Μακρινό παρελθόν αποτελεί μάλλον η λέξη «αποταμίευση» για τους περισσότερους Έλληνες. Κάποτε, αρκετοί – ίσως και οι περισσότεροι – ήταν αυτοί που σε κάθε μισθό υπολόγιζαν ένα, έστω πολύ μικρό μέρος, για να κρατήσουν «στην άκρη», είτε για κάποιον συγκεκριμένο, ακόμη και μακροπρόθεσμο στόχο και επένδυση, είτε απλώς για κάποια ώρα ανάγκης.
Εν έτει 2024, το «άθλημα» αυτό της αποταμίευσης γίνεται εξαιρετικά δύσκολο για τους περισσότερους, έως και άπιαστο όνειρο. Και αυτό γιατί εν μέσω κλίματος ακρίβειας που μαστίζει όλους τους τομείς του κόστους ζωής, πληθωριστικών πιέσεων και μισθών που παραμένουν για χρόνια στάσιμοι, τη στιγμή που όλα τα άλλα ακολουθούν την ανιούσα, τα έσοδα του νοικοκυριού έρχονται «ίσα – ίσα» για να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του και να διατηρήσει κάποιες βασικές δραστηριότητες αναψυχής. Σε χειρότερες περιπτώσεις, οι δραστηριότητες αυτές έχουν διακοπεί εντελώς, ενώ πολλοί είναι αυτοί που εργάζονται σε δύο δουλειές, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση που επικρατεί μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα και δεν παρουσιάζει κανένα σημάδι βελτίωσης, είναι πια μάταιο μάλλον να συζητάμε για αποταμίευση, η οποία βέβαια υπάρχει ακόμη, αλλά αποτελεί προνόμιο για λίγους.
Τι δείχνουν οι έρευνες
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα επίπεδα αποταμίευσης για το α΄ τρίµηνο του τρέχοντος έτους κινήθηκαν και πάλι σε καθοδική πορεία, και μάλιστα με υψηλό ποσοστό -8,1%. Επίσης, σύµφωνα µε τα ίδια στοιχεία, το διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών και των ΜΚΙΕΝ (Μη Κερδοσκοπικά Ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά), αυξήθηκε µόλις κατά 1,1% σε σύγκριση µε το αντίστοιχο τρίµηνο του 2022, από 34,74 δισ. ευρώ σε 35,13 δισ. ευρώ.
Το ποσοστό αποταµίευσης των νοικοκυριών και των ΜΚΙΕΝ, σύµφωνα µε την ΕΛΣΤΑΤ, ορίζεται ως η ακαθάριστη αποταµίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιµο εισόδηµα. Αυτό στην πραγματικότητα σημαίνει ότι οι Έλληνες ξοδεύουν στο τέλος κάθε μήνα περισσότερα χρήματα απ’ όσα έχουν λάβει, γεγονός που φυσικά δεν αφήνει περιθώρια αποταμίευσης. Ακόμη περισσότερο, πολλοί αντλούν πόρους από αποταμιεύσεις που είχαν κάνει τα προηγούμενα χρόνια, ή προχωρούν σε δανεισμό προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.
Ενδεικτικά είναι και τα στοιχεία πρόσφατης έρευνας του Found.ation για λογαριασμό της πλατφόρμας Financial Greeks, σύμφωνα με τα οποία μόλις το 47% των Ελλήνων εξοικονομεί μέρος του εισοδήματός του και αυστηρά, μόνο όταν πιστεύει ότι μπορεί. Αντιθέτως, από το σύνολο των ερωτηθέντων μόνο το 14% εξοικονομεί τακτικά τουλάχιστον 10% του εισοδήματός του, ενώ το 7% των Ελλήνων έχει ενεργές επενδύσεις ανεξαρτήτως εάν αποταμιεύει ή όχι.
Επίσης, τα ευρήματα της μελέτης «Η αποταμίευση στην Ελλάδα», που εκπονήθηκε από τους καθηγητές του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με τη Eurobank, δείχνουν ότι το 40% της συνολικής αποταμίευσης προέρχεται από το 1% των νοικοκυριών με τα υψηλότερα εισοδήματα, ενώ αρνητικά ποσοστά αποταμίευσης καταγράφονται για το 40% των νοικοκυριών του δείγματος.
Η μέση ετήσια αποταμίευση ανέρχεται στα 1.076 ευρώ, ενώ είναι αρνητική για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και παιδιά (-2159 ευρώ).
Η Ελλάδα έχει τελικά τη χαμηλότερη εθνική αποταμίευση ως ποσοστό του ΑΕΠ από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, καθώς και από όλες τις ανεπτυγμένες χώρες.
Επιπλέον, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών στην Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερο από τα αντίστοιχα της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας, καθώς επίσης και της Ευρωζώνης, ενώ οι γονικές παροχές, είναι πολύ πιο διαδεδομένες στην Ελλάδα, σε σχέση με τις άλλες χώρες, με αρνητικές συνέπειες στην αποταμίευση.
Τα επίπεδα αποταμίευσης για το α΄ τρίµηνο του τρέχοντος έτους κινήθηκαν και πάλι σε καθοδική πορεία, και μάλιστα με υψηλό ποσοστό -8,1%
Ποιες είναι οι βασικές αιτίες
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς γιατί δεν καταφέρνουμε να αποταμιεύουμε, αφού το κόστος ζωής είναι πολλαπλάσιο, σε σχέση με παλιότερα. Πιο συγκεκριμένα όμως, η έρευνα που αναφέραμε παραπάνω αναφέρει ως κύριες αιτίες της χαμηλής αποταμίευσης τις υψηλές συντάξεις που υπήρχαν μέχρι το 2010, το υψηλό κόστος στέγης, τις μεταβιβάσεις πλούτου και τις γονικές παροχές και τέλος τη φοροδιαφυγή που είναι πιο εκτεταμένη μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων.
Καθοριστικής σημασίας είναι και η τεράστια επιβάρυνση των νοικοκυριών με δαπάνες στέγασης σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την αποταμίευση, όπως και η αιμορραγία των νοικοκυριών για την κάλυψη δαπανών υγείας και εκπαίδευσης, τα οποία σε θεωρητικό επίπεδο προσφέρονται δωρεάν από το Δημόσιο.
Φυσικά η αδυναμία αποταμίευσης δεν είναι νέα συνθήκη, αλλά μία κατάσταση που έχει ξεκινήσει πάνω από 15 χρόνια πριν. Το σίγουρο είναι ότι όσο βλέπουμε αρνητικά ποσοστά αποταμίευσης, κρούεται ο κώδωνας του κινδύνου, αφού για να το πούμε με απλά λόγια, δεν θα μπορούμε για πάντα να «τρώμε από τα έτοιμα».
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.