Φέτα ΠΟΠ. Ένα προϊόν που έχει χαρακτηριστεί ως ο ελληνικός λευκός «χρυσός» και είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που αναζητά η συντριπτική πλειοψηφία των τουριστών όταν επισκέπτεται τη χώρα μας στα ελληνικά εστιατόρια. Μαζί με άλλα εκλεκτά προϊόντα του τόπου, όπως για παράδειγμα τα ελαιόλαδα από διάφορα σημεία της Ελλάδας, το Κρητικό παξιμάδι, κλπ. συγκαταλέγεται στα προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης, παρά τα «πυρά» που έχει δεχθεί από παντού.
Η φέτα συγκεκριμένα, κατοχυρώθηκε οριστικά ως προϊόν ΠΟΠ το 2002, έπειτα από περιπέτειες και προσφυγές κυρίως από τη Δανία και τη Γαλλία. Για πρώτη φορά βέβαια, θεσπίστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση ο κατάλογος με τη λίστα προϊόντων για προστασία τοπικής προέλευσης και τέθηκε σε ισχύ το 1996, με τη φέτα να βρίσκεται βέβαια στη λίστα.
Παράλληλα, οι απομιμήσεις «έδιναν και έπαιρναν», όπως γίνεται και σήμερα. Μία φέτα για να είναι ΠΟΠ, πρέπει να πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις, τόσον όσον αφορά την προέλευση, όσο και τον τρόπο παραγωγής της, ώστε να διαφοροποιηθεί από το «λευκό τυρί» που βλέπουμε συχνά στα ράφια των σούπερ μάρκετ και καταναλώνουμε ως φέτα.
Στις πιο πρόσφατες εξελίξεις, έρχεται η υπόθεση της Χιλής, με την Ελλάδα να κερδίζει μία ακόμη μάχη για την υπεράσπιση της εκλεκτής φέτας
Φέτα παράγεται ίσως σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, όμως υπάρχουν περιοχές που φημίζονται για την παραγωγή της, όπως για παράδειγμα τα Καλάβρυτα, η κεντρική και βόρεια Θεσσαλία (κυρίως Τύρναβος και Ελασσόνα), και η Ήπειρος.
Και βέβαια, πρόκειται για ένα προϊόν με τεράστια εξαγωγική δύναμη, που φαίνεται να κινείται διαχρονικά με αμείωτο ρυθμό.
Οι απομιμήσεις που δεν τα κατάφεραν
Στις πιο πρόσφατες εξελίξεις, έρχεται η υπόθεση της Χιλής, με την Ελλάδα να κερδίζει μία ακόμη μάχη για την υπεράσπιση της εκλεκτής φέτας. Συγκεκριμένα, ναυάγησαν τα σχέδια της οικειοποίησης της ονομασίας της ελληνικής φέτας, από παραγωγούς γαλακτοκομικών προϊόντων της Χιλής, οι οποίοι είχαν μάλιστα την υποστήριξη ξένων εταιριών. Είχε προηγηθεί μάλιστα αντίστοιχη υπόθεση της Σιγκαπούρης, η οποία επίσης έπεσε τελικά στο κενό μετά από απορριπτικές αποφάσεις, με διάφορες χώρες του κόσμου να «σφάζονται στην ποδιά» του αγαπημένου ελληνικού προϊόντος. Η φέτα γενικώς αντιμετωπίζει ισχυρό αθέμιτο ανταγωνισμό από πληθώρα λευκών τυριών, που χρησιμοποιούν καταχρηστικά την ονομασία «φέτα».
Αυτή τη φορά, ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας της Χιλής έκανε δεκτή την ένσταση και την επιχειρηματολογία του ΣΕΒΓΑΠ (Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων) κατά του trademark που είχε τον όρο «feta» το οποίο είχε υποβάλει η Κοινοπραξία για Κοινές Oνομασίες της Αμερικής (CCFN).
«Υπάρχουν πολλές εταιρίες στις ΗΠΑ που παράγουν και εξάγουν τυρί τύπου φέτας, χρησιμοποιώντας αγελαδινό γάλα, σε αρκετές χώρες του κόσμου. Στόχος τους είναι να είναι ελεύθερες να χρησιμοποιούν την επωνυμία φέτα, όπως κάνουν και στην αμερικάνικη αγορά», έχει τονίσει ο πρόεδρος του ΣΕΒΓΑΠ, Χρήστος Αποστολόπουλος.
Θραύση στο εξωτερικό
Από τη στιγμή που η φέτα κατοχυρώθηκε ως ΠΟΠ προϊόν, οι εξαγωγές φτάνουν το 65% της παραγωγής, η οποία υπολογίζεται περίπου σε 135 χιλιάδες τόνους ετησίως, για το ελληνικό προϊόν που φτάνει στα πέρατα του κόσμου. Οι κύριες αγορές είναι η Γερμανία, η Βρετανία, η Ιταλία, οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΒΓΑΠ. Το 2023 η αξία των ελληνικών εξαγωγών ενισχύθηκε κατά 21% στα 736 εκατ. ευρώ σε σχέση με τα 605 εκατ. ευρώ το 2022, αριθμοί που δείχνουν ότι παρά τις πληθωριστικές πιέσεις και τις αυξήσεις, η ελληνική φέτα που αύξησε τη μέση τιμή της από 6,97 ευρώ το κιλό σε 8,41 ευρώ το κιλό, κατάφερε να διατηρήσει την δυναμική του όγκου της σε 87.400 τόνους έναντι 86.800 το 2022.
Ανάμεσα στους μεγάλους παίκτες που δραστηριοποιούνται χρόνια στην παραγωγή της φέτας βρίσκεται βέβαια η ΟΠΤΙΜΑ Α.Ε. της οικογένειας Παντελιάδη, που είναι πίσω από τη γνωστή φέτα «Ήπειρος», που εξάγει περίπου σε 30 χώρες, η βορειοελλαδίτικη ΜΕΒΓΑΛ, με τη μεγαλύτερη αγορά της να βρίσκεται στην Αμερική, η Greek Family Farm που είναι 100% εξαγωγική και «στέλνει» τη φέτα κυρίως στην Ευρώπη, αλλά και σε Αμερική Αυστραλία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Ισραήλ, η Έξαρχος Α.Ε. της Ελασσόνας, η οποία φτάνει σε εξαγωγές περίπου το 70% σε Ευρώπη και Αμερική, ο όμιλος Ελληνικά Γαλακτοκομεία, με ίσως το μεγαλύτερο μερίδιο εξαγωγών σε ετήσια βάση, η γαλακτοβιομηχανία Όμηρος με το 100% της παραγωγής να αφορά εξαγωγές, ενώ ακόμη στις βασικές επιχειρήσεις εξαγωγής φέτας συγκαταλέγονται η γαλακτοβιομηχανία Ηπείρου Καράλης, η Κολιός, η Δωδώνη και η Χώτος ΑΒΕΕ, με δίκτυο συνεργατών σε Ελλάδα και Ευρώπη και άλλες επιχειρήσεις.
Η φέτα όπως φαίνεται θα είναι ένα προϊόν που θα βρίσκεται πάντα ψηλά στη λίστα των καταναλωτών, αφού ακόμη και αν χάνει έδαφος στην ελληνική αγορά, λόγω αυξήσεων στις τιμές, συνεχίζει να καταναλώνεται σε πολλές χώρες, με τη ζήτηση που αφορά τις εξαγωγές να χτυπά συνεχώς κόκκινο. Ως εκ τούτου, πάντα θα υπάρχουν αυτοί οι «επιτήδειοι» που θα αποπειραθούν να πάρουν το όνομά της, με παράγοντες της αγοράς να κρούουν τον κώδωνα στους καταναλωτές, κυρίως του εξωτερικού, ώστε να κατανοήσουν ότι φέτα και λευκό τυρί (το οποίο είναι εμφανώς οικονομικότερο από τη φέτα) αποτελούν δύο διαφορετικά προϊόντα, με το εκλεκτό τυρί της Ελλάδας να είναι τελικά αναντικατάστατο, ενώ ωστόσο ο αγώνας συνεχίζεται, ώστε η φέτα να είναι πάντα «θωρακισμένη».
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.