21 Νοέ 2024
READING

Η ανωριμότητα του Έλληνα καταναλωτή

4 MIN READ

Η ανωριμότητα του Έλληνα καταναλωτή

Η ανωριμότητα του Έλληνα καταναλωτή

Η Ελλάδα έχει κερδίσει επάξια τον τίτλο της ως μία από τις πρωταθλήτριες στην ακρίβεια μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Οι τιμές σε τυποποιημένα προϊόντα στη χώρα μας παραμένουν κατά μέσο όρο περίπου 10% υψηλότερες σε σχέση με την Ευρωζώνη, και το σχεδόν ασφυκτικό κόστος ζωής αποτελεί πια επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου, με την αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών να έχει φτάσει σε τρομερά χαμηλά επίπεδα.

Μεγάλη πληγή βέβαια και μόνιμο θέμα συζήτησης στα διάφορα «πηγαδάκια» και σε καθημερινή βάση, είναι τα απλησίαστα πια προϊόντα, με τις τιμές στα ράφια για βασικά καταναλωτικά αγαθά να μην έχουν προηγούμενο και να φτάνουν τα όρια του παραλογισμού. Όλοι το βλέπουν και όλοι κλονίζονται από αυτό, βρίσκοντας «λύση» στη μείωση των δαπανών.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι καταναλωτές γίνονται πιο επιφυλακτικοί και επανεξετάζουν ακόμη περισσότερο τις αγορές τους και πού δαπανούν το –πολύτιμο- εισόδημά τους.

Στην Ελλάδα όμως οι καταναλωτές, ενώ παραπονιόμαστε διαρκώς, παθαίνουμε, αλλά δεν μαθαίνουμε, όπως φαίνεται. Οι Έλληνες καταναλωτές εμφανίζονται ιδιαίτερα ανώριμοι σε σχέση με τους ευρωπαίους, όσον αφορά στην καταναλωτική συνείδηση. Η κερδοσκοπία υπάρχει, η δυσαναλογία μεταξύ ποιότητας και τιμής επίσης, η ακρίβεια συνεχώς γιγαντώνεται, ίσως και η εκμετάλλευση του καταναλωτή, όμως τελικά αυτός δεν κάνει κάτι για να δώσει το μήνυμα στην εταιρία της οποίας γίνεται έρμαιο. Δεν αλλάζει εύκολα, δεν «τιμωρεί». Αντ’ αυτού, στον βωμό της ευκολίας και της συνήθειας, γυρνά ξανά στα ίδια, αγοράζει ακριβότερα και το ξέρει, όμως δεν γίνεται αυστηρός απέναντι στην εταιρία που παίρνει έτσι το εισόδημά του, παρέχοντας μία υπηρεσία ή προσφέροντας ένα προϊόν που δεν αξίζει τελικά τα χρήματά του.

Οι αθέμιτες πρακτικές και η κερδοσκοπία αυξήθηκαν στην Ελλάδα την περίοδο της οικονομικής κρίσης που κράτησε για πάνω από 10 χρόνια, και πήραν διαστάσεις σε συνδυασμό με πιο πρόσφατες κρίσεις, όπως η πανδημία και οι επιπτώσεις του πληθωρισμού.

Τα ανύπαρκτα καταναλωτικά κινήματα στην Ελλάδα

Η αλήθεια είναι πως στη χώρα μας η καταναλωτική συνείδηση είναι ελάχιστη έως και ανύπαρκτη. Στην Ελλάδα υπάρχει μία αμυδρή δράση από το 1970, αν και νομικό πλαίσιο για τα δικαιώματα των καταναλωτών εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1994.

Οι θεσμοί επίσης δεν υποστηρίζουν κανένα καταναλωτικό κίνημα ούτε λειτουργικά, ούτε οικονομικά, όπως συμβαίνει για παράδειγμα σε αρκετές χώρες του εξωτερικού ώστε αυτό να επιτελεί τον ρόλο του ως μια οργανωμένη κίνηση πολιτών και κυβέρνησης, με στόχο την ενίσχυση των δικαιωμάτων των καταναλωτών σε σχέση με τις επιχειρήσεις.

Οργανώσεις υπάρχουν, αλλά είναι κυρίως εθελοντικές και στηρίζονται στις συνδρομές των μελών τους για να διοργανώσουν καμπάνιες και να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των καταναλωτών. Την ίδια ώρα, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες προβλέπεται χρηματοδότηση της τάξης του 50%-90%, με στήριξη από τις κυβερνήσεις, αλλά και την τοπική αυτοδιοίκηση.

Πάντως, σύμφωνα με στοιχεία καταναλωτικών οργανώσεων στη χώρα μας, οι αθέμιτες πρακτικές και η κερδοσκοπία αυξήθηκαν στην Ελλάδα την περίοδο της οικονομικής κρίσης που κράτησε για πάνω από 10 χρόνια, και πήραν διαστάσεις σε συνδυασμό με πιο πρόσφατες κρίσεις, όπως η πανδημία και οι επιπτώσεις του πληθωρισμού.

Τι κάνουμε όμως γι’ αυτό; Μειώνουμε τα προϊόντα που προσθέτουμε στο καλάθι μας, συνεπώς ως έναν βαθμό και την ποιότητα ζωής μας. Τιμωρούμε τους εαυτούς μας και όχι ίσως αυτούς που θα έπρεπε. Διστάζουμε να συσπειρωθούμε και να λάβουμε δράση, κανονικοποιώντας από μόνοι μας μία κατάσταση δυσάρεστη και μη βιώσιμη.

Οι Ευρωπαίοι θέλουν διαφανείς εταιρίες που ενδιαφέρονται έμπρακτα για το περιβάλλον

Από την άλλη, σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι καταναλωτές ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τη διαφάνεια των εταιριών. Θέλουν να τους λένε την αλήθεια, να είναι ειλικρινείς και αξιόπιστες. Και τα τελευταία χρόνια, να ενδιαφέρονται – με έμπρακτό τρόπο, και όχι για λόγους καλής επικοινωνίας και διαφήμισης – για το περιβάλλον και το βιώσιμο μέλλον, αλλά και την υγεία και το wellbeing. Πρόσφατη μελέτη της McKinsey διαπίστωσε ότι το 70% των ευρωπαίων καταναλωτών είναι πρόθυμοι να πληρώσουν επιπλέον για να αγοράσουν βιώσιμα προϊόντα – ποσοστό που το 2020 ήταν στο 55%. Σύμφωνα με τη μελέτη επίσης οι καταναλωτές είναι πιο πιθανό να εμπιστεύονται διαφανείς εταιρίες σχετικά με τις πρακτικές ESG. Για παράδειγμα, το 83% των καταναλωτών λέει ότι είναι πιο πιθανό να αγοράσει από μια εταιρία που δημοσιεύει μια αναφορά βιωσιμότητας.

Οι ευρωπαίοι καταναλωτές ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για την εταιρική διαφάνεια και τον αλτρουισμό. Η οικοδόμηση εμπιστοσύνης στο brand είναι απαραίτητη για τους ευρωπαίους καταναλωτές, κάτι που εμείς οι Έλληνες μάλλον ξεχνάμε. 

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.