Συγκεκριμένοι χειρισμοί και αστοχίες οδήγησαν τα τελευταία χρόνια σε σημαντικά κενά τον κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας στην Ελλάδα. Με αποκορύφωμα την πρόσφατη κατάρρευση της μεγαλύτερης εταιρείας στην αγορά, της Avramar, όπου συμμετέχουν μετοχικά η Amerra Capital Management και το κρατικό επενδυτικό ταμείο του Άμπου Ντάμπι, Mubadala. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι το ότι αυτή τη στιγμή η Avramar βαρύνεται με δάνεια ύψους άνω των 400 εκατομμυρίων ευρώ και ταυτόχρονα οφείλει σημαντικά ποσά προς τους προμηθευτές τους, τα οποία είναι επίσης αρκετών εκατομμυρίων ευρώ.
Η εταιρεία μπορεί να συνεχίζει κανονικά τη λειτουργία της αυτή την περίοδο, ωστόσο βαδίζει σε κρίσιμα μονοπάτια καθώς για παράδειγμα το προηγούμενο διάστημα χρειάστηκε να απορριφθούν σημαντικές ποσότητες ψαριών λόγω ασιτίας, ως αποτέλεσμα των δύσκολων οικονομικών καταστάσεων που βιώνει η επιχείρηση. Αυτή την ώρα πάντως η εταιρεία βρίσκεται σε φάση πώλησης, με τις δανείστριες τράπεζες να έχουν ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία, στην οποία συμμετείχαν στο αρχικό στάδιο έξι επιχειρήσεις – επενδυτές, ενώ μετά την αποχώρηση της εταιρείας Ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς από τη δεύτερη φάση, πλέον οι ενδιαφερόμενοι είναι πέντε.
Επιχειρηματίες με βραχυπρόθεσμο σχεδιασμό και χωρίς όραμα για τον κλάδο
Ωστόσο η Avramar αποτελεί την κορυφή το παγόβουνου. Καθώς προηγήθηκε η κατάρρευση άλλων μεγάλων εταιρειών όπως ο Νηρέας και η Σελόντα, από την συγχώνευση των οποίων προήλθε η Avramar καθώς και άλλων εταιρειών ιχθυοκαλλιέργειας παλαιότερα. Στους κύριους λόγους που εντοπίζουν άνθρωποι της αγοράς για τη σημερινή κατάσταση ενός επιχειρηματικού κλάδου που θα μπορούσε να αποτελεί εθνικό πρωταθλητή για την οικονομία, είναι μεταξύ άλλων ότι ασχολήθηκαν με αυτόν άνθρωποι και επιχειρηματίες που δεν είχαν σχέση με τον κλάδο και συχνά αναζητούσαν ευκαιριακές επιχειρηματικές τοποθετήσεις.
Η «χρυσή» εποχή του Χρηματιστηρίου
Επίσης η σειρά στρατηγικών εξαγορών που πραγματοποιήθηκαν στον κλάδο στα χρόνια της ‘φούσκας’ Χρηματιστηρίου Αθηνών χωρίς συγκεκριμένο σχεδιασμό και στόχευση από αρκετές εισηγμένες της εποχής κατά τη δεκαετία του 2000, ήταν ένας ακόμη λόγος που οδήγησε στη συνέχεια σε πολλά προβλήματα αρκετές εταιρείες που αφενός χρεώθηκαν για να εξαγοράσουν και να ενισχύσουν την αξία της μετοχής τους, αφετέρου στη συνέχεια δεν μπόρεσαν να σηκώσουν το βάρος των κινήσεων αυτών που πραγματοποίησαν.
Η αθρόα δανειοδότηση των εταιρειών ιχθυοκαλλιέργειας από τις τράπεζες
Αρκετοί άνθρωποι της αγοράς όμως στέκονται και στο γεγονός ότι το τραπεζικό σύστημα χορήγησε αθρόα μεγάλα ποσά σε δάνεια προς εταιρείες του κλάδου, τα οποία στη συνέχεια δεν μπόρεσαν να αποπληρώσουν. Πολύ χαρακτηριστικό μάλιστα παράδειγμα αποτελεί στην περίπτωση της Avramar, ότι τα δάνεια των 400 εκατομμυρίων ευρώ που σήμερα κουβαλάει η εταιρεία, δεν δημιουργήθηκαν σήμερα. Αντιθέτως αποτελούν «προηγούμενο» από τις εταιρείες που απορρόφησε η επιχείρηση, τον Νηρέα και τη Σελόντα, τα οποία μεταφέρθηκαν άνευ «κουρέματος» στους νέους επενδυτές Amerra και Mudabala, όταν αυτές τις εξαγόρασαν και στη συνέχεια δημιουργήθηκε η Avramar.
Η Αvramar Ιχθυοκαλλιέργειες (πρώην Σελόντα Ιχθυοκαλλιέργειες Α.Ε.) ιδρύθηκε το 1981 σαν Ιχθυοτροφεία ΣΕΛΟΝΤΑ ΕΠΕ και ξεκίνησε την παραγωγική της δραστηριότητα στον ομώνυμο Όρμο ΣΕΛΟΝΤΑ στην Κορινθία. Για την ιστορία, η εταιρεία έλαβε την σημερινή της μορφή το 1990 από την συγχώνευση των εταιριών «Ιχθυοτροφεία ΣΕΛΟΝΤΑ Ε.Π.Ε.» και «ΣΕΛΟΝΤΑ Ιχθυοτροφική Ε.Π.Ε.». Μετά και την συγχώνευση με την Νηρεύς Ιχθυοκαλλιέργειας, θα μπορούσε να αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό στον κόσμο σε λαυράκι και τσιπούρα στον κόσμο με μονάδες τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ισπανία. Η Avramar δραστηριοποιείται στην αναπαραγωγή, εκτροφή και εμπορία μεσογειακών ειδών ιχθυοκαλλιέργειας (κυρίως τσιπούρα, λαβράκι, φαγκρί, κρανιό, μυτάκι) μέσω μίας πλήρως καθετοποιημένης παραγωγικής διαδικασίας, η οποία θα μπορούσε να την καταστήσει κυρίαρχο της παγκόσμιας αγοράς στα μεσογειακά είδη ψαριών. Κάτι που εκ του αποτελέσματος δεν φαίνεται να συνέβη.
Τα εμπόδια στη χωροθέτηση οργανωμένων ζωνών ιχθυοκαλλιέργειας
Kύριο πρόβλημα όμως για τον κλάδο αποτελεί και η ελλιπής – πλημμελής χωροθέτηση ΠΟΑΥ, των οργανωμένων δηλαδή ζωνών ιχθυοκαλλιέργειας. Και έτσι, παρά τη σειρά προκλήσεων για τον κλάδο των ιχθυοκαλλιεργειών, από την αύξηση του κόστους παραγωγής και τον τουρκικό ανταγωνισμό μέχρι τα προβλήματα ρευστότητας στον μεγάλο παίκτη, την Avramar, επιχειρήθηκε η οργάνωση του κλάδου από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο νέου σχεδίου νόμου, ωστόσο τοπικοί φορείς, περιβαλλοντικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις επιδιώκουν να έχουν λόγο στην επέκταση μονάδων εντός Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών, παρεμποδίζοντας την έγκρισή τους με πολλούς τρόπους κατά καιρούς.
Έτσι, η επέκταση και η οργάνωση του σημαντικού αυτού κλάδου της ελληνικής οικονομίας κολλάει σε συλλόγους, περιβαλλοντικές οργανώσεις, στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης και πολίτες που θέτουν προαπαιτούμενα, όπως η υποχρεωτική χαρτογράφηση των λιβαδιών Ποσειδωνίας, ο σεβασμός σε προστατευόμενες περιοχές, ο έλεγχος προδιαγραφών, όπως η απόσταση από τις ακτές και τον βυθό, και ζητούν μεταξύ άλλων να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιοκτήτες των χερσαίων εκτάσεων όπου σχεδιάζεται ανάπτυξη υποστηρικτικών εγκαταστάσεων για τις ΠΟΑΥ και να είναι δεσμευτική η γνώμη του εκάστοτε δημοτικού συμβουλίου του οικείου δήμου στην τελική απόφαση για την ίδρυση, επέκταση ή μετεγκατάσταση μονάδων εντός ΠΟΑΥ.
Eπιπλέον όμως, καθοριστικός φαίνεται ότι είναι και ο ρόλος από τη διαχείριση μεγάλων εταιρειών από ακατάλληλα σε πολλές των περιπτώσεων στελέχη που το μοναδικό τους ενδιαφέρον ήταν να αποκομίσουν υψηλό όφελος με ελάχιστη προσφορά στα πεπραγμένα του κλάδου.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.