15 Νοέ 2024
READING

Η βαθιά πληγή του μη μισθολογικού κόστους και των χαμηλών απολαβών

4 MIN READ

Η βαθιά πληγή του μη μισθολογικού κόστους και των χαμηλών απολαβών

Η βαθιά πληγή του μη μισθολογικού κόστους και των χαμηλών απολαβών

Πληθωρισμός, ακρίβεια, μειωμένο εισόδημα και υψηλό κόστος ζωής. Ίσως περισσότερο από ποτέ, οι έννοιες αυτές έχουν μονοπωλήσει το επίκεντρο της επικαιρότητας, αλλά και τη δημόσια συζήτηση, ακόμη και τις φιλικές κουβέντες. Το «νοικοκυριό» βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε μία από τις πιο δυσχερείς καταστάσεις που έχει βρεθεί ποτέ, ενώ ίσως ο πιο ανησυχητικός παράγοντας είναι το γεγονός ότι δεν εντοπίζονται σημάδια βελτίωσης, αντίθετα, οι συνθήκες παγιώνονται, χωρίς να φαίνεται το πολυπόθητο «φως στο τούνελ».

Η κοινή γνώμη διαμαρτύρεται – και δίκαια – για τις συνεχείς ανατιμήσεις που είναι εις βάρος της, τις ραγδαίες αυξήσεις σε βασικά αγαθά, με τα προϊόντα στα ράφια των σούπερ μάρκετ να πρωταγωνιστούν στο πεδίο βολής, τους φουσκωμένους λογαριασμούς ενέργειας, το βαρύτατο κόστος στέγασης. Όλα αυτά είναι πραγματικότητα, όμως στο προσκήνιο έρχεται σταδιακά και ένας άλλος παράγοντας, που αποτελεί ίσως τη ρίζα του προβλήματος. Ο λόγος για το γεγονός ότι θα πρέπει ίσως να επικεντρωθούμε περισσότερο στο τι λαμβάνουμε τελικά και όχι στο τι πρέπει να ξοδέψουμε. Συνεπώς, ίσως το βαθύτερο πρόβλημα να μην είναι το υψηλό κόστος ζωής – μόνο – αλλά και το γεγονός ότι οι μισθοί που παραμένουν χαμηλοί, τη στιγμή που το μη μισθολογικό κόστος αποτελεί σημαντικό βάρος στις «πλάτες» των επιχειρήσεων.

Στο τραπέζι υπάρχει εδώ και χρόνια η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και επομένως η ελάφρυνση των εργοδοτών, όμως μέχρι στιγμής η κατάσταση δεν παρουσιάζεται βελτιωμένη

Το ασήκωτο βάρος του μη μισθολογικού κόστους που πλήττει εργοδότη αλλά και εργαζόμενο

Οι επιχειρήσεις καλούνται να σηκώσουν καθημερινά ένα αβάσταχτο φορτίο, ενώ αντίστοιχα, το κόστος αυτό στερεί σημαντικό μέρος του εσόδου στο οποίο θα μπορούσε να φτάνει ο εργαζόμενος. Με λίγα λόγια, το σύνολο των κρατήσεων που οφείλει να πληρώσει ο εργοδότης για τον εργαζόμενο που απασχολεί, δηλαδή το συνολικό ποσό που του κοστίζει, ανεξάρτητα από τις καθαρές απολαβές του υπαλλήλου, αποτελεί καθημερινό «πονοκέφαλο» για τους εργοδότες.

Από την άλλη, το οικονομικό βάρος που σηκώνουν οι επιχειρήσεις, με λειτουργικά έξοδα που έχουν εκτοξευθεί (από ενέργεια και φορολογία, μέχρι πρώτες ύλες και γραφειοκρατικές διαδικασίες), δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, όσο και την ενίσχυση των επιχειρήσεων, ώστε να δημιουργούν τελικά υπεραξία. Τέτοιου είδους μέτρα, μαζί με την ταυτόχρονη ενίσχυση των εισοδημάτων των εργαζομένων, αποτελούν τον συνδυασμό που είναι επιτακτικής ανάγκης. Παράλληλα, μέσω της ελάφρυνσης των επιχειρήσεων από αυτό το βάρος, οι ιθύνοντες θα μπορέσουν να φέρουν στη συζήτηση τη μεγαλύτερη γενναιοδωρία, όσον αφορά στις απολαβές του ανθρώπινου δυναμικού.

Η επιβάρυνση για τον εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα είναι από το 2023 σε ποσοστό 13,87%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη ήταν 11,8% και στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) 9,5%. Από το ποσοστό των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι, το 9,67% αφορά τη συνταξιοδότηση, με 6,67% στην κύρια και 3% στην επικουρική, ενώ το υπόλοιπο 4,2% προορίζεται για την περίθαλψη (2,55%), την ανεργία (1,2%), την Εργατική Εστία (0,35%) και τις κοινωνικές πολιτικές (0,10%). Στην ουσία βέβαια, τις κρατήσεις τις επωμίζεται ο εργοδότης, ο οποίος επιβαρύνεται και με το 22,29% των εργοδοτικών εισφορών. Το σύνολο των εισφορών για τους μισθωτούς (για εργοδότη και εργαζόμενο) ανέρχεται σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΦΚΑ, στο 36,16% και επίσης θεωρείται από τα τέσσερα μεγαλύτερα ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Στο τραπέζι υπάρχει εδώ και χρόνια η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και επομένως η ελάφρυνση των εργοδοτών, όμως μέχρι στιγμής η κατάσταση δεν παρουσιάζεται βελτιωμένη. Ταυτόχρονα,  σύσσωμος επιχειρηματικός κόσμος εξακολουθεί να αποζητά σε κάθε ευκαιρία, μέτρα τέτοιου είδους, κρούοντας στον κρατικό μηχανισμό των κώδωνα του κινδύνου.

«Ο εξορθολογισμός του μη μισθολογικού κόστους με περαιτέρω μείωση του κατά μια μονάδα αποτελεί δέσμευσή μας» τόνισε πρόσφατα η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Δόμνα Μιχαηλίδου, ενώ να θυμίσουμε ότι η ΝΔ ήδη από το προεκλογικό της πρόγραμμα είχε εξαγγείλει μείωσή του κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες. Όπως ανέφερε επίσης η κ. Μιχαηλίδου, στόχος είναι οι μισθοί να γίνουν πιο ελκυστικοί για τους εργαζομένους, κάτι βέβαια που, σε γενικές γραμμές, απέχει από την πραγματικότητα.

Οι μισθοί που έχουν κολλήσει

Παράλληλα, οι ελληνικοί μισθοί παραμένουν σε στάσιμα επίπεδα για περισσότερα από 10 χρόνια και έχουν μάλιστα υποστεί και μειώσεις. Συγκεκριμένα, τo 2023 ο μέσος μεικτός μισθός έκλεισε στα 1.257 ευρώ, όταν το 2009 ανερχόταν στα 1.379 ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι απέχει ακόμη 122 ευρώ.

Από την άλλη, η άνοδος του κατώτατου μισθού, ρίχνοντας μία απλή ματιά στην αγορά, δεν αποτελεί επαρκές μέτρο. Σύμφωνα με την εισήγηση του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη στο Υπουργικό Συμβούλιο, από την 1η Απριλίου ο κατώτατος μισθός ανήλθε στα 830 ευρώ, που συνεπάγεται αύξηση +50 ευρώ μηνιαίως, όμως σε καθαρό εισόδημα οι αυξήσεις, τουλάχιστον με βάση το παρόν κόστος ζωής, αποδεικνύονται ανεπαρκείς. 

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.