Πριν από λίγες ημέρες ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS διατήρησε την Ελλάδα στην πιο χαμηλή επενδυτική βαθμίδα που απονέμει. Αν και υπήρξε πρόοδος με την αναβάθμιση των προοπτικών της Ελληνικής Οικονομίας, ο οίκος αξιολόγησης στην έκθεσή του, περιγράφει όλους εκείνους τους λόγους που γεννούν προβληματισμό για την Ελλάδα. Σε μερικές ώρες, αναμένεται και η απόφαση του Moody’s, του μοναδικού οίκου που δεν έχει δώσει ακόμη επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα. Αισιοδοξία υπάρχει. Ρεαλισμός όμως;
Οι περισσότεροι, όταν διάβασαν την έκθεση του DBRS, έμειναν στην πρώτη παράγραφο – που ανακοίνωνε την αναβάθμιση της προοπτικής της Ελληνικής Οικονομίας – και μετά σταμάτησαν να διαβάζουν. Ο οίκος αξιολόγησης ωστόσο ήταν σαφής στην αιτιολόγηση της απόφασής του να μην προχωρήσει σε αναβάθμιση της επενδυτικής βαθμίδας:
«Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας περιορίζεται από τον ακόμη υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών».
Όταν λέμε υψηλό δείκτη δημοσίου χρέους, να μην ξεχνάμε ότι εννοούμε τον υψηλότερο δείκτη στην Ευρωζώνη. Σήμερα βρίσκεται περίπου στο 160% του ΑΕΠ, θεωρείται πάρα πολύ μεγάλος και θα εξακολουθεί να θεωρείται πάρα πολύ μεγάλος ακόμη και στο τέλος του έτους που οι αισιόδοξες προβλέψεις υπολογίζουν ότι θα κυμανθεί στο 152% του ΑΕΠ.
Ο δεύτερος παράγοντας που επικαλείται η έκθεση του DBRS είναι «το μικρό μέγεθος της οικονομίας». Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι με πρόβλεψη ανάπτυξης στο 2%, το μέγεθος της Ελληνικής Οικονομίας θα εξακολουθήσει να είναι «μικρό» για αρκετό καιρό ακόμη.
Ο τρίτος παράγοντας είναι και ο μοναδικός που φαίνεται να είναι «δυναμικός», να μπορεί δηλαδή να αλλάξει, με τρόπο που να επηρεάσει δραστικά την κρίση του οίκου αξιολόγησης. Το «ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών». Όπως αξιολογεί όμως ο DBRS υπάρχει «επίμονο έλλειμμα» και δυστυχώς το πρώτο εξάμηνο του 2024, το έλλειμμα τρεχουσών της Ελλάδας διογκώθηκε ακόμη περισσότερο. Αντί να αλλάξει δηλαδή προς τη θετική κατεύθυνση ώστε να ωφελήσει την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, αλλάζει προς την αρνητική κατεύθυνση.
Άρα, οι δύο από τους τρεις παράγοντες που περιορίζουν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σύμφωνα με τον DBRS, δεν πρόκειται να αλλάξουν. Μπορεί όμως να αλλάξει ο τρίτος που ήδη χειροτερεύει; Και πως;
ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΤΡΕΧΟΥΣΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ
Πολλές φορές οι «μαθηματικές» εκφράσεις της οικονομίας, προκαλούν αποστροφή και πολλοί παραιτούνται από την προσπάθεια να τους κατανοήσουν. Στην περίπτωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, τα πράγματα είναι απλά. Αποτελεί έναν δείκτη, που θα κρίνει αν η χώρα θα πρέπει να δανειστεί από το εξωτερικό ή όχι. Αν θα μεγαλώσει δηλαδή το χρέος της ή όχι.
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ των συνολικών εισροών και εκροών μιας χώρας από διεθνείς συναλλαγές σε τέσσερις βασικές κατηγορίες:
- Εισαγωγές vs Εξαγωγές – Όταν οι εξαγωγές είναι περισσότερες, υπάρχει πλεόνασμα στο ισοζύγιο Εισαγωγών – Εξαγωγών. Αν οι εισαγωγές είναι περισσότερες υπάρχει έλλειμμα. Δυστυχώς το έλλειμμα αυτό στην Ελλάδα διαρκώς διογκώνεται το 2024 και έχει φτάσει στα 8,8 δις €.
- Ισοζύγιο υπηρεσιών – Με παρόμοιο τρόπο υπολογισμός σε «εισαγωγές» και «εξαγωγές» υπηρεσιών όπως τουρισμός, ναυτιλία και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Ο τουρισμός της Ελλάδας – που φέτος σπάει τα ρεκόρ – φαίνεται να δίνει «φιλί της ζωής» στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών περιορίζοντας την ακόμη μεγαλύτερη διόγκωσή του.
- Πρωτογενές εισόδημα – Αφορά εισροές και εκροές εισοδημάτων από επενδύσεις στο εξωτερικό. Π.χ. οι τόκοι που πληρώνει μια χώρα για δάνεια ή οι τόκοι που εισπράττει από εξωτερικές επενδύσεις.
- Δευτερογενές εισόδημα – Δηλαδή μεταβιβάσεις, όπως εμβάσματα μεταναστών, διεθνή βοήθεια και επιδοτήσεις. Όταν οι εισροές αυτών των μεταβιβάσεων είναι μεγαλύτερες από τις εκροές, καταγράφεται πλεόνασμα.
Το συνολικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών υπολογίζεται ως το άθροισμα των τεσσάρων αυτών δεικτών. Αν το ισοζύγιο είναι θετικό, η χώρα έχει πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, ενώ αν είναι αρνητικό, έχει έλλειμμα.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό και κρίσιμο για τη σταθερότητα μιας οικονομίας, καθώς δημιουργεί το εξωτερικό χρέος και επηρεάζει την ικανότητα της χώρας να χρηματοδοτεί τις διεθνείς υποχρεώσεις της.
Πως μπορεί λοιπόν να αλλάξει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προς το καλύτερο; Χρειάζεται περισσότερες εξαγωγές, λιγότερες εισαγωγές, υπεραπόδοση του τουρισμού, περισσότερα έσοδα από τη ναυτιλία, αποτελεσματικά κέρδη των τραπεζών που επενδύουν στο εξωτερικό και – οπωσδήποτε – την μεγαλύτερη δυνατή αξιοποίηση των Ευρωπαϊκών Κεφαλαίων από αναπτυξιακά προγράμματα.
Την σημασία της απόδοσης των τραπεζών και των Ευρωπαϊκών κονδυλίων εντοπίζουμε σε άλλο σημείο της ανακοίνωσης του οίκου αξιολόγησης:
«Η αναβάθμιση των προοπτικών αντανακλά τις προσδοκίες του DBRS για περαιτέρω βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών του τραπεζικού συστήματος. Ο τραπεζικός τομέας, πιθανόν θα συνεχίσει να έχει καλή κερδοφορία, να περιορίζει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) και να μειώνει τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις».
Σημαντικός είναι και ο ρόλος της ΕΕ:
«Η αξιολόγηση της Ελλάδας στη βαθμίδα ΒΒΒ (low) στηρίζεται από τη συμμετοχή της στην ΕΕ και την Ευρωζώνη και από το ότι έχει εφαρμόσει θεσμικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας».
Σε κάθε περίπτωση η Ελληνική Οικονομία – σύμφωνα με οικονομολόγους – χρειάζεται ώθηση «εκ των έσω» ώστε να μεγαλώσει και να επεκταθεί επηρεάζοντας επιτέλους και τα νούμερα εκτός από τις προοπτικές
Η ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ»
Στην πραγματικότητα, τα πλεονάσματα είναι αυτά που παίζουν σημαντικότερο ρόλο, αλλά η έκθεση του οίκου αξιολόγησης θεωρεί πως για να υπάρχουν σταθερά πλεονασματικοί προϋπολογισμοί πρέπει να υπάρχει πολιτική σταθερότητα η οποία θα φέρει και την δημοσιονομική πειθαρχία – δεν θα υπάρξουν δηλαδή έκτακτα και ανεξέλεγκτα επιδόματα και χρηματοδοτήσεις που θα εκτροχιάσουν τα δημοσιονομικά. Το κακό είναι πως τα πλεονάσματα στην Ελλάδα – όπως λένε παράγοντες της αγοράς – προέρχονται κυρίως από φόρους και μάλιστα σε εποχή έντονης ακρίβειας και όχι από την ανάπτυξη της οικονομίας.
Κι αν οι τράπεζες επιτυγχάνουν στόχους και βγάζουν κέρδη από τις επενδύσεις τους στο εξωτερικό, δεν φαίνεται πως έχουν την πρόθεση ή την δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που «διψάνε» για ρευστότητα προκειμένου να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους. Κι όσο αυτό ισχύει, τα πλεονάσματα θα προέρχονται κυρίως από φόρους.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑΣ
Η έκθεση τou DBRS, απαντά και στο ερώτημα, γιατί η Ελλάδα βρίσκεται στην επενδυτική βαθμίδα – έστω στην χαμηλότερη:
«Η αξιολόγηση της Ελλάδας στη βαθμίδα ΒΒΒ (low) στηρίζεται από τη συμμετοχή της στην ΕΕ και την Ευρωζώνη και από το ότι έχει εφαρμόσει θεσμικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας».
Δεν είναι λοιπόν τα απόλυτα οικονομικά αποτελέσματα που έχουν ωφελήσει την Ελλάδα στην προσπάθειά της να γίνει πάλι αξιόπιστη στις διεθνείς αγορές μέσω των αξιολογήσεων από διεθνείς οίκους αλλά η «υπόσχεση» ότι θα πάει καλά.
Εκεί βασίζεται άλλωστε και η αναβάθμιση της προοπτικής της Ελληνικής Οικονομίας, από «σταθερή» σε «θετική».
Όταν ένας οίκος αξιολόγησης αναβαθμίζει τις προοπτικές μιας οικονομίας από “σταθερές” σε “θετικές”, σημαίνει ότι αναμένει μελλοντική βελτίωση στη χρηματοοικονομική ή οικονομική κατάσταση. Ωστόσο, αυτό δεν συνεπάγεται άμεση αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης, αλλά ότι είναι πιθανό να συμβεί στο μέλλον εάν οι ευνοϊκές συνθήκες συνεχιστούν.
Οι «θετικές» προοπτικές υποδηλώνουν ότι υπάρχει πιθανότητα αναβάθμισης της αξιολόγησης σε μελλοντικό χρόνο, εάν οι τρέχουσες τάσεις, όπως οικονομική ανάπτυξη, δημοσιονομική υπευθυνότητα ή πολιτική σταθερότητα, συνεχιστούν ή βελτιωθούν.
ΤΟ (ΤΕΡΑΣΤΙΟ) ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΤΑΙ ΘΕΤΙΚΑ
Το 2020, στην περίοδο της πανδημίας, ο δείκτης του δημοσίου χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ της χώρας είχε φτάσει ακόμη και στο 207%. Το 2022 μειώθηκε στο 171,3%. Το 2023 το χρέος μειώθηκε περαιτέρω στο 161,9%. Φέτος αναμένεται να κλείσει στο 153,9% του ΑΕΠ, σύμφωνα με προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δηλαδή, μέσα σε 4 χρόνια, ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ θα έχει πέσει κατά 53 εκατοστιαίες μονάδες. Αν και αυτή η μείωση, έχει να κάνει πρωτίστως με την αύξηση του ΑΕΠ και όχι με την ποσοτική μείωση του χρέους, αποτελεί μια κάθετη πτώση που λειτουργεί υπέρ της θετικής αξιολόγησης της Ελληνικής Οικονομίας.
Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση του DBRS, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας επωφελείται επίσης από μια στρατηγική διαχείρισης με πρόωρες αποπληρωμές που μείωσαν το βραχυπρόθεσμο χρέος και εξομάλυναν το προφίλ εξόφλησης.
AΥΡΙΟ Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ MOODY’S
Σε 24 ώρες αναμένεται ίσως η κρισιμότερη αξιολόγηση από διεθνή οίκο γι’ αυτή την περίοδο. Κι αυτό γιατί η Moody’s, είναι ο μοναδικός αξιολογητής που δεν έχει δώσει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα και την διατηρεί στην κατηγορία Βa1 με «σταθερή» προοπτική (outlook). Παράγοντες της αγοράς, δεν θεωρούν ανέφικτο ο αμερικανικός οίκος να προάγει την Ελληνική οικονομία στην πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα. Θεωρούν ως ελάχιστο, η Moody’s να αναβαθμίσει τις προοπτικές της Ελλάδας σε «θετικές» ως το τελικό βήμα πριν την επενδυτική βαθμίδα.
Σε κάθε περίπτωση η Ελληνική Οικονομία – σύμφωνα με οικονομολόγους – χρειάζεται ώθηση «εκ των έσω» ώστε να μεγαλώσει και να επεκταθεί επηρεάζοντας επιτέλους και τα νούμερα εκτός από τις προοπτικές
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.