14 Νοέ 2024
READING

Το παράδοξο με την ανεργία και τις κενές θέσεις εργασίας

5 MIN READ

Το παράδοξο με την ανεργία και τις κενές θέσεις εργασίας

Το παράδοξο με την ανεργία και τις κενές θέσεις εργασίας

Απαισιόδοξα είναι τα δεδομένα, αλλά και οι προβλέψεις για την ανεργία στην Ελλάδα που αποτελεί πια, όπως φαίνεται, μια βαθιά ριζωμένη και παγιωμένη κατάσταση. Οι προβλέψεις αναφέρουν ότι η ανεργία στη χώρα μας θα παραμείνει στα επίπεδα του 10% για αρκετά ακόμα χρόνια, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου. 

Χαρακτηριστικό είναι ότι το πεντάμηνο (Ιανουάριος – Μάιος 2024), το μέσο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 11,0% του εργατικού δυναμικού, παρουσιάζοντας ελαφρά πτώση κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι. Κανείς δεν αμφισβητεί τη μείωση, αλλά κανείς δεν μπορεί και να παραβλέψει το γεγονός ότι αυτή είναι εξαιρετικά αργή, που τείνει να γίνει ανύπαρκτη, τα τελευταία χρόνια.

Και είναι αλήθεια πως, μετά την ακρίβεια, η ανεργία είναι ίσως το δεύτερο θέμα που απασχολεί περισσότερο τους Έλληνες, τη στιγμή που υπάρχει το παράδοξο των χιλιάδων κενών θέσεων εργασίας. Τι συμβαίνει λοιπόν;

Η ανεργία στην Ελλάδα έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο της σύγχρονης ιστορίας (27,5%) το 2013, την περίοδο που η χώρα βρισκόταν στη δοκιμασία των μνημονίων. Με τη σταδιακή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το ποσοστό της ανεργίας άρχισε να μειώνεται, ωστόσο εδώ και έναν χρόνο παραμένει επίμονα κοντά στο 10%, ενώ αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο 11%.

Κοινώς, η χώρα μας καταλαμβάνει την προτελευταία θέση στην ΕΕ στα ποσοστό απασχόλησης. Παράλληλα το 2023, κατέγραψε αρνητικά πανευρωπαϊκή πρωτιά στην ανεργία των νέων και των γυναικών, ενώ και η ποιότητα απασχόλησης παραμένει σε χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, εργάζονται έξι στους 10 ανθρώπους που είναι σε θέση να απασχοληθούν, δηλαδή ηλικίας 15-64 ετών, στην Ελλάδα.

Το ελληνικό παράδοξο με τις χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας

Ταυτόχρονα, υπάρχει τεράστιο χάσμα ανάμεσα σε προσφορά και ζήτηση εργασίας, με τις κενές θέσεις να είναι χιλιάδες σε όλους τους κλάδους, γεγονός που αποδεικνύει μία σημαντική παθογένεια που μαστίζει την αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια.

Οι περισσότεροι εργοδότες αυτή τη στιγμή διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι αδυνατούν να βρουν προσωπικό. Αυτή τη στιγμή από την αγορά εργασίας λείπουν πάνω από 150.000 εργαζόμενοι, συνολικά, με το φαινόμενο να απλώνεται σχεδόν σε όλους τους κλάδους. Τουρισμός, εστίαση, βιομηχανία και κατασκευές καταγράφουν ίσως τα πιο σημαντικά κενά στις θέσεις εργασίας, παρά το γεγονός πως υπήρξε εισροή ανθρώπινου δυναμικού από τρίτες χώρες που λειτούργησε ως ενίσχυση της απασχόλησης.

Η έλλειψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας

Παράλληλα, τη στιγμή που οι περισσότεροι εργοδότες κυνηγούν με το τουφέκι τους υποψήφιους εργαζομένους, πάνω από το 70% δεν έχουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας, παρά μόνο ατομικές, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, πράγμα που σημαίνει πως δεν υπάρχει δυνατότητα διεκδίκησης αυξήσεων των αποδοχών και βελτίωσης των συνθηκών εργασίας. Με βάση τα ίδια στοιχεία, από τους 2.400.000 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, μόνο οι 740.000 εργαζόμενοι έχουν υπογράψει συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε κλαδική, ομοιοεπαγγελματική και επιχειρησιακή, άρα βρισκόμαστε ακόμη αρκετά πίσω.

Αυτή τη στιγμή από την αγορά εργασίας λείπουν πάνω από 150.000 εργαζόμενοι, συνολικά, με το φαινόμενο να απλώνεται σχεδόν σε όλους τους κλάδους

Απογοητευμένοι από τις συνθήκες

Το ζήτημα δεν είναι μόνο η εύρεση εργασίας, στις μέρες μας, αλλά και η οικονομική και ψυχική ικανοποίηση από αυτή, με τους περισσότερους εργαζόμενους να βιώνουν εργασιακό άγχος και αβεβαιότητα για τις επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται.

Μια επιπλέον σημαντική πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική αγορά εργασίας είναι το χαμηλό επίπεδο της ποιότητας της απασχόλησης. Συγκεκριμένα, το 45% των εργαζομένων στην Ελλάδα δυσκολεύεται να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ. Μεγάλο αγκάθι είναι οι αυξημένες ώρες εργασίας, σε τέτοιο βαθμό που διαταράσσεται και η ισορροπία μεταξύ του εργασιακού και του ελεύθερου χρόνου τους, με τον δεύτερο να είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πρόσφατη έρευνα του Eurofound, το 34,4% των εργαζομένων στην Ελλάδα δήλωσε ότι το 2021 εργαζόταν συνήθως περισσότερες από 48 ώρες την εβδομάδα, με τις απολαβές σε αρκετές περιπτώσεις να μην αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας.

Μη εξειδίκευση ή γνώσεις που δεν μπορούν να αξιοποιηθούν

Παράλληλα, σε αρκετές περιπτώσεις έρχεται και η αναντιστοιχία των δεξιοτήτων του ανθρώπινου κεφαλαίου με τις απαιτούμενες από την αγορά εργασίας, που βάζει το δικό της «λιθαράκι» στο φαινόμενο της ανεργίας. Και αυτό ίσως έχει να κάνει με το γεγονός ότι παρά το ακαδημαϊκό επίπεδο των Ελλήνων είναι υψηλό, υπάρχει σημαντική έλλειψη δεσμών μεταξύ του ακαδημαϊκού και του παραγωγικού τομέα, με τις γνώσεις που έχουν αποκομίσει μέσα από έτη σπουδών πολλές φορές να μην βρίσκουν αντίκρισμα τελικά, στην πραγματική αγορά εργασίας. Εν τω μεταξύ, αρκετοί πτυχιούχοι έχουν την τάση να γυρίζουν την πλάτη σε κλάδους πιο ευκαιριακής απασχόλησης ή, όσοι έχουν τη δυνατότητα, φεύγουν στο εξωτερικό, αναζητώντας μία καλύτερη τύχη.

Την ίδια ώρα, οι εργοδότες μιλούν για έλλειψη ταλέντου και εξειδίκευσης. Οι κλάδοι στους οποίους αποτυπώνεται μεγαλύτερη έλλειψη ταλέντου στην Ελλάδα είναι οι υπηρεσίες επικοινωνίας και ο κλάδος της βιομηχανίας και κατασκευών, με το 89% των εργοδοτών να αναφέρουν δυσκολία στην εύρεση ταλέντων, σύμφωνα με έρευνα του ομίλου Manpower για το 2024.

Η ψυχολογική κόπωση

Ο τρόπος με τον οποίο έχει διαμορφωθεί η σύγχρονη αγορά εργασίας, τα αυξημένα ωράρια που καταγράφονται στην Ελλάδα και οι μισθοί που παραμένουν σε στάσιμα επίπεδα για περισσότερα από 10 χρόνια και έχουν μάλιστα υποστεί και μειώσεις – τo 2023 ο μέσος μεικτός μισθός έκλεισε στα 1.257 ευρώ, όταν το 2009 ανερχόταν στα 1.379 ευρώ -, σε συνδυασμό με τις γενικότερες συνθήκες εργασίας, έχουν δημιουργήσει χρόνια ψυχολογική κόπωση στους εργαζομένους που ψάχνουν για το καλύτερο, με αποτέλεσμα να μην δίνουν ευκαιρία εύκολα σε νέους εργασιακούς χώρους, απογοητευμένοι από το γενικότερο περιβάλλον. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η – ελάχιστη – μείωση της ανεργίας δεν θα έπρεπε να μας ενθαρρύνει, αλλά να μας «ταρακουνήσει», αφού τα ποσοστά μείωσης που ακολουθούν ρυθμούς «χελώνας», αντικατοπτρίζοντας μία προβληματική αγορά εργασίας, που ταλαιπωρεί τόσο εργαζομένους, όσο και εργοδότες, που δεν βρίσκουν ανθρώπους για να στελεχώσουν τις επιχειρήσεις τους. 

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.