14 Νοέ 2024
READING

Πόσο τουρισμό αντέχει η Ελλάδα;

6 MIN READ

Πόσο τουρισμό αντέχει η Ελλάδα;

Πόσο τουρισμό αντέχει η Ελλάδα;

Η πραγματικότητα για τον τουρισμό με βάση τα επίσημα στοιχεία και το ευρύτερο κλίμα της αγοράς εμφανίζεται ως ιδιαίτερα αισιόδοξη. Το 2024 αναμένεται ότι οι ταξιδιωτικές αφίξεις και οι εισπράξεις για τον κλάδο θα γράψουν νέο ρεκόρ στα χρονικά της χαρακτηριζόμενης ως βαριάς βιομηχανίας της χώρας μας.

Κάτι που έως τώρα προκύπτει και από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος όπου για το πρώτο εξάμηνο του έτους οι ταξιδιωτικές αφίξεις ενισχύθηκαν κατά 15,5% και οι εισπράξεις κατά 12,2%. Επιπλέον, όπως αποτυπώθηκε στα στοιχεία, οι διεθνείς τουριστικές αφίξεις στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών τον Ιούλιο και στα περιφερειακά αεροδρόμια της χώρας, ήταν αυξημένες κατά 10,8% και 3,6% αντίστοιχα.

Ειδικό ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και η διαρκώς βελτιούμενη φήμη της Ελλάδας στον διεθνή τουριστικό χάρτη μεταξύ των χωρών – προορισμών της γηραιάς ηπείρου. Αυτό που καταδεικνύει ο δείκτης NSI αναφορικά με το δεύτερο τρίμηνο του 2024, είναι ότι η Ελλάδα μαζί με την Ισπανία κατατάσσονται στην τρίτη θέση μετά την Πορτογαλία που καταλαμβάνει την πρώτη θέση και την Ιταλία με την Κροατία που καταλαμβάνουν τη δεύτερη, ως προς τη διαδικτυακή της φήμη. Να σημειωθεί ότι ο δείκτης NSI σφυγμομετρά τη διαδικτυακή φήμη των τουριστικών προορισμών της Ευρώπης.

Οι σημαντικότεροι ξένοι επισκέπτες της Ελλάδας

Σημειώνεται ότι οι επισκέπτες που έχουν τη μεγαλύτερη συμβολή στην ελληνική τουριστική βιομηχανία προέρχονται από έξι χώρες: Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, ΗΠΑ, Ιταλία και Ολλανδία. Οι έξι χώρες με βάση τα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ συνεισφέρουν αθροιστικά το 48,3% των επισκέψεων, το 58% των διανυκτερεύσεων και το 58,2% των ταξιδιωτικών εισπράξεων. Από τις χώρες αυτές την υψηλότερη δαπάνη ανά επίσκεψη καταγράφουν οι αναλύσεις από τη Γερμανία με 710 ευρώ. Την υψηλότερη δαπάνη ανά διανυκτέρευση καταγράφουν οι πόλεις από τις ΗΠΑ με 98 ευρώ. Η μικρότερη διάρκεια παραμονής ανά Περιφέρεια στην Ελλάδα καταγράφηκε από επισκέπτες της Γαλλίας και της Ιταλίας (6,9) ενώ η μεγαλύτερη από τη Γερμανία (8,7).

Αδιαμφισβήτητα όλα τα παραπάνω στοιχεία δεν μπορούν παρά να χαρακτηριστούν αλλά και είναι και εν τοις πράγμασι ενθαρρυντικά.

Η άλλη όψη του νομίσματος

Όμως αποτελούν τη μία πλευρά των πραγμάτων. Διότι η άλλη όψη είναι αυτή που σχετίζεται με την δυνατότητα της χώρα μας να διαχειριστεί τον διαρκώς αυξανόμενο όγκο διεθνών τουριστικών αφίξεων. Τα παραδείγματα κατά τη διάρκεια του φετινού καλοκαιριού ήταν αρκετά και σημαντικά σε διαφορετικούς προορισμούς της Ελλάδας. Χαρακτηριστικότερο όλων αυτό της Σαντορίνης, η οποία γνώρισε την τουριστική αναγνώριση και προτίμηση, με υψηλή επισκεψιμότητα, η οποία μπορεί να έχει μόνιμο πληθυσμό 15.231 κατοίκων με βάση την απογραφή πληθυσμού του 2021. Ωστόσο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ο συγκεκριμένος αριθμός υπερπολλαπλασιάζεται, με αποτέλεσμα συχνά η ζωή των μόνιμων κατοίκων να καθίσταται συχνά προβληματική. Σε σημείο που στη διάρκεια του φετινού καλοκαιριού εμφανίστηκαν ακόμα και προειδοποιητικές ανακοινώσεις προς τους κατοίκους να ελαττώσουν τις μετακινήσεις τους στο νησί, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης σε ημέρες μεγάλης προσέλευσης λόγω κρουαζιερόπλοιων που προσεγγίζουν το νησί. Η συγκεκριμένη προτροπή έκανε την εμφάνισή της τον Ιούλιο στον λογαριασμό Facebook του δημοτικού συμβούλου του νησιού, Πάνου Καβαλάρη, για να «κατέβει» λίγο μετά λόγω του θορύβου που προκλήθηκε.

Αντίστοιχα περιστατικά όμως καταγράφηκαν όχι μόνο σε νησιά των Κυκλάδων όπως η Σαντορίνη αλλά και στην άλλη πλευρά της χώρας, σε νησιά του Ιονίου όπως η Κέρκυρα. Η οποία παρά τη μεγαλύτερη γεωγραφική της έκταση που είναι 585 τετραγωνικά χιλιόμετρα σε σχέση με τη Σαντορίνη των 76,19 τετραγωνικών χιλιομέτρων, δεν στάθηκε αντάξια των προσδοκιών σε επίπεδο παροχής υπηρεσιών και εξυπηρέτησης των επισκεπτών.

Ακλόνητη πραγματικότητα για την προαναφερόμενη συνθήκη σε τουριστικούς προορισμούς της χώρας αποτελεί η έλλειψη καίριων υποδομών, με πιο χαρακτηριστική αυτών το συχνά ανεπαρκές οδικό δίκτυο, την έλλειψη επαρκούς χώρου στάθμευσης αλλά και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Καίριο σημείο όμως αποτελεί συχνά και το επίπεδο εκπαίδευσης του προσωπικού που αναλαμβάνει να εξυπηρετήσει τους επισκέπτες ενός νησιού, είτε πρόκειται για την εστίαση, τις παραλίες αλλά και τα καταλύματα. Συχνά παρουσιάζεται το φαινόμενο να γίνονται από επιχειρήσεις της χώρας ευκαιριακές επιλογές προσωπικού, χωρίς την απαιτούμενη κατάρτιση, δεδομένης και της σημαντικής δυσκολίας που παρουσιάζεται στην εύρεση εξειδικευμένου εργατικού και στελεχιακού δυναμικού.

Οι επισκέπτες που έχουν τη μεγαλύτερη συμβολή στην ελληνική τουριστική βιομηχανία προέρχονται από έξι χώρες: Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, ΗΠΑ, Ιταλία και Ολλανδία

Δημοσιεύματα του διεθνούς τύπου για τον υπερτουρισμό στην Ελλάδα

Ο υπερτουρισμός δεν άφησε αδιάφορο τον διεθνή τύπο, με χαρακτηριστική την αναφορά της βρετανικής Mirror τον περασμένο Ιούλιο, η οποία επικαλούμενη έρευνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ανέφερε ότι: «Ο τουρισμός στην Ελλάδα θα μπορούσε να καταρρεύσει σε 10 χρόνια εάν δεν γίνουν σημαντικές αλλαγές στον κλάδο».

Στο ίδιο δημοσίευμα αναφερόταν ότι το hotspot των διακοπών υποφέρει από τον υπερτουρισμό, επικαλούμενο τη μελέτη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Πρόσθετε μάλιστα ότι το τρέχον τουριστικό μοντέλο δεν είναι βιώσιμο και θα μπορούσε να οδηγήσει σε διάλυση του τουριστικού τομέα και μεγάλου μέρους της ελληνικής οικονομίας μέσα στα επόμενα 10 χρόνια, με βάση τις προειδοποιήσεις της έκθεσης. «Ο τρόπος διαχείρισης του νερού και της ενέργειας, η φροντίδα των πολιτιστικών και ιστορικών τοποθεσιών και η διατήρηση της παράκτιας ζώνης σε καλή κατάσταση αποτελούν τομείς ανησυχίας που εγείρονται στην έκθεση», αναφερόταν μεταξύ άλλων.

Το στοίχημα του καταρτισμένου προσωπικού

Εάν παραδεχτούμε εκτός των άλλων ότι η προσέλκυση καταρτισμένου προσωπικού στον τουριστικό κλάδο είναι νευραλγικής σημασίας, φαίνεται ότι προς το παρόν ως χώρα απέχουμε σημαντικά από μία τέτοια συνθήκη. Παλαιότερη έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ), τον Αύγουστο του 2019, καταδείκνυε αφενός το μικρό ποσοστό εργαζομένων που διαθέτουν τουριστική εκπαίδευση – μόλις 24% είναι απόφοιτοι τουριστικών σχολών – και αφετέρου την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού που θα καλύψει τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας, διαπιστώνοντας ότι ο τουριστικός κλάδος δεν είναι θελκτικός για λόγους σχετιζόμενους με την ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος, την εποχικότητα και τις περιορισμένες προοπτικές εργασιακής εξέλιξης.

Σε όλα τα παραπάνω ας μην ξεχνάμε και ένα ακόμη στοιχείο. Την αθρόα οικοδομική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε σε συγκεκριμένους προορισμούς τα τελευταία χρόνια, με σκοπό την αποκόμιση υπεραξίας και συχνά υπερκερδών από τον τουρισμό. Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί η Μύκονος, όπου η οικοδομική δραστηριότητα εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς σε πολλές των περιπτώσεων 7 ημέρες την εβδομάδα, προκειμένου να καλυφθούν οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες και η ζήτηση για νέες τουριστικές εγκαταστάσεις.

Τέλος, εάν παραδεχτούμε ότι κάθε προσφερόμενη υπηρεσία θα πρέπει να πληροί τη σχέση ποιότητας – τιμής, τα παραδείγματα νησιών όπου τα παράπονα είναι έντονα για υψηλές τιμές σε προϊόντα και υπηρεσίες σε σχέση με την ποιότητά τους, είναι υπαρκτά και σίγουρα όχι σποραδικά. Μήπως λοιπόν στο τέλος της ημέρας θα πρέπει να αναρωτηθούμε όχι μόνο τι τουρισμό θέλουμε αλλά και πόσο τουρισμό μπορούμε να αντέξουμε;

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.