Έτοιμός να σημειώσει σημαντικά ρεκόρ και το 2024 παρουσιάζεται ο ελληνικός τουρισμός με τις αφίξεις και τα έσοδα να ξεπερνούν τις προβλέψεις.
Από το πρώτο κιόλας εξάμηνο του έτους, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις έφτασαν τα 6,9 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 12,2% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023. Αυτή η ανοδική πορεία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επιστροφή τουριστών από αγορές που είχαν πληγεί από την πανδημία, καθώς και στην ενισχυμένη προβολή της Ελλάδας ως προορισμού υψηλού επιπέδου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι, σύμφωνα με ανθρώπους που γνωρίζουν την αγορά, είναι πολύ πιθανό φέτος να επιτευχθεί ο στόχος να αυξηθεί ο αριθμός των τουριστών στη χώρα μας στα 35 εκατομμύρια, από 32,7 εκατ. το 2023, και οι τουριστικές εισπράξεις να ξεπεράσουν τα 21 δισ. ευρώ, από 20,46 δισ ευρώ το 2023.
Ποιοι ξοδεύουν τα περισσότερα
Η δυναμική του τουρισμού αντικατοπτρίζεται επίσης στις αφίξεις, οι οποίες σημείωσαν αύξηση 15,5% το πρώτο εξάμηνο του 2024. Οι τουρίστες από τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία είναι εκείνοι που ξοδεύουν τα περισσότερα κατά την παραμονή τους στην Ελλάδα. Αυτές οι αγορές αποτελούν κρίσιμη πηγή εσόδων για τον ελληνικό τουρισμό, καθώς οι επισκέπτες από αυτές τις χώρες τείνουν να διαμένουν για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα και να ξοδεύουν περισσότερα χρήματα σε υπηρεσίες και δραστηριότητες.
Ειδικότερα, όπως αποκαλύπτει σχετική έρευνα του ΙΝΣΕΤΕ που ακτινογραφεί το προφίλ των τουριστών που επιλέγουν για τις διακοπές τους την Ελλάδα, οι Γερμανοί ξόδεψαν πέρσι 107 ευρώ ανά διανυκτέρευση στη χώρα μας, «ξοδεύοντας» συνολικά 1 εκατ. ευρώ, οι Βρετανοί έδωσαν κάτι περισσότερο από 98 ευρώ ανά διανυκτέρευση, αφήνοντας 946 εκατ. ευρώ ενώ οι Αμερικάνοι ξόδεψαν 115 ευρώ ανά διανυκτέρευση, αφήνοντας στην Ελλάδα 569 εκατ. ευρώ.
Η άλλη όψη του «νομίσματος»
Σε καμία περίπτωση πάντως δεν απουσιάζουν και οι λόγοι προβληματισμού, καθώς η φετινή τουριστική σεζόν φαίνεται ότι θα χαρακτηριστεί από την πραγματική μείωση της κατά κεφαλήν τουριστικής δαπάνης, με δεδομένο ότι οι τουρίστες έχουν αρχίσει να «σφίγγουν το ζωνάρι» λόγω της σημαντικής αύξησης των τιμών στο τουριστικό προϊόν, αλλά και στην καθημερινότητα λόγω του υψηλού πληθωρισμού, κυρίως, στην Ευρώπη.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι τουρίστες βάζουν… πλαφόν στα έξοδα. Ειδικότερα, η μέση δαπάνη των τουριστών στην Ελλάδα τον Μάιο του 2024 μειώθηκε κατά 12,2% ενώ σε επίπεδο πενταμήνου παρατηρήθηκε μείωση κατά 3,6% έναντι της περσινής χρονιάς. Η πτώση της μέσης δαπάνης αναπόφευκτα συνδέεται με ανατιμήσεις σε διαμονή κι εστίαση, οι οποίες γίνονται ακόμα πιο αισθητές στο πορτοφόλι των τουριστών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στις τουριστικές περιοχές υπάρχει αύξηση ύψους 15% στους τζίρους των σούπερ μάρκετ, ενώ συχνή είναι η εικόνα με τουρίστες να προμηθεύονται τα αναγκαία για το φαγητό τους, αφού δεν έχουν την πρόθεση -ή/και την οικονομική δυνατότητα- να επιλέξουν κάποια ταβέρνα ή εστιατόριο.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ενώ η χώρα μας βρισκόταν στο προσκήνιο για δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, οι οποίοι προσέλκυαν τουρίστες υψηλού εισοδηματικού επιπέδου, που διαμένουν σε πολυτελή καταλύματα και απολαμβάνουν την παγκοσμίου φήμης νυχτερινή ζωή των νησιών, αυτό έχει αλλάξει.
Συγκεκριμένα, όλο και περισσότερο έρχεται στο προσκήνιο μια διαφορετική κατηγορία τουριστών που ακολουθεί μια πιο συγκρατημένη προσέγγιση στις διακοπές τους. Αυτοί οι τουρίστες προτιμούν οικονομικότερες λύσεις, αποφεύγοντας τις πολυτέλειες και προτιμώντας να εξοικονομήσουν χρήματα όπου μπορούν. Για παράδειγμα, αντί να τρώνε στα εστιατόρια, αγοράζουν τρόφιμα από τα σούπερ μάρκετ και μαγειρεύουν μόνοι τους ή επιλέγουν φθηνότερες επιλογές φαγητού, όπως το take-away. Αυτή η στρατηγική τους επιτρέπει να απολαύσουν τις διακοπές τους με λιγότερο κόστος.
Τα -σημαντικά- αρνητικά και τα παράπλευρα οφέλη
Είναι λογικό να δημιουργείται το ερώτημα αν όντως χρειαζόμαστε τέτοιου είδους τουρισμό στη χώρα μας. Άνθρωποι που ουσιαστικά δε προσφέρουν τίποτα παραπάνω, σε οικονομικό επίπεδο, από τους -αποκλεισμένους επί της ουσίας σε πολλές περιπτώσεις- Έλληνες τουρίστες που «θυσιάζονται» στον «βωμό» ενός κέρδους που δεν έρχεται ποτέ.
Ακόμα και η άποψη ότι οι συγκεκριμένοι τουρίστες, αν και ξοδεύουν λιγότερα, συμβάλλουν στην ενίσχυση μικρότερων επιχειρήσεων, όπως τα τοπικά καταστήματα και τα σούπερ μάρκετ, έχει σημαντικά κενά. Ακόμα κι αν αποδεχθούμε ότι έτσι δημιουργείται μια ισορροπία στην τουριστική αγορά, επιτρέποντας σε διάφορους τύπους επιχειρήσεων να επωφεληθούν από την αυξημένη τουριστική κίνηση, πρόκειται για χρήματα που θα μπορούσαν να ξοδέψουν και οι Έλληνες τουρίστες. Ποιος ο λόγος λοιπόν να μένουν εκτός «κάδρου» με μία σειρά από τρόπους (πχ διάθεση δωματίων μόνο σε τουριστικά γραφεία του εξωτερικού) όταν όχι μόνο δεν υστερούν οικονομικά από τους ξένους αλλά πιθανότατα θα ξόδευαν και περισσότερα;
Ο κίνδυνος του υπερτουρισμού
Επίσης, παρά την εντυπωσιακή ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα, ο υπερτουρισμός αποτελεί μια σοβαρή πρόκληση που δεν πρέπει να παραβλέπεται. Η συνεχής αύξηση των επισκεπτών, ειδικά σε δημοφιλείς προορισμούς όπως η Σαντορίνη, η Μύκονος και η Κρήτη, μπορεί να οδηγήσει σε υποβάθμιση του περιβάλλοντος, υπερφόρτωση των υποδομών και μείωση της ποιότητας ζωής για τους μόνιμους κατοίκους. Η αυξημένη ζήτηση για πόρους, όπως νερό και ενέργεια, επιδεινώνει την πίεση στο φυσικό περιβάλλον, ενώ η μαζική εισροή τουριστών μπορεί να αλλοιώσει την τοπική κουλτούρα και αυθεντικότητα.
Οι επιχειρηματίες και οι τοπικές αρχές καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα. Εάν δεν εφαρμοστούν κατάλληλα μέτρα διαχείρισης, ο υπερτουρισμός μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη φήμη της χώρας ως τουριστικού προορισμού, με επιπτώσεις στο μακροπρόθεσμο μέλλον του κλάδου. Μια πιο ισόρροπη τουριστική ανάπτυξη που θα διασφαλίζει την προστασία του περιβάλλοντος και των τοπικών κοινοτήτων είναι απαραίτητη για τη βιωσιμότητα του τουρισμού στην Ελλάδα.
Από τους κορυφαίους προορισμούς παγκοσμίως
Σε καμία περίπτωση δε σημαίνουν όλα αυτά ότι οι τουρίστες από το εξωτερικό δεν είναι ευπρόσδεκτοι. Άλλωστε, παρά τις προκλήσεις, όπως οι αυξήσεις τιμών και η υψηλή ζήτηση για υπηρεσίες, ο τουριστικός κλάδος παραμένει ανθεκτικός και προσαρμοστικός στις νέες τάσεις και ανάγκες των επισκεπτών. Θεωρείται εξάλλου δεδομένο ότι με την κατάλληλη διαχείριση και προβολή, η Ελλάδα μπορεί να διατηρήσει και να ενισχύσει τη θέση της στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη, προσελκύοντας ακόμη περισσότερους επισκέπτες στο μέλλον.
Εξάλλου, ο τουρισμός στην Ελλάδα παραμένει ένας από τους πιο σημαντικούς τομείς της οικονομίας, προσφέροντας απασχόληση και εισόδημα σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Η συνεχής αύξηση των αφίξεων και των εσόδων δείχνει ότι η χώρα εξακολουθεί να είναι ένας από τους κορυφαίους προορισμούς παγκοσμίως, προσφέροντας κάτι για κάθε τύπο ταξιδιώτη. Από τις πολυτελείς εμπειρίες στα νησιά έως τις οικονομικές διακοπές στις ηπειρωτικές περιοχές, η Ελλάδα καταφέρνει να προσελκύσει ένα ευρύ φάσμα τουριστών, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της οικονομίας της.
Όμως, θα πρέπει να τεθούν στο «τραπέζι» με ξεκάθαρο τρόπο και να αναλυθούν όλα τα δεδομένα, προκειμένου και οι Έλληνες να μπορούν να απολαύσουν τον τόπο τους και ειδικά τα ελληνικά νησιά, και η χώρα μας να μη βρεθεί αντιμέτωπη με τις συνέπειες του υπερτουρισμού.
Χρονιά γεμάτη ρεκόρ αναμένεται να είναι και το 2024
Ακόμα κι έτσι πάντως, το 2024 είναι μια χρονιά που υπόσχεται να φέρει νέα ρεκόρ στον ελληνικό τουρισμό, με τις ταξιδιωτικές εισπράξεις να αυξάνονται και τις αφίξεις να πολλαπλασιάζονται. Με τη σωστή στρατηγική και την προσαρμογή στις νέες τάσεις, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει την επιτυχημένη της πορεία και να διατηρηθεί ως ένας από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς παγκοσμίως.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.