Ελαιόλαδο, ένα προϊόν πρωταγωνιστής της ελληνικής γης και της εγχώριας παραγωγής, αλλά και επίκεντρο του ελληνικού τραπεζιού, που βρίσκει τη θέση του σε κάθε γεύμα της οικογένειας. Ένα προϊόν βαθιά συνδεδεμένο με την παράδοση, την ιστορία του τόπου, αλλά και την εμπορική πτυχή της, το οποίο έχει γίνει το τελευταίο διάστημα ο λεγόμενος «πράσινος χρυσός», με τις τιμές ανά λίτρο να έχουν εκτοξευθεί στα ύψη.
Παγκοσμίως, αλλά τα τελευταία και στη χώρα μας, στο προσκήνιο έχει έρθει η έννοια του ελαιοτουρισμού, ο οποίος, σαν ένας άλλος «οινοτουρισμός», αξιοποιεί το πολύτιμο προϊόν της Ελλάδας για πιο διευρυμένους εμπορικούς σκοπούς που έχουν να κάνουν με τον τουρισμό. Περιλαμβάνει δραστηριότητες όπως η επίσκεψη σε ελαιοτριβεία, η γευσιγνωσία ελαιολάδου, η συμμετοχή στη συγκομιδή ελιών και η εκπαίδευση σχετικά με την παραγωγή και την ιστορία του ελαιολάδου.
Γευσιγνωσίες και περιηγήσεις έχουν μπει εδώ και καιρό στη λίστα με τα ενδιαφέροντα για δραστηριότητες των τουριστών της Μεσογείου, μεταξύ άλλων και στη χώρα μας. Οι διάφοροι προορισμοί γνωρίζουν βέβαια ιδιαίτερη άνοδο, όσον αφορά αυτό το κομμάτι, το οποίο συνδυάζει αρμονικά και με έναν δυνατό τρόπο, την τοπική γαστρονομία με τον αγροτουρισμό. Έτσι, ο ελαιοτουρισμός απευθύνεται σε ένα ακόμη μεγαλύτερο κοινό, είτε αυτό αγαπά τη γευσιγνωσία και τις τοπικές γεύσεις και προϊόντα, είτε την «αγροτική» πλευρά του, που έχει να κάνει περισσότερο με την περιήγηση στους πλούσιους ελαιώνες και την παραγωγή του ελαιολάδου.
Με μία ιστορία που χρονολογείται ήδη από το 3500 π.Χ., η Ελλάδα θα μπορούσε άνετα να φιγουράρει πρώτη στη λίστα των χωρών, όσον αφορά την ανάπτυξη του ελαιοτουρισμού. Όμως τελικά, μέχρι στιγμής, – αν και εξακολουθεί να βρίσκεται ψηλά – έρχεται τρίτη στην κατάταξη, αφού πάνω από αυτή βρίσκουμε τις μεσογειακές Ισπανία και Ιταλία.
Οι πρωταθλήτριες του ελαιοτουρισμού
Συγκεκριμένα, η Ισπανία κατέχει την πρώτη θέση για την παραγωγή ελαιολάδου με 5.965.080 μετρικούς τόνους, ενώ η Ιταλία διατηρεί την επίσης ισχυρή δεύτερη θέση 2.194.110. Σειρά έχει η Ελλάδα, με 1.228.130 μετρικούς τόνους. Τέταρτη έρχεται η Τουρκία, με 1.525.000 τόνους, ενώ αρκετά πιο κάτω σε ποσότητα αλλά αμέσως μετά στη λίστα, βρίσκεται η Αλβανία, με παραγωγή 98.313 μετρικούς τόνους.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στην «πρωταθλήτρια» Ισπανία, ο ελαιοτουρισμός έχει αναδειχθεί σε βασική εμπειρία για τους επισκέπτες, ένα «αξιοθέατο» που πρέπει κανείς να επισκεφθεί. Από την άλλη, η Ιταλία παράγει, εκτός από ποσότητα, σημαντική ποικιλία τύπων ελιάς, καθώς κάθε περιοχή παράγει ελαιόλαδο με μοναδικές γεύσεις που επηρεάζονται από τις τοπικές συνθήκες. Μία ποικιλομορφία που δημιουργεί πρόσφορο έδαφος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για επισκέψεις και εξερεύνηση από τις τουριστικές ροές.
Αξίζει να σημειώσουμε και έναν νέο παίκτη στην κατάταξη, ο οποίος κερδίζει σημαντική μερίδα και θέση στην κατάταξη, και πρόκειται για το αυστραλιανό λάδι, που κερδίζει κυρίως λόγω της καινοτομίας και της προώθησής του. Συγκεκριμένα, η Αυστραλία κατατάσσεται στη 10η θέση, όμως μετρά τις τέταρτες περισσότερες γευσιγνωσίες ελαιολάδου και ελαιώνες που εκτείνονται σε 1.000.000 εκτάρια.
Με μία ιστορία που χρονολογείται ήδη από το 3500 π.Χ., η Ελλάδα θα μπορούσε άνετα να φιγουράρει πρώτη στη λίστα των χωρών, όσον αφορά την ανάπτυξη του ελαιοτουρισμού
Οι προοπτικές για την Ελλάδα και ένα πολύτιμο προϊόν που δεν αξιοποιείται όπως θα μπορούσε
Τα ελαιόδεντρα στην Ελλάδα καλύπτουν έκταση περίπου 7,5 εκατ. στρεμμάτων, εκ των οποίων τα 600.000 είναι βιολογικά.
Η τεράστια ιστορία της ελαιοκαλλιέργειας που ξεπερνά κάθε «φαβορί» – όπως η Ισπανία – , η ποιότητα του λαδιού και η δύναμή του στην αγορά, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν ώστε να αποτελέσει ακόμη περισσότερο hotspot ελαιοτουρισμού.
Θα πρέπει να γίνουν περισσότερα βήματα ώστε να χρησιμοποιήσουμε το πολύτιμο προϊόν και όλο τον «πλούτο» που έχει πίσω του, από τα ελαιόδεντρα, μέχρι τη διαδικασία παραγωγής, ως μοχλό ανάπτυξης για την προβολή του σε όλο τον κόσμο και την άνοδο του τουρισμού που όμως έχει μία άλλη σκοπιά από αυτή που ξέρουμε σήμερα. Αυτή που ενδιαφέρεται πραγματικά για την ιστορία και τον πολιτισμό του τόπου, ακούει, μαθαίνει, ανακαλύπτει και εξερευνεί. Αυτή που συνδέεται με την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα και όχι απλώς το βραχυπρόθεσμο κέρδος από την εστίαση και τα τουριστικά καταλύματα. Μήπως λοιπόν να στραφούμε περισσότερο και σε άλλες μορφές τουρισμού; Ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι μπορούν να γίνουν οργανωμένες ελαιογνωσίες σε χώρους όπως εστιατόρια, ώστε να αναδειχθούν περιοχές που δεν παράγουν μεν ελαιόλαδο, αλλά το εντάσσουν στην τοπική κουζίνα τους. Οι λύσεις είναι πολλές, αρκεί να συνειδητοποιήσουμε τις προοπτικές του προϊόντος και της παράδοσής μας, να υπάρξουν συνεργασίες μεταξύ ιδιωτικών πρωτοβουλιών, αλλά και συντονισμός δημοσίων φορέων για την ενεργοποίηση σχετικών δράσεων, ευαισθητοποίηση και κινήσεις από ερευνητικά ιδρύματα, επιχειρηματίες του τουρισμού και άλλους φορείς.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.