15 Νοέ 2024
READING

Η αύξηση των επιτοκίων των δανείων είναι ο “ελέφαντας στο δωμάτιο”

6 MIN READ

Η αύξηση των επιτοκίων των δανείων είναι ο “ελέφαντας στο δωμάτιο”

Η αύξηση των επιτοκίων των δανείων είναι ο “ελέφαντας στο δωμάτιο”

Την πόρτα της εξόδου προς ενδιαφερόμενους πελάτες – υποψήφιους αγοραστές ακινήτων και επιχειρήσεων φαίνεται πως δείχνουν τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες, με τους δείκτες των επιτοκίων αναφορικά με τα στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια να έχουν ξεφύγει.

Αυτή η κατάσταση βέβαια έρχεται ως συνέχεια ενός γενικότερου κλίματος αβεβαιότητας και φόβου των Ελλήνων απέναντι στα δάνεια, τα οποία, αφενός οι τράπεζες χορηγούν σε πολύ μικρότερο βαθμό σε σχέση με το παρελθόν, αφετέρου οι πολίτες αποφεύγουν, λόγω του χαμηλού εισοδήματος και του επιβαρυμένου κόστους ζωής.

Ενδεικτικά, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, ενώ το 2008 το μέγεθος της αγοράς οικιστικών ακινήτων έφτασε στα 22 δισ. ευρώ, με τον δανεισμό από τράπεζες για αυτόν τον σκοπό και κυρίως από ιδιώτες, να φτάνει στο 80%, το 2023, το ποσό αυτό έπεσε κάτω από τα 9 δισ. ευρώ, γεγονός που δείχνει μία τάση αποστασιοποίησης του κοινού από τα δάνεια για την αγορά κατοικίας.

«Ψυχρολουσία» για όσους έχουν δανειακές υποχρεώσεις

Οι υψηλοί δείκτες των επιτοκίων επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό όσους επιβαρύνονται μέσα στα χρόνια με δανειακές υποχρεώσεις, οι οποίες, λόγω των αυξήσεων στα επιτόκια, εκτοξεύουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό, ενώ πολύ περισσότερο, οι δανειολήπτες κυμαινόμενων επιτοκίων, κυριολεκτικά «δεν ξέρουν τι θα τους ξημερώσει», βλέποντας πλέον σταθερά διπλούς δείκτες. Με άλλα λόγια, από την εποχή των μηδενικών επιτοκίων, τα χορηγούμενα δάνεια πέρασαν στα διπλά, για να φτάσουμε ακόμη και στο σημερινό 4,40%. Τα ποσοστά αυτά μεταφράζονται σε εκτίναξη του προϋπολογισμού και «τρομακτική» αύξηση του οικονομικού βάρους του μέσου ελληνικού νοικοκυριού, το οποίο μάλιστα αγωνία για την επόμενη «ψυχρολουσία» που είναι πολύ πιθανό να έρθει, λόγω της αύξησης των επιτοκίων που μοιάζει να έχει παγιωθεί. Το φαινόμενο ξεκίνησε να φαίνεται ιδιαίτερα με την αύξηση του πληθωρισμού, με τα διπλά ποσοστά να αποτελούν πλέον σταθερή κατάσταση.

Ταυτόχρονα, μέσα σε εκατομμύρια υφιστάμενα δάνεια που χορηγούνται, οι 2 ή 3 μονάδες των αυξήσεων, μεταφράζονται σε υπέρογκα χρηματικά ποσά.

Παράλληλα, πρέπει να αναφέρουμε ότι εκτός από τα επιτόκια, οι τράπεζες αποθαρρύνουν τους υποψήφιους δανειολήπτες και με την αυστηροποίηση των όρων χρηματοδότησης. Συγκεκριμένα, χρηματοδοτούν το 70% της αξίας του ακινήτου, ενώ το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων αντιστοιχεί μόλις στο 25% του εισοδήματος του δανειολήπτη. Φαίνεται λοιπόν πως τράπεζες και κράτος είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί όσον αφορά στον δανεισμό που έχει να κάνει με τη στέγαση και το επιχειρείν.

Eπίσης, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική στροφή των δανειοληπτών προς τα σταθερά επιτόκια, σε μία προσπάθεια να αποφύγουν τις δυσάρεστες εκπλήξεις, αναφορικά με τις αυξήσεις των επιτοκίων. Ενδεικτικά, στην Τράπεζα Πειραιώς, το 2021, ο ένας στους δύο δανειολήπτες στεγαστικού, πήρε δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου, με τελικό επιτόκιο κάτω του 2,2%. Από την άλλη, με βάση τα όσα παρείχε η Eurobank το 2022, το σταθερό επιτόκιο ξεκινούσε από 2,70% και ήταν υπό διαμόρφωση, ανάλογα με το ποσό του δανείου, την αξία εξασφάλισης και τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται.

Από την εποχή των μηδενικών επιτοκίων, τα χορηγούμενα δάνεια πέρασαν στα διπλά, για να φτάσουμε ακόμη και στο σημερινό 4,40%.

Όλο και «σκαρφαλώνουν» τα επιτόκια για στέγαση και επιχειρήσεις

Τα στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια άρχισαν να ανεβαίνουν από μήνα σε μήνα ιδιαίτερα από το 2022, με τη χώρα μας να διατηρεί σταθερά τις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη με το υψηλότερο κόστος δανεισμού για τα νοικοκυριά που επιθυμούν να αποκτήσουν το δικό σπίτι.

Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος, τον Ιανουάριο του 2022, αναφορικά με τα νέα δάνεια, το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο βρέθηκε στο 2,36%. Ακόμη πιο δύσκολα ήταν τα πράγματα όσον αφορά στα επιχειρηματικά δάνεια, με το μέσο επιτόκιο δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια να είναι στο 3,92%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των επαγγελματικών δανείων στο εξαιρετικά υψηλό ποσοστό του 6,57%. Το μέσο επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο τον Ιανουάριο του 2022 διαμορφώθηκε στο 2,79%.

Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινήθηκαν και τα υφιστάμενα δάνεια. Την ίδια περίοδο, το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των 5 ετών ήταν στο 1,90%, ωστόσο το μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων, καθώς και το αντίστοιχο επιτόκιο των επαγγελματικών δανείων, ήταν στο 3,03% και 4,22% αντίστοιχα.

Έκτοτε, καταγράφεται ένα ράλι που δεν έχει προηγούμενο, καθώς έναν χρόνο μετά, τον Δεκέμβριο του 2023 και με βάση τα ίδια στοιχεία της Τράπεζας Της Ελλάδος, το μέσο επιτόκιο των νέων στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο σκαρφάλωσε στο 5,08%, δεδομένης και της διατήρησης του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα, που επηρεάζουν κυρίως τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο.

Το μέσο επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών δανείων χωρίς συγκεκριμένη διάρκεια βρέθηκε την ίδια περίοδο στο 6,87%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των νέων επαγγελματικών δανείων ανέβηκε ακόμη παραπάνω, στο 7,80%. Το μέσο επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο τον Δεκέμβριο του 2023 διαμορφώθηκε στο 5,78%. Τη ροή της ανόδου ακολούθησαν και τα υφιστάμενα δάνεια της ίδια χρονιάς, με το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών με διάρκεια άνω των 5 ετών να βρίσκεται στο 4,41%. Το μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων με διάρκεια άνω των 5 ετών διαμορφώθηκε στο 6,27%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των επαγγελματικών δανείων 7,10%.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που έχει δημοσιεύσει η ΤτΕ, τα οποία αφορούν τον Μάρτιο του 2024, το μέσο επιτόκιο των νέων στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο εμφάνισε μικρή μείωση, σε σχέση με το διάστημα που εξετάζαμε νωρίτερα για το 2023 και διαμορφώθηκε στο 5,01%, αν και εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Το μέσο επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών δανείων χωρίς συγκεκριμένη διάρκεια βρέθηκε στο 6,74%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των επαγγελματικών δανείων διαμορφώθηκε στο 7,69%.  Το μέσο επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο κατέγραψε ποσοστό της τάξεως του 6,22%.

Όσον αφορά στα υφιστάμενα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των 5 ετών το μέσο επιτόκιο βρέθηκε τον Μάρτιο του 2024 στο 4,40%, ενώ αναφορικά με τα επιχειρηματικά δάνεια με διάρκεια άνω των 5 ετών διαμορφώθηκε στο 6,26%. Τέλος, το αντίστοιχο επιτόκιο των επαγγελματικών δανείων κατέγραψε ποσοστό 6,93%, σημειώνοντας ελάχιστη διαφορά σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2023, ενώ συνεχίζει να παραμένει στα ύψη, όπως όλες οι τιμές.

Σε γενικές γραμμές, η – διαχρονική, όπως φαίνεται – αύξηση των επιτοκίων, που απλώνεται σε πολλά διαφορετικά είδη και μορφές δανεισμού για διάφορους σκοπούς, αφενός εκτοξεύει τον προϋπολογισμό του ελληνικού νοικοκυριού, το οποίο ζει υπό τον φόβο περαιτέρω αυξήσεων και με το άγχος του χρέους, αφετέρου αποτρέπει σε μεγάλο βαθμό τη χορήγηση νέων δανείων, με το κλίμα αβεβαιότητας και φόβου προς αυτά να εντείνεται ολοένα και περισσότερο. Παράλληλα, έρχονται να προστεθούν ως «βάρος» στις υποχρεώσεις της μέσης οικογένειας που καλείται να ανταπεξέλθει σε ένα γενικότερο κλίμα αστάθειας και ακρίβειας, αλλά και να ξεχρεώσει τυχόν οικονομικές εκκρεμότητες προς τις τράπεζες.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.