Μία χρονιά ρεκόρ αποδείχτηκε το 2023 για τον ελληνικό τουρισμό, ο οποίος κατέγραψε τις υψηλότερες επιδόσεις του σε επίπεδο εισπράξεων αλλά και αφίξεων τουριστών, όπως προκύπτει από τα αναλυτικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας.
Συγκεκριμένα, οι εισπράξεις ανήλθαν σε 20,459 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 15,7% σε σχέση με το 2022, ενώ ξεπέρασαν και με χαρακτηριστική ευκολία τα 18,178 δισ. ευρώ του 2019, χρονιά κατά την οποία σημειώθηκε το προηγούμενο αντίστοιχο ρεκόρ. Την χώρα μας συνολικά επισκέφτηκαν πάνω από 32,7 εκατομμύρια ξένοι τουρίστες, νούμερο κατά 17,6% μεγαλύτερο σε σχέση με το 2022 και κατά 1,4 εκατ. περισσότεροι σε σχέση με το 2019.
Ακόμα, αύξηση κατά 2.783,4 εκατ. ευρώ (15,7%) παρουσίασαν οι ταξιδιωτικές εισπράξεις, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 20.459,5 εκατ. ευρώ, ενώ αύξηση κατά 520,5 εκατ. ευρώ (27,0%) παρατηρήθηκε και στις ταξιδιωτικές πληρωμές, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 2.445,1 εκατ. ευρώ.
Οι επιδόσεις αυτές δε θεωρούνται ένα μεμονωμένο επίτευγμα αλλά σηματοδοτούν την δυναμική επιστροφή του ελληνικού τουρισμού μετά την πανδημία, ενώ και το 2024 έχει ξεκινήσει με εξαιρετικές προοπτικές που δημιουργούν αισιοδοξία για ανάλογες και ακόμα καλύτερες επιδόσεις. Αυτό οφείλεται σε μία σειρά από λόγους, όπως η επέκταση της τουριστικής περιόδου αλλά και η ανάδειξη νέων προορισμών, όπως η Αθήνα, που δεν επηρεάζονται από την εποχικότητα και μέχρι σήμερα είχαν τον ρόλο, περισσότερο, ενός ενδιάμεσου σταθμού. Είναι όμως όλα θετικά για τον τουρισμό στη χώρα μας;
Προβληματισμός για Μύκονο και Σαντορίνη
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι μάλλον: «Όχι ακριβώς». Αυτό γιατί, δύο από τα πιο ισχυρά brand name όχι μόνο σε ελληνικό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, η Μύκονος και η Σαντορίνη, δείχνουν να βρίσκονται αντιμέτωπα με σοβαρά προβλήματα και μάλιστα με διαφορετικές προελεύσεις. Δύο νησιά τα οποία τα περασμένα χρόνια έγιναν συνώνυμο της πολυτέλειας, της χλιδής, της διασκέδασης αλλά και της προκλητικής επίδειξης πλούτου από τους επισκέπτες τους, δείχνουν τώρα να έρχονται σε δύσκολη θέση, πληρώνοντας, κατά κάποιον τρόπο, το «τίμημα» των χαρακτηριστικών εκείνων που τα έκαναν να ξεχωρίσουν τα προηγούμενα χρόνια.
Κεφάλαιο «υπερτουρισμός»
Το πρώτο, και βασικότερο ίσως πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα δύο νησιά μας σχετίζεται με τον υπερτουρισμό. Συγκεκριμένα, ύστερα από την άρση των περιορισμών της πανδημίας, που δημιούργησε… σύνδρομο στέρησης στους τουρίστες και μεγάλωσε την ανάγκη τους να διασκεδάσουν, η Μύκονος και η Σαντορίνη βρέθηκαν αρχικά να υποδέχονται τεράστιο αριθμό επισκεπτών.
Ενδεικτικό είναι το ρεπορτάζ της Deutsche Welle, το οποίο, σε πρόσφατο ρεπορτάζ του περιγράφει την κατάσταση που επικρατεί, Ειδικότερα, αναφερόμενο στη Σαντορίνη σημειώνει ότι οι κάτοικοι της Οίας κρεμούν σε πολλά σοκάκια πινακίδες με την επιγραφή “Respect”, παρακαλώντας τους τουρίστες να σεβαστούν το χωριό. Όμως ελάχιστοι δίνουν σημασία.
Σύμφωνα με το γερμανικό Μέσο, πριν από 70 χρόνια η Σαντορίνη ήταν ένα από τα φτωχότερα νησιά του Αιγαίου, όμως στη συνέχεια ήρθαν οι παραθεριστές. Σήμερα η Σαντορίνη είναι κάτι σαν ναυαρχίδα του ελληνικού τουρισμού. Ο τουρισμός έχει κάνει τη Σαντορίνη πλούσια, όμως υπάρχουν μειονεκτήματα: κυκλοφοριακή συμφόρηση στους στενούς δρόμους και ξεχειλισμένες χωματερές. Η παροχή νερού και το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας φτάνουν συνεχώς στα όριά τους το καλοκαίρι.
Η Σαντορίνη δέχεται τις περισσότερες επισκέψεις από κρουαζιερόπλοια από κάθε άλλο νησί. Πέρυσι υπήρξαν 686 αφίξεις, 94 περισσότερες από το έτος ρεκόρ 2019. Όταν το 2018, ο τότε δήμαρχος του νησιού επεδίωξε να περιορίσει τον αριθμό των επισκεπτών κρουαζιερόπλοιων, σε 8.000 ημερησίως, την επόμενη χρονιά έχασε τις εκλογές.
Ίδια περίπου είναι η κατάσταση και στη Μύκονο, η οποία βρίσκεται στη δεύτερη θέση στις επισκέψεις από κρουαζιερόπλοια, αφού το ελληνικό νησί μπορεί να επισκεφθούν ακόμη και 25.000 επιβάτες σε μία ημέρα. Επισκέπτες όμως που παρά τον μεγάλο τους αριθμό δεν φέρνουν πολλά χρήματα στο νησί, καθώς, όπως παραπονιούνται έμποροι αναμνηστικών στο λιμάνι: «Οι περισσότεροι δεν αγοράζουν ούτε μια καρτ ποστάλ. Το νησί μας είναι απλώς ένα σκηνικό γι’ αυτούς». Σημειώνεται ότι στη Μύκονο υπάρχουν εδώ και χρόνια σκέψεις για τον περιορισμό των επισκεπτών, δίχως όμως να έχει υποστηριχθεί ευρέως κάποια πρόταση.
Παράπονα για ακρίβεια και πτώση των αφίξεων
Μάλιστα, τα δύο νησιά μας έρχονται αντιμέτωπα με ένα παράδοξο. Την ώρα που οι κάτοικοι παραπονιούνται για υπερτουρισμό, που μάλιστα δεν αποφέρει και τα αναμενόμενα -οικονομικά- αποτελέσματα, φαίνεται να δημιουργείται μία αρνητική τάση για τα δύο νησιά μας.
Συγκεκριμένα, οι ξένοι τουρίστες, ακόμα και οι ευκατάστατοι, δείχνουν να στρέφονται σε πιο value for money προορισμούς και θεωρούν ότι τόσο η Σαντορίνη, όσο και η Μύκονος, επιχειρούν να εκμεταλλευτούν το εκρηκτικό τουριστικό momentum της χώρας. Κάπως έτσι, το περσινό καλοκαίρι, υπήρχαν πληροφορίες για πτώση 22% στην κίνηση των πτήσεων στη Σαντορίνη σε σχέση με το 2019, ενώ στη Μύκονο παρατηρήθηκε πτώση της κίνησης κατά ένα ποσοστό περίπου 20%.
Την ίδια ώρα, τα δύο νησιά μας δείχνουν να «πληρώνουν» το γεγονός ότι εδώ και χρόνια φρόντισαν να είναι απλησίαστα για την συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων τουριστών, που δεν είναι εκεί για να καλύψουν το κενό των αφίξεων από το εξωτερικό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός πως στο πρόγραμμα κοινωνικού τουρισμού του 2023, ούτε από τη Μύκονο, ούτε από τη Σαντορίνη, υπάρχει προσφορά καταλυμάτων.
Και μέσα σε όλα απουσία προσωπικού
Τα προβλήματα δεν σταματούν εδώ, καθώς τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται μία σημαντική έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις υπηρεσιακών και τουριστικών παραγόντων και φέτος οι κενές θέσεις εργασίας θα είναι δεκάδες χιλιάδες, ενώ δεν υπάρχουν συγκεκριμένες δράσεις για την επίλυση του προβλήματος.
Την ίδια στιγμή, οι περισσότεροι αρνούνται να εργαστούν στα δύο νησιά
Αυτό συμβαίνει τόσο εξαιτίας των πολύ χαμηλών μισθών που προσφέρονται -ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τι πληρώνουν οι επισκέπτες- όσο και η δυσκολία εύρεσης κατοικιών για τη διαμονή των εργαζομένων.
Οι εργαζόμενοι έχουν βιώσει τραγικές καταστάσεις όντας αναγκασμένοι να κοιμούνται στοιβαγμένοι σε μικρούς χώρους ακόμα και σε κοντέινερ, με τους εργοδότες να υποστηρίζουν ότι εκτός από τα χρήματα που δίνουν για μισθό, αναγκάζονται να δαπανούν σημαντικά ποσά και για την παροχή -δωρεάν- κατοικίας.
Τα έξοδα αυτά αλλά και οι συνολικές αυξήσεις που παρατηρούνται στα τουριστικά πακέτα, δημιουργούν ακόμα ένα πρόβλημα σε Μύκονο και Σαντορίνη. Δύο νησιά για τα οποία, μετά το ελπιδοφόρο 2022, το 2023 «χτύπησε καμπανάκι», και υπάρχει ο κίνδυνος το 2024 να μετατραπεί σε… καμπάνα. Ήδη, οι πρώτες πληροφορίες δεν δημιουργούν αισιοδοξία, καθώς οι αφίξεις και οι κρατήσεις σε Μύκονο και Σαντορίνη είναι περιορισμένες, με τους ντόπιους από τη μία να επιθυμούν καλύτερες επιδόσεις και από την άλλη να μην νιώθουν πολλές φορές άνετα στον ίδιο τους τον τόπο.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.