσλεξία. Δεν έχει διαβάσει ένα βιβλίο στη ζωή της. Για 45 λεπτά, περπατά στην παραλία και σκεφτεί.
Στη Χαβάη τα ενοίκια ήταν εξωφρενικά. Δουλεύοντας ως σερβιτόρα, αφού δεν είχε αλλά προσόντα, θα χρειάζονταν 4 μήνες μισθούς, χωρίς να χαλάσει σε άλλα έξοδα, για να μπορέσει να δώσει πρώτο ενοίκιο και εγγύηση, για ένα μικρό δωμάτιο. Τότε θυμήθηκε πως στο πίσω κάθισμα του σαραβαλιασμένου και μετα βίας κινούμενου αυτοκινήτου της, ανάμεσα σε όλα τα υπάρχοντά της στον κόσμο, υπήρχε ένα παλιό πρόγραμμα απώλειας βάρους, που είχε αγοράσει πριν από πολλά χρόνια. Τηλεφώνησε στους ιδιοκτήτες για να δει αν θα μπορούσε να αρχίσει να πουλά το προϊόν από πόρτα σε πόρτα. Αδύνατον! Χρειαζόταν ειδική άδεια, που απαιτούσε πολλά χρήματα, τα οποία, φυσικά και δεν διέθετε. Την ίδια μέρα έγραψε, αυτή που δε είχε διαβάσει ένα βιβλίο, η δυσλεκτική, έγραψε χειρόγραφα ένα δικό της πρόγραμμα και μια σειρά ερωτήσεων.
Με τα τελευταία ψιλά της, τηλεφώνησε σε μια μικρή εταιρεία τηλεπικοινωνιών πείθοντας τους να της ανοίξουν μια υπηρεσία voice mail, που θα πλήρωνε, στο μέλλον, στέλνοντάς τους μια επιταγή των 15 δολαρίων. Στο χειρόγραφο της προσέθεσε τον αριθμό του voice mail για παραγγελίες, και το έβαλε στον πίνακα ανακοινώσεων του τοπικού ταχυδρομείου. Σε τρεις ώρες είχε ήδη 25 παραγγελίες. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα, πούλησε προγράμματα διατροφής αξίας 4.000 δολαρίων. Έστειλε στον κατασκευαστή των ειδικών προϊόντων διαίτης, παραγγελία, χρησιμοποιώντας ένα τοπικό κατάστημα ποτών ως διεύθυνση παράδοσης, όπου ήταν τόσο μεγάλη ώστε άρχισαν συνεργασία. Στα 22 της είχε κέρδος 250.000 δολάρια και στα 23 της ήταν εκατομμυριούχος!
Πήγαινε η ίδια από πόρτα σε πόρτα. Άκουγε τα προβλήματα όλων με συμπόνοια και κατανοούσε το πως το βάρος μπορούσε να κάνει τους ανθρώπους δυστυχείς.
Δεν βαρυγγώμησε ποτέ γιατί είχε πολλή δουλειά. Άρχισε να διαβάζει μετα μανίας. Έφτιαξε τα δικά της προϊόντα. Μέχρι να πουλήσει την επιχείρηση της το 1996, η Ντάνι Τζόνσον, είχε 18 κέντρα απώλειας βάρους σε όλες τις ΗΠΑ. Σήμερα είναι πολυεκατομμυριούχος που διευθύνει 5 εταιρείες με δράση σε όλο τον κόσμο και τα προϊόντα της βρίσκονται παντού. Έχει μεγάλη φιλανθρωπική δράση που αφορά κυρίως στους άστεγους, είναι φίλη της Όπρα και το Forbes φιλοξενεί τακτικά τις θέσεις της για την παγκόσμια οικονομία. Η ίδια λέει πως «δεν πάλεψα για να γίνω πολυεκατομμιουρχος, αλλά για να σταματήσω την εξαθλίωση μου και να ‘χω ένα σπίτι να μένω».
Χαλίλ Ραφάτι; Ο άστεγος τοξικομανής, με τα ψυχωτικά επεισόδια και πως έφτιαξε την αλυσίδα υγιεινών ποτών, SunLife Organics
Ο Αμερικανός Χαλίλ Ραφάτι, που κάποτε κοιμότανε στους δρόμους του Λος Αντζελες ή στα κελιά των αστυνομικών τμημάτων και των φυλακών, τώρα ταξιδεύει με το ιδιωτικό του τζετ, σε μια ζωή που θυμίζει χολιγουντιανών προδιαγραφών ταινία ή μυθιστόρημα. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Τολέδο στο Οχάιο, μια πόλη στις όχθες απ’ τις Μεγάλες Αμερικανικές Λίμνες, που κάποτε είχε ζήσει χρυσές εποχές. Είναι γιος μιας Πολωνοεβραίας και ενός μουσουλμάνου πατέρα. Φτώχεια, σεξουαλική κακοποίηση, άσχημα παιδικά χρόνια. Στην εφηβεία εγκαταλείπει το σχολείο, μπλέκει με τις συμμορίες των υποβαθμισμένων περιοχών της πόλης, να συλλαμβάνεται για βανδαλισμούς και κλοπές. Το 1992, σε ηλικία 21 ετών, μετακόμισε στο Λος Άντζελες, με όνειρο του φυσικά να γίνει star του σινεμά. Κατάλαβα νωρίς, πως η υποκριτική δεν τον έβγαζε πουθενά και να παίζει μουσική με τοπικά συγκροτήματα και να καθαρίζει αυτοκίνητα για αστέρες του Χόλυγουντ, όπως η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, ο Τζεφ Μπρίτζες ή κιθαρίστας των Guns N’ Roses, Σλας.
Παράλληλα βούτηξε στο στον εθισμό των ναρκωτικών και βγήκε εκτός ελέγχου. Διακινούσε ναρκωτικά για να χρηματοδοτήσει τη δική του συνήθεια. Εθισμένος στην ηρωίνη, έκανε και μαριχουάνα και κοκαΐνη, όποτε μπορούσε, ζύγιζε μόλις 49 κιλά και το δέρμα του ήταν καλυμμένο με έλκη. Κοιμόταν σε χαρτόκουτα κάτω, σε απόμερα μέρη του LA, παρέα με άλλους τοξικομανείς. Τον είχαν συλλάβει για ψυχωτικά επεισόδια ως απορία της εξάρτησης του και για εμπορία, περισσότερες φορές από όσες μπορεί να θυμηθεί, σε εποχές μπερδεμένες από το πολύ χρήση. Όταν προσπαθούσε να σταματήσει ένιωθε μπερδεμένος, πονούσε πολύ, δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Έχει φτάσει 33 χρόνων, όταν παθαίνει το 9ο over dose της ζωής του. Νοσηλευτικό προσωπικό και γιατροί αγωνίστηκαν να σώσουν τη ζωή του, μη θεωρώντας τον χαμένη υπόθεση. Όταν ανέλαβε τις δυνάμεις του, κατάλαβε πως έπρεπε να αλλάξει ζωή, όχι μόνο για να ζήσει, αλλά και για την ίδια την ανθρωπιά του. Έκανε για τέσσερις μήνες απεξάρτηση σε ένα ειδικό κέντρο. Υπέφερε αλλά δεν έκανε πίσω. Όταν βγήκε ξανά στο κόσμο, δεν έκανε ναρκωτικά ποτέ. Επίκεντρο της ζωής του έγινε η σκληρή δουλειά, για να μπορεί έτσι να είναι συνεχώς απασχολημένος, εκτός απ την ανάγκη της επιβίωσης του. ΅Έκανε εθελοντική εργασία σε δύο κέντρα απεξάρτησης στο Μαλιμπού, έπλενε αυτοκίνητα, έκανε βόλτα σκύλους και έκανε εργασίες κηπουρικής, συνεχώς για επτά μέρες την εβδομάδα. Μπόρεσε έτσι, για πρώτη φορά στη ζωή του και χωρίς να είναι σκοπός του, να αποταμιεύσει χρήματα.
Τότε συναντήθηκε με έναν παλιό του φίλο απ το Οχάιο, που τον χαρακτηρίζει ως «κάτι σαν χίπη» και άρχισε να τον μαθαίνει για βιταμίνες, βιολογικά τρόφιμα, σούπερ τροφή. Έψαχνε για οτιδήποτε θα τον έκανε να νιώσει καλύτερα και βρήκε αυτό που τον έκανε να νιώθει περισσότερο υγιής. Απέκτησε εμμονή με το να φτιάχνει τους δικούς του χυμούς λαχανικών και φρούτων. Έχοντας πια οικονομική δυνατότητα νοίκιασε ένα σπίτι, που όχι μόνο έμενε, αλλά το λειτουργούσε και ως κέντρο αποκατάστασης. Για το Riviera Recovery, οι πελάτες του πλήρωναν 10.000 $, με διαμονή και υποστήριξη στον αγώνα τους ενάντια στις εξαρτήσεις. Ο Χαλίλ ανάμεσα σ άλλα τους πρόσφερε μείγματα χυμών, δικής του έμπνευσης και εκτέλεσης, όπως αυτό που ονόμασε Wolverine, ένα μείγμα από μπανάνα, σκόνη μάκα, βασιλικό πολτό και γύρη. Σύντομα, η φήμη των ποτών εξαπλώθηκε σε όλο το LA και πλήθος άνθρωποι άρχισαν να τα ζητούν.
Το 2011, ο Χαλίλ Ραφάτι λάνσαρε τη Sunlife Organics, που έφτιαξε μαζί με τον καλύτερο φίλο και τότε κοπέλα του. Χρηματοδοτώντας την επιχείρηση από τις αποταμιεύσεις του, το πρώτο κατάστημα του άνοιξε στο Μαλιμπού. Η επιτυχία ήταν άμεση επιτυχία και οι πωλήσεις έφτασαν το 1 εκατομμύριο δολάρια, μόλις, τον πρώτο χρόνο. Φτιάχνοντας τη ζωή απ την αρχή, έγινε εκατομμυριούχος ιδρυτής με ετήσια έσοδα άνω των 6 εκατομμυρίων δολαρίων από τα έξι καταστήματα του, που συνδυάζουν μπαρ με χυμούς και καφέ. Διαθέτει επίσης σειρά ρούχων, έχει επεκταθεί σε 16 άλλες πολιτείες των ΗΠΑ και στην Ιαπωνία.
Ο Ρομπ Ναζάρα, αναλυτής της Deutsche Bank στη Νέα Υόρκη, λέει ότι η ιστορία του Χαλίλ δεν είναι μια υπόθεση του αμερικανικού ονείρου και του μεγάλου πλουτισμού, αλλά μιας ιστορία πραγματικής δύναμης χαρακτήρα και αγωνιστικότητας. Ακούραστος πάντα και τρομερά αφοσιωμένος στη δουλειά του, εκτός από την Sunlife Organics, εξακολουθεί να διευθύνει το κέντρο απεξάρτησης Riviera Recovery, έχει στούντιο γιόγκα στο Μαλιμπού και βρήκε χρόνο για να γράψει την αυτοβιογραφία του, I Forgot To Die και έγινε μπεστ σέλερ. «Δεν θεωρώ τον εαυτό μου έξυπνο», λέει «αλλά έχω μια πείνα για ζωή, δουλειά και αξιοπρέπεια και βάζω όλους μου τις δυνάμεις σ αυτό που πιστεύω και αποφασίζω να πραγματοποιήσω».
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.