Άρρηκτα συνδεδεμένα με το ελληνικό καλοκαίρι, τα εγχώρια αποστάγματα ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο, διαγράφοντας ένα διαχρονικό success story που εξυμνεί – για μία ακόμη φορά – τα ελληνικά προϊόντα στο εξωτερικό. «Πρωταθλητής» στις καρδιές των ξένων, είναι όπως φαίνεται η Κρητική τσικουδιά και το τσίπουρο. Ειδικότερα, πρόσφατα τέσσερα ελληνικά ποτά βρέθηκαν στα 79 καλύτερα του κόσμου, σύμφωνα με τον γαστρονομικό οδηγό Τaste Atlasμε τα τρία να βρίσκονται μάλιστα στη «χρυσή» 50άδα και την κρητική τσικουδιά να κατακτά τη 12η θέση, το τσίπουρο στην 21η και το Μεταξά την 46η θέση. Τέλος, στην 54η θέση βρέθηκε το ούζο.
Γενικώς, τα τελευταία χρόνια, οι εξαγωγικές πωλήσεις των ελληνικών αποσταγμάτων ακολουθούν ανοδική πορεία, ενώ μάλιστα το 2023 έσπασαν το φράγμα των 100 εκατ. ευρώ, καθώς αυξήθηκαν κατά 9,41%, στα 106,09 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το 2022.
Το τσίπουρο όμως, συγκεκριμένα, ταυτισμένο πια με κάθε ηλικιακή κατηγορία – με τη δημοφιλία στους νέους να ανεβαίνει όλο και περισσότερο -, ένα απόσταγμα που καταναλώνεται κάθε εποχή του χρόνου και, εν αντιθέσει με το ούζο, δεν είναι συνδεδεμένο αποκλειστικά με το φαγητό δίπλα στη θάλασσα, αλλά απολαμβάνεται σε βουνά, πλατείες, παραλίες, ακόμη και στο σπίτι, αποτελεί ιεροτελεστία των συναντήσεων με την παρέα. Κάπως έτσι, ξεκινά και η πετυχημένη πορεία του που το κάνει περιζήτητο και στο εξωτερικό, αντικατοπτρίζοντας μία σημαντική πτυχή της ελληνικής φιλοξενίας.
Για να δούμε όμως την επιτυχία και σε αριθμούς, το 2022 η εσωτερική αγορά σημείωσε αύξηση +17,4%, σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ. Ο ρυθμός συνεχίστηκε και το 2023, όπως και το τρέχον έτος.
Χαρακτηριστικό είναι ότι τη δεκαετία 2013-2022, το τσίπουρο παρουσίασε μία εξαιρετικά εντυπωσιακή αύξηση όγκων στο +86%, με το μερίδιό του να φθάνει το 26,44% στη συνολική εγχώρια διάθεση των ελληνικών αλκοολούχων ποτών.
Επίσης, η επικράτηση του τσίπουρου στη «μάχη» με το ούζο, αποδεικνύεται και από αριθμούς, καθώς αν δούμε τα αποτελέσματα σε βάθος χρόνου, από τη μία το 2009 οι πωλήσεις ούζου ήταν 1.618 χιλ. 9λιτρα κιβώτια, ενώ αντίστοιχα στο τσίπουρο ήταν 346 χιλ. 9λιτρα κιβώτια, ενώ, ακόμη περισσότερο το 2022 οι ποσότητες ούζου που πωλήθηκαν υποχώρησαν στα 799 χιλ. 9λιτρα κιβώτια, ενώ αντίθετα το τσίπουρο σκαρφάλωσε στα 500 χιλ. 9λιτρα κιβώτια.
Και αυτό αν σκεφτεί κανείς ότι η ανταγωνιστικότητα του τσίπουρου, όπως και άλλων αποσταγμάτων πλήττεται από την αναχρονιστική ελληνική νομοθεσία, η οποία έρχεται από το μακρινό παρελθόν και συγκεκριμένα ένα Βασιλικό Διάταγμα του 1917, το οποίο έχει να κάνει με την παλαίωση των προϊόντων και εμποδίζει τους παραγωγούς να προχωρούν σε ελέγχους της ποιότητας των προϊόντων. Όπως ορίζει μεταξύ άλλων, όταν μια ποτοποιία διαθέτει απόσταγμα και προχωρά σε παλαίωση, πρέπει να προηγηθεί αίτηση για έλεγχο από χημικό, να ζυγιστεί το περιεχόμενο και εν συνεχεία να σφραγιστεί το βαρέλι, με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι παραγωγοί να το ελέγξουν μέχρι να περάσουν 3 έως 5 χρόνια, ώστε να κληθεί ξανά ο χημικός και ενώπιον του να ανοιχτεί και να ζυγιστεί εκ νέου το προϊόν.
Παράλληλα, μεγάλο πονοκέφαλο αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί όσον αφορά και την υψηλή φορολογία, και τον ΕΦΚ να είναι ιδιαίτερα υψηλός όχι μόνο σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε αλλά και σε σχέση με γειτονικές χώρες που αποτελούν ανταγωνιστές της Ελλάδας στον τουρισμό.
Οι μεγάλοι παίκτες
Οικογενειακές παραδόσεις που πέρασαν από γενιά σε γενιά, αποτελούν τα θεμέλια της διάδοσης του τσίπουρου εντός και εκτός συνόρων. Όπως συμβαίνει και με πολλά διαφορετικά τοπικά προϊόντα και ελληνικές βιομηχανίες, και στην ιστορία των θρυλικών τσίπουρων εμπλέκονται ανθρώπινες ιστορίες.
Ίσως η πρώτη που μας έρχεται στο μυαλό, είναι αυτή της οικογένειας Τσιλιλή. Το 1989, ιδρύθηκε η ατομική επιχείρηση Κωνσταντίνος Τσιλιλής, με έδρα τη Ράξα Τρικάλων και κύρια δραστηριότητα την παραγωγή και εμφιάλωση τσίπουρου, ενώ το 1990 κυκλοφόρησε στην αγορά το τσίπουρο Τσιλιλή, το πρώτο που εμφιαλώνεται στη Θεσσαλία. Ωστόσο, χρόνια νωρίτερα γράφτηκαν τα πρώτα κεφάλαια της ιστορίας, όταν αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Ευθύμιος Τσιλιλής, ως επίτροπος της εκκλησίας του χωριού, ήταν υπεύθυνος για τον κοινοτικό άμβυκα απόσταξης ενώ παράλληλα, αποκάλυψε τα μυστικά του τσίπουρου στους συγχωριανούς του, με την οικογένεια τις επόμενες δεκαετίες να καλλιεργεί το δικό της αμπέλι και να παράγει τσίπουρο, όπως έκαναν παραδοσιακά οι κάτοικοι του χωριού. Σήμερα, ο τζίρος της Κ. Τσιλιλής Α.Ε. έχει σπάσει το «φράγμα» των 10 εκατ. ευρώ.
Η εταιρία βρίσκεται πίσω και από το τσίπουρο «Αγιονέρι», ένα παλαιωμένο τσίπουρο που αποστάζεται στην αμπελουργική ζώνη της περιοχής των Μετεώρων και, πριν την εμφιαλωση του, παλαιώνει για τουλάχιστον 12 μήνες σε δρύινα βαρέλια.
Χωρίς γλυκάνισο για τους μερακλήδες ή αρωματισμένο με γλυκάνισο και βότανα από τα βουνά του Πηλίου, παράγεται και το τσίπουρο της οικογένειας Αποστολάκη, η οποία έχει μπει στην παραγωγή από το 2000.
Τη δεκαετία 2013-2022, το τσίπουρο παρουσίασε μία εξαιρετικά εντυπωσιακή αύξηση όγκων στο +86%
Με πολύ βαθιά ιστορία, έρχεται ωστόσο το τσίπουρο Μπαμπατζίμ, που ξεκινά ήδη από το μακρινό 1875, όταν οι αδελφοί Μπαμπατζιμόπουλοι ίδρυσαν στην Κωνσταντινούπολη την εταιρία. Το 1922, με τον ξεριζωμό του Ελληνισμού, ξεριζώθηκε βίαια και η επιχείρηση, αν και η τέχνη παρέμεινε αναλλοίωτη, για να εγκατασταθεί το 1980 οινοποιείο – εμφιαλωτήριο στην Αγχίαλο Μακεδονίας, καταφύγιο προσφύγων της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος ήταν στην ουσία εκείνος που πρώτος εμφιάλωσε το τσίπουρο, καθοδηγώντας ουσιαστικά τη χώρα στα πρώτα της πατήματα για τη δημιουργία και τη νομική κατοχύρωση των αποσταγμάτων της. Το τσίπουρο Μπαμπατζίμ συνεχίζει το ταξίδι του, μέσα από τον Χρήστο Μπαμπατζιμόπουλο, μοναδικό διάδοχο του Ανέστη, που συνεχίζει την οικογενειακή παράδοση.
Ακόμη, στον χώρο δραστηριοποιείται η Ποτοποιία Πλωμαρίου Ισίδωρος Αρβανίτης, με το μονοποικιλιακό τσίπουρο και γνωστό, «Δεκαράκι», με νέα μονάδα να αναπτύσσεται μάλιστα στο Δάμασι Τυρνάβου, μία επένδυση ύψους 6,2 εκατ. ευρώ, με σκοπό τις εξαγωγές των προϊόντων.
Βέβαια, το κτήμα Κώστα Λαζαρίδη ήταν ο πρώτος παραγωγός της ευρύτερης περιοχής που πίστεψε στο εμφιαλωμένο τσίπουρο, αφού ήδη από το 1992, σε μια εποχή που βασίλευε το χύμα και οι ερασιτεχνικές αποστάξεις, παρουσίασε το Ηδωνικό, με και χωρίς γλυκάνισο.
Στο παλαιωμένο τσίπουρο, ο Θάνος Καραθάνος προχωρά σε σπάνιες, ειδικές εμφιαλώσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Púro Single Barrel, που είναι το πρώτο ελληνικό παλαιωμένο απόσταγμα από ένα μοναδικό βαρέλι και το πρώτο ελληνικό cask strength (με αλκοόλ 50,4%).
Τέλος, το μονοποικιλιακό τσίπουρο από Μαύρο Μοσχάτο Τυρνάβου (Μοσχάτο Αμβούργου), χωρίς γλυκάνισο, «Μαύρο Ρόδο», έρχεται από την Ποτοποιία Χίου Στουπάκη και αποτελεί ένα ακόμη δυνατό «χαρτί» της αγοράς.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.