Το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 2,2% το 2023, με τον κρατικό προϋπολογισμό της κυβέρνησης να βασίζεται στην παραδοχή για ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 2,9% το 2024. Παράλληλα, το 2022 καταγράφηκε επίσης ισχυρή ανάκαμψη, ενώ η ανοδική πορεία καταγράφηκε κυρίως τη μεταπανδημική περίοδο, με τη χώρα να καταγράφει τις καλύτερες πρόσφατες επιδόσεις στην ευρωζώνη. Όσον αφορά στο χρέος, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat πρόσφατα έδειξε ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 10,8 ποσοστιαίες μονάδες στο 162% το 2023.
Οι Έλληνες πολίτες ακούν όλο και περισσότερο στην καθημερινότητά τους το αφήγημα της οικονομικής ανάκαμψης, του αυξημένου ρυθμού των επενδύσεων, των υψηλών ταχυτήτων της ανάπτυξης, τη στιγμή που αισθάνονται ότι μάλλον ζουν σε κάποιο… παράλληλο σύμπαν. Οι εξελίξεις δεν είναι αμφισβητήσιμες και αποδεικνύονται από τους αριθμούς, όμως αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει και η αντίπερα «όχθη» και ένα μεγάλο παράδοξο.
Και σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του, η Ελλάδα – παρά την ανάκαμψη της οικονομίας – είναι πλέον η φτωχότερη χώρα της Ευρωζώνης και η δεύτερη φτωχότερη στην Ε.Ε. μετά τη Βουλγαρία, ενώ η τάση δείχνει ότι και η τελευταία σύντομα θα την ξεπεράσει. Και αυτό οφείλεται σε ένα σύνολο παραγόντων, βάσει των οποίων τελικά, η πλειονότητα των Ελλήνων εργαζομένων δεν επωφελείται από την οικονομική ανάπτυξη. Μέχρι το 2009, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ βρισκόταν σε επίπεδα παρόμοια με του μέσου όρου της ΕΕ. Την ίδια ώρα, 10 χώρες της Ευρώπης πραγματοποιούν σημαντικά βήματα προς την άνοδο, αφήνοντας χιλιόμετρα πίσω την Ελλάδα.
Παράλληλα, η ελληνική οικονομία είναι σήμερα περίπου 19% μικρότερη από ό,τι το 2007, λόγω ενός συνόλου παραγόντων – συνεπειών, με βασική «πηγή του κακού» τον απόηχο της οικονομικής κρίσης που άφησε ισχυρά κατάλοιπα που ακολούθησαν για χρόνια.
Σύμφωνα με ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, κατά την περίοδο 2019-2023 παρουσιάστηκε μείωση κατά 8,3% του πραγματικού εισοδήματος των Ελλήνων. Όπως επισημαίνει μάλιστα η έκθεση, η Ελλάδα όχι απλώς δεν συγκλίνει με την Ευρωπαϊκή Ένωση σε όρους κοινωνικής βιωσιμότητας, αλλά αποκλίνει ταχύτατα και από τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες και από τις περιφερειακές χώρες, που αναπτύχθηκαν την ίδια περίοδο ραγδαία. Και όλα αυτά, παρά τα σημάδια βελτίωσης που παρουσιάστηκαν το 2023. Ένταξη στην αγορά εργασίας, ποιότητα απασχόλησης, αμοιβές, προστασία και θεσμική ενδυνάμωση είναι μερικά από τα βασικότερα πλήγματα για τους εργαζομένους στη χώρα, που τους κατατάσσουν και σε αυτή τη θέση, σε σχέση με τους υπόλοιπους της ΕΕ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το 2023 το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα, αν και αυξημένο έναντι του 2022, διαμορφώθηκε στο 61,8%, επίδοση που κατατάσσει τη χώρα μας στην προτελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών.
Μεγάλος εχθρός συνεχίζει να είναι και η ανεργία, με τη χώρα μας να φιγουράρει και πάλι στις πιο «δυσμενείς» θέσεις. Συγκεκριμένα, το 2023 διαμορφώθηκε στο 11,1%, που αποτελεί το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Υψηλά είναι τα επίπεδα και για τους νέους, με το ποσοστό των ανέργων ηλικίας 15-29 ετών πέρυσι να ανέρχεται στο 21,8%, ενώ μεγάλη είναι και η απόκλιση μεταξύ της παραγωγικότητας των εργαζομένων και του πραγματικού μισθού, του εισοδήματος που μπαίνει τελικά στην… τσέπη τους.
Ενώ ο βραχνάς της ακρίβειας καλά κρατεί, με ενέργεια, κόστος στέγασης, καθημερινές δαπάνες όπως τα απαραίτητα προϊόντα στα ράφια των σούπερ μάρκετ να καταγράφουν συνεχώς ράλι αυξήσεων, οι πραγματικοί μισθοί μειώνονταν σταθερά μέχρι το 2022, έχοντας συρρικνωθεί κατά 30% από τα προ της οικονομικής κρίσης επίπεδά τους. Ταυτόχρονα, παρά τις διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού, η αγοραστική δύναμη των μισθών έχει υποστεί καθίζηση, και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα που φτάνει την 15ετία.
Από την άλλη πλευρά, την κατάσταση δυσχεραίνει η πληγή του μη μισθολογικού κόστους που πλήττει τόσο το εισόδημα του εργαζομένου, όσο και του εργοδότη. Η επιβάρυνση για τον εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα είναι από το 2023 σε ποσοστό 13,87%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη ήταν 11,8% και στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) 9,5%. Στην ουσία βέβαια, τις κρατήσεις τις επωμίζεται ο εργοδότης, ο οποίος επιβαρύνεται και με το 22,29% των εργοδοτικών εισφορών. Το σύνολο των εισφορών για τους μισθωτούς (για εργοδότη και εργαζόμενο) ανέρχεται σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΦΚΑ, στο 36,16% και επίσης θεωρείται από τα τέσσερα μεγαλύτερα ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Ανασταλτικός παράγοντας της αγοραστικής δύναμης και καθοριστικός για τη διαμόρφωση των καταναλωτικών συνθηκών είναι και ο πληθωρισμός, ο οποίος ανά μήνα καταγράφει διάφορα σκαμπανεβάσματα, όμως κυρίως στα τρόφιμα, παραμένει σε γενικές γραμμές σε υψηλά επίπεδα. Αποτέλεσμα, να οδηγεί τους καταναλωτές στο να αναζητούν φθηνότερα προϊόντα και ιδιαίτερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, προσφορές, εκπτώσεις αλλά κυρίως, να προσθέτουν τελικά λιγότερα στο καλάθι τους.
Σύμφωνα με ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, κατά την περίοδο 2019-2023 παρουσιάστηκε μείωση κατά 8,3% του πραγματικού εισοδήματος των Ελλήνων
Κατασκευές και τουρισμός οι μόνοι μοχλοί ανάπτυξης;
Πρέπει να αναφέρουμε ότι, παρότι σαφώς αποτελούν τους βασικότερους πυλώνες της ελληνικής οικονομίας, το βάρος της ανάπτυξης συγκεντρώνεται και πάλι αυστηρά σε δύο κλάδους, που δεν είναι άλλοι από τον τουρισμό και περισσότερο το τελευταίο διάστημα, την οικοδομική δραστηριότητα που γνωρίζει άνθηση, ως φυσικό επακόλουθο της αυξημένης ζήτησης για επιπλέον τουριστικές υποδομές, αλλά και τις μεγάλης έλλειψης που καταγράφεται στην αγορά διαθέσιμων ακινήτων. Όμως μία οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά και διαχρονικά σε δύο μόνο κλάδους, ώστε η θετική πορεία να αντέξει στον χρόνο. Επίσης, ακόμη και ο κατασκευαστικός κλάδος, δεν τρέχει στις ίδιες ταχύτητες όπως πριν την κρίση, καθώς, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη των Financial Times, οι επενδύσεις σε κατοικίες, που αντιπροσώπευαν πάνω από το 10% του ΑΕΠ στο απόγειο της φούσκας του 2008, έχουν κάνει βουτιά στο 2% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης.
Εν τω μεταξύ, θα πρέπει να μας απασχολούν και οι μακροπρόθεσμοι παράγοντες, με κάποιους να κάνουν ήδη αισθητή την παρουσία τους και κάποιους να γιγαντώνονται και να «ντύνουν» με ένα ακόμη πιο σκοτεινό «πέπλο» την οικονομική ανάκαμψη. Αυτοί δεν είναι άλλοι από την κλιματική κρίση, η οποία απλώνει τις συνέπειές της μεταξύ άλλων και τη βασικότερη πηγή της, τον τουρισμό, με τα περισσότερα hotspots του τουρισμού να απειλούνται από ισχυρούς κλιματικούς κινδύνους.
Τι χρειάζεται; Μάλλον ένα συντονισμένο και ξεκάθαρο στρατηγικό σχέδιο που ίσως θα ενισχύει περισσότερους κλάδους, όπως ο τεράστιας σημασίας κλάδος της ενέργειας, αλλά και η αύξηση της παραγωγής της χώρας σε κάθε τομέα, ώστε η οικονομική ανάπτυξη να μπορέσει να είναι απτή τελικά και πραγματική και για την καθημερινότητα του Έλληνα πολίτη.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.