14 Νοέ 2024
READING

Εγκλωβισμένη στη «μάχη του αυτονόητου» η ελληνική κοινωνία

7 MIN READ

Εγκλωβισμένη στη «μάχη του αυτονόητου» η ελληνική κοινωνία

Εγκλωβισμένη στη «μάχη του αυτονόητου» η ελληνική κοινωνία

Την ώρα που η ελληνική οικονομία, χωρίς αμφιβολία, έχει καταγράψει τεράστια βήματα προόδου τα τελευταία χρόνια, με μεγαλύτερη επιτυχία την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα, η ελληνική κοινωνία δίνει μία ιδιότυπη μάχη που, αν δεν προσεχθεί, υπάρχει ο κίνδυνος να διαταραχθεί σημαντικά ο λεγόμενος κοινωνικός ιστός.

Η ανεργία μειώνεται, αλλά…

Εκτός από την επενδυτική βαθμίδα, η άλλη μεγάλη απόδειξη ότι η χώρα μας αφήνει πίσω ένα μεγάλο μέρος από τις συνέπειες τις οικονομικής κρίσης, είναι η πολύ σημαντική μείωση της ανεργίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ), τον Ιούνιο η ανεργία μειώθηκε στο 9,6%, έχοντας υποχωρήσει σε μονοψήφιο νούμερο για πρώτη φορά μετά την εποχή των μνημονίων. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα οι απασχολούμενοι ανέρχονται σε 4.293.899 άτομα σημειώνοντας αύξηση κατά 79.229 άτομα σε σχέση με τον Ιούνιο του 2023 (1,9%) και κατά 41.192 άτομα σε σχέση με τον Μάιο του 2024 (1,0%), ενώ οι άνεργοι ανήλθαν σε 456.663 άτομα σημειώνοντας μείωση κατά 85.865 άτομα σε σχέση με τον Ιούνιο του 2023 (-15,8%) και κατά 30.629 άτομα σε σχέση με τον Μάιο του 2024 (-6,3%).

Με λίγα λόγια, η ελληνική κοινωνία αποτελείται από ανθρώπους οι οποίοι εργάζονται, πληρώνουν εισφορές και συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία. Κι όμως, ενώ η ανεργία επιστρέφει σε ποσοστά επιπέδου 2008, αφήνοντάς πίσω της εξωπραγματικά ποσοστά όπως το 29% που καταγράφηκε, για παράδειγμα, το 2013, η καθημερινότητα πολλών ανθρώπων όχι μόνο δεν έχει βελτιωθεί αλλά έχει επιδεινωθεί.

Φυσικά, γνωρίζουμε ότι αναφερόμαστε σε μη κανονικές συνθήκες. Με την Ελλάδα, ουσιαστικά, να χρεωκοπεί, τις επιχειρήσεις να κλείνουν η μία μετά την άλλη, τη χώρα μας να κινδυνεύει να βρεθεί εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και τελικά να οδηγείται στον εφιάλτη των capital controls, είναι λογικό οι τιμές βασικών αναγκών όπως η στέγη, η τροφή, η ένδυση κτλ να έχουν μειωθεί, χωρίς αυτό να αποτελεί στην πραγματικότητα καλή είδηση, αλλά, μάλλον, παραδοχή των μεγάλων δυσκολιών που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι πολίτες.

Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί να μη σημειωθεί ότι σήμερα ένας εργαζόμενος, σε πολλές περιπτώσεις, αντιμετωπίζει τις ίδιες, ή και περισσότερες, δυσκολίες, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες του, παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού. Έτσι, από την 1η Απριλίου, όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό λαμβάνουν 830 ευρώ τον μήνα, μεικτά, ενώ το «καθαρό» ποσό στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς ανέρχεται στα 705,96 ευρώ, από την 1η Απριλίου. Υπενθυμίζεται ότι ο μεικτός κατώτατος μισθός το 2019 ήταν 650 ευρώ, άρα, ουσιαστικά, μιλάμε για άνοδο της τάξης του 27%.

Πληθωρισμός και άνοδος τιμών «εξαφανίζει» τις αυξήσεις

Παρά το γεγονός ότι η χώρα μας αποτελεί μέρος της Ευρωζώνης και χρησιμοποιεί ως νόμισμα το ευρώ και όχι την -πληθωριστική όπως την χαρακτήριζαν- δραχμή, επί της ουσίας οι αυξήσεις αυτές στον κατώτατο μισθό έχουν πέσει «θύματα» του πληθωρισμού και της ανόδου των τιμών και δεν έχουν περάσει στις τσέπες των εργαζομένων σε καμία περίπτωση. Δε θα ήταν άλλωστε υπερβολή να πούμε ότι ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε ακριβώς ως ένα μέτρο αντιμετώπισης των προβλημάτων που αναφέρουμε, οπότε εκ προοιμίου ήταν γνωστό ότι αποτελεί μία «αμυντική» κίνηση και όχι μία βελτίωση των οικονομικών των εργαζομένων.

Στην Ελλάδα λοιπόν βιώνουμε το εξής παράδοξο. Ενώ η χώρα έχει εξέλθει ουσιαστικά από την οικονομική κρίση, ανακτώντας την διεθνή αξιοπιστία της, και μαζί με αυτό την επενδυτική βαθμίδα, και ταυτόχρονα η ανεργία μειώνεται και οι τράπεζες έχουν επιστρέψει στον ιδιωτικό τομέα με την αποχώρηση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, πολλοί πολίτες έχουν μείνει εγκλωβισμένοι σε μία διαρκή κρίση. Σύμφωνα με τα στοιχεία, 560.000 εργαζόμενοι λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό, ενώ μισθό μεταξύ 901-1.000 ευρώ λαμβάνουν 329.847 εργαζόμενοι. Αν σε αυτούς υπολογιστούν και οι 284.134 οι οποίοι αμείβονται με κάτω από 500 ευρώ, καθώς απασχολούνται με μερική η εκ περιτροπής απασχόληση, μιλάμε για έναν αριθμό 1,174 εκατ. εργαζομένων οι οποίοι είτε εργάζονται αποκλειστικά για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, είτε δε μπορούν καν αυτό.

Πώς βασικές ανάγκες και αγαθά μετατρέπονται σε… είδη πολυτελείας

Ανεξαρτήτως λοιπόν των οικονομικών δεικτών και των αριθμών, που σίγουρα παρουσιάζουν ένα μέρος της αλήθειας άλλα όχι ολόκληρη την αλήθεια, η πραγματικότητα δείχνει ότι ένα τεράστιο μέρος εργαζομένων ανθρώπων, τους οποίους κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει για οκνηρία κτλ, έχουν αναγκαστεί να επιδίδονται στη μάχη για το αυτονόητο. Και μαζί με αυτούς, φυσικά, και άνθρωποι που μπορεί να λαμβάνουν καλύτερο μισθό αλλά έχουν και μεγαλύτερες υποχρεώσεις και βλέπουν να μην γίνονται μέρος της προόδου που σημειώνει η χώρα μας αλλά, ουσιαστικά, να μένουν πίσω.

Πώς γίνεται αυτό; Μα, φυσικά, από τις τεράστιες αυξήσεις σε αγαθά και υπηρεσίες που κανονικά θα έπρεπε να είναι αυτονόητες για κάθε άνθρωπο, πολύ περισσότερο για έναν εργαζόμενο. Ας δούμε αναλυτικά μερικές περιπτώσεις:

Στέγη: Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, την τελευταία πενταετία, οι αυξήσεις στα ενοίκια έχουν αγγίξει μέχρι και το 52%, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να σημειώνονται στις φοιτητικές κατοικίες, μετατρέποντας ολόκληρες περιοχές σε «απαγορευμένες ζώνες» για τους μόνιμους κατοίκους, που καλούνται να πληρώσουν για σπίτια 30 τ.μ. σε μέτρια κατάσταση μέχρι και 400 ευρώ.

Σούπερ Μάρκετ: Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, και ενώ ήταν «κοινό μυστικό» ότι ήδη οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ για μεγάλο διάστημα απορροφούσαν οι ίδιες τις αυξήσεις στα προϊόντα τους, εξαιτίας της πανδημίας, οι τιμές έχουν «εκτοξευτεί». Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο παρατηρείται και σε άλλες χώρες, δεν παύει όμως να υπάρχει η μισθολογική διαφορά που χωρίζει την Ελλάδα με άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Σε κάθε περίπτωση, έστω και εξαιτίας συγκυριών, φτάσαμε στο σημείο το ελαιόλαδο στα σούπερ μάρκετ, σε πολλές περιπτώσεις, να φυλάσσεται μαζί με τα οινοπνευματώδη ποτά σε μη προσβάσιμο χώρο για τους πελάτες, υπό τον φόβο κλοπής. Όσο κι αν μιλάμε για ειδικές συνθήκες στο συγκεκριμένο προϊόν, σίγουρα αποτυπώνει μία πραγματικότητα που μόνο κολακευτική δεν είναι. Σε πολλά προϊόντα οι τιμές έχουν σχεδόν διπλασιαστεί, ενώ τα επίσημα στοιχεία που κάνουν λόγο για μηνιαία έξοδα 329 ευρώ στο σούπερ μάρκετ για το μέσο ελληνικό νοικοκυριό, κρίνονται ως υπερβολικά αισιόδοξα.

Ψύξη-θέρμανση: Ήδη από την εποχή της κρίσης, το να βάλει μία πολυκατοικία πετρέλαιο είχε μετατραπεί σε… επίδειξη πλούτου. Ως εκ τούτου, οι περισσότεροι επέλεγαν να ζεσταθούν (ή να δροσιστούν, τα καλοκαίρια) μέσω κλιματιστικών. Μία συνήθεια που αναγκάστηκαν να την αλλάξουν μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και την αύξηση στις τιμές φυσικού αερίου, που καθορίζουν και τις τιμές στο χρηματιστήριο ενέργειας. Και μπορεί το κράτος να προσέφερε επιδότηση, δεν παύουν όμως να υπάρχουν αμέτρητες περιπτώσεις ανθρώπων που αναγκάστηκαν να δώσουν ένα πολύ μεγάλο μέρος του μισθού τους για να πληρώσουν τον λογαριασμό ρεύματος. Μάλιστα, μετά από ένα διάστημα βελτίωσης, το φετινό καλοκαίρι υπήρξε νέα μεγάλη άνοδος στις τιμές. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Ιούνιο, το εύρος των αυξήσεων ήταν από 11,66% μέχρι και 64,87%, σε σχέση με τον Μάιο.

Βενζίνη: Άλλη μία μεγάλη… πολυτέλεια τα τελευταία χρόνια είναι το να βάλει κάποιος βενζίνη στο όχημά του. Στην Ελλάδα τα καύσιμα επιβαρύνονται με τον λεγόμενο Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης.  Υπολογίζεται σε σταθερό ποσό ανά 1.000 λίτρα και από το 2017, έχει διαμορφωθεί στα 700 ευρώ ανά κυβικό μέτρο ή στα 0,7 ευρώ/λίτρο για τη βενζίνη, στα 410 € για το πετρέλαιο κίνησης και στα 430 € για το υγραέριο κίνησης. Επίσης, στα καύσιμα υπάρχουν και κάποια ακόμη τέλη, όπως το ανταποδοτικό τέλος ΡΑΕ, η Εισφορά Ειδικού Λογαριασμού Πετρελαιοειδών, το Ειδικό τέλος Δικαιωμάτων Εκτέλεσης Τελωνειακών Εργασιών) καθώς και ο Φ.Π.Α. Σύμφωνα με όσα μας μεταφέρουν άνθρωποι του χώρου, στη χώρα μας το 1 ευρώ στην τιμή της βενζίνης καταλήγει σε φόρους, με την τιμή να «φλερτάρει» ή και να ξεπερνά σε πολλές περιπτώσεις τα 2 ευρώ το λίτρο.

Διακοπές: Ένας εργαζόμενος, φυσικά, έχει το δικαίωμα να ξεκουραστεί έστω λίγες ημέρες τον χρόνο. Σήμερα όμως στην Ελλάδα, ειδικά όταν μιλάμε για οικογένειες, κάτι τέτοιο αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις «όνειρο». Βενζίνη, διόδια και ακτοπλοϊκά εισιτήρια είναι στα «ύψη», το κόστος ενοικίασης δωματίων σε ένα ελληνικό νησί έχει ανέβει σημαντικά και όπως ανέδειξε πρόσφατα το THETOTALBUSINESS  με ρεπορτάζ του, για διακοπές λίγων ημερών απαιτούνται μισθοί μηνών. Ακόμα όμως κι αν κάποιος θέλει να πάει για μπάνιο στην Αθήνα, θα πρέπει να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη αν επιλέξει μια οργανωμένη παραλία, όπως σας παρουσίασε το THETOTALBUSINESS με άρθρο του.

Η ελληνική κοινωνία βλέπει βασικά αγαθά να μετατρέπονται σε είδη πολυτελείας

Ελληνική οικονομία: Πώς επηρεάζεται από τη συνεχιζόμενη άνοδο των επιτοκίων - Οικονομικός Ταχυδρόμος - ot.gr

Με λίγα λόγια, στη χώρα μας, βασικές ανάγκες όπως το να μείνει κάποιος σε ένα σπίτι, να πάει στο σούπερ μάρκετ, να έχει θέρμανση και ψύξη, βενζίνη στο αυτοκίνητο, και να κάνει, αν όχι διακοπές λίγων ημερών, έστω ένα μπάνιο στη θάλασσα, έχουν μετατραπεί σε πολυτέλειες που θα πρέπει να αισθάνονται πολύ τυχεροί όσοι τις «απολαμβάνουν». Σίγουρα πρόκειται για ένα πρόβλημα που απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες για την αντιμετώπισή του, οι οποίες όμως αποτελούν μονόδρομο αν θέλουμε να διατηρηθεί η κοινωνική ειρήνη. 

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.