Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πλούσια παράδοση στο λάδι, καθώς αυτή τη στιγμή αποτελεί τη τρίτη μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγό χώρα στον κόσμο, έχοντας «μπροστά» της μόνο την Ιταλία και την Ισπανία. Συγκεκριμένα, στα εδάφη της πατρίδας μας καλλιεργούνται πάνω περισσότερα από 132 εκατ. ελαιόδεντρα, τα οποία είναι ικανά σε μία χρονιά χωρίς… απρόοπτα να αποφέρουν περίπου 300.000 με 350.000 τόνους ελαιόλαδου, εκ των οποίων μάλιστα το 82% ανήκει στην κατηγορία «εξαιρετικά παρθένο».
Από αυτές τις ποσότητες, ποσοστό που αντιστοιχεί κοντά στη μισή ετήσια ελληνική παραγωγή ελαιόλαδου εξάγεται προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προσδοκίες εναντίον πραγματικότητας
Θα περίμενε κανείς, με τέτοιες επιδόσεις, στη χώρα μας να έχουν εμφανιστεί από νωρίς μεγάλες εταιρείες ελαιολάδου, οι οποίες θα φροντίσουν να πραγματοποιήσουν όλες τις απαραίτητες διαδικασίες μέχρι να φτάσουμε στην τυποποίηση του προϊόντος, και τη διάθεσή του προς πώληση, είτε στην Ελλάδα, είτε στο εξωτερικό.
Στη χώρα μας πάντως, ακόμα και σήμερα, σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ακολουθείται μία πιο… παραδοσιακή διαδικασία, με αρκετούς μάλιστα διαμεσολαβητές μέχρι να φτάσουμε στον καταναλωτή. Συγκεκριμένα, μετά τον ελαιοπαραγωγό, που είναι και ο πρώτος «σταθμός», το λάδι φτάνει στον ελαιουργό, προκειμένου εκείνος να το διαθέσει στον έμπορο και τον τυποποιητή ύστερα από μία σειρά αναγκαίων ελέγχων, πριν τελικά διατεθεί για πώληση. Κάπως έτσι, σε συνδυασμό με την χαμηλή παραγωγή παγκοσμίως, φτάσαμε σε χρονικό διάστημα ενός χρόνου, η τιμή του τενεκέ να έχει σημειώσει αύξηση ύψους από 100% – 130%. καθώς, από 85 ευρώ πέρυσι και 120 ευρώ τον περασμένο Απρίλιο, σήμερα φθάνει να κοστίζει 170 ευρώ.
Στο σούπερ μάρκετ μάλιστα οι τιμές για το ένα λίτρο κυμαίνονται μεταξύ 11 και 15 ευρώ, ενώ ορισμένα σενάρια που υπάρχουν αναφέρουν ότι αν συνεχιστεί η σημερινή κατάσταση, και η παραγωγή μειωθεί από τους 340.000 τόνους στους 150.000- 180.000 τόνους (κάποιοι κάνουν λόγο και για 100.000 τόνους) δεν αποκλείεται η τιμή στα σούπερ μάρκετ να φτάσει ακόμα και στα 25 ευρώ το λίτρο. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι η χώρα μας και, κυρίως οι καταναλωτές, θα πληρώσουν ακριβά το γεγονός ότι απουσιάζουν οι μεγάλες μάρκες που θα εξασφάλιζαν μία πιο απλή διαδικασία από το…χωράφι στο ράφι που θα μείωνε την τιμή. Γιατί όμως στη χώρα μας δεν υπάρχουν αυτές οι μεγάλες εταιρείες;
Οι λόγοι που απουσιάζουν οι μεγάλες εταιρείες ελαιολάδου
Αρχικά, είναι ξεκάθαρο πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει λόγω απουσίας πρώτης ύλης. Το αντίθετο. Το ελληνικό ελαιόλαδο είναι εξαιρετικό, οι Έλληνες έχουν βαθιά παράδοση στην παραγωγή του και τα εδάφη μας, σε συνδυασμό με τις κλιματικές συνθήκες, αποτελούν την καλύτερη βάση για μία εξαιρετική παραγωγή. Αυτό όμως το βαθύ δέσιμο του παραγωγού με τις… ρίζες του όπως έλεγαν παλιά, μπορεί να προσφέρει ένα καλύτερο προϊόν, δημιουργεί όμως και μια κουλτούρα που δε βοηθά στη δημιουργία μεγάλων εταιρειών.
Συγκεκριμένα, στη χώρα μας πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η διανομή χύμα ελαιόλαδου, κάτι που έχει περάσει όχι μόνο στον παραγωγό αλλά και στον καταναλωτή. Κάπως έτσι, η παραγωγή συνήθως πραγματοποιείται σε μικρότερες κλίμακες, οι πωλήσεις πολλές φορές, ειδικότερα τα προηγούμενα χρόνια, ολοκληρώνονταν χέρι με χέρι και δεν υπήρχαν οι αναγκαίες ζυμώσεις προκειμένου να δημιουργηθούν μεγαλύτερες εταιρείες.
Αν θα προσπαθούσαμε να αναλύσουμε το φαινόμενο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνέβαινε από την πλευρά των παραγωγών κυρίως επειδή οι περισσότεροι ήταν συνδεδεμένοι με την παράδοση, ενώ από την πλευρά των καταναλωτών διότι υπήρχε η αντίληψη -και όχι απαραιτήτως λανθασμένα- ότι με αυτόν τον τρόπο αγόραζαν καλύτερης ποιότητας ελαιόλαδο και μάλιστα σε πιο προσιτή τιμή. Δε θα πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι δεν υπήρχε μέχρι πριν μερικά χρόνια η ευαισθητοποίηση για θέματα νοθείας και οι αγοραστές δεν θεωρούσαν αναγκαίους τους -πολλούς και εξαιρετικά απαιτητικούς και αναγκαίους ελέγχους- που πραγματοποιούνται σήμερα.
Κάπως έτσι, η χώρα μας φαίνεται ότι άργησε πολύ να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες και επέτρεψε τόσο στην Ιταλία, όσο και στην Ισπανία, να δημιουργήσουν μεγάλες εταιρείες που μάλιστα κυριαρχούν και στις παγκόσμιες αγορές, αφού στην Ελλάδα η κουλτούρα της συσκευασίας άργησε να καθιερωθεί στη συνείδηση καταναλωτών και παραγωγών.
Τι ισχύει σήμερα
Χωρίς διάθεση τοπικισμού, το ελληνικό ελαιόλαδο όντως θα μπορούσε να είναι το νούμερο 1 στον κόσμο από πλευράς ποιότητας. Αυτό αποδεικνύεται ότι, σε μικρότερη κλίμακα παραγωγής, εταιρείες με ελληνική προέλευση που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ελαιολάδου διαπρέπουν παγκοσμίως και μάλιστα καταφέρνουν να πουλάνε σε εξαιρετικά υψηλές τιμές τα προϊόντα τους, τα οποία απευθύνονται σε μεγάλο ποσοστό σε λάτρεις της ποιότητας και της πολυτέλειας.
Δεν είναι τυχαίο ότι τον τίτλο του πιο ακριβού premium ελαιόλαδου στον κόσμο έχει κατακτήσει το ελληνικό Ε-LA-WON, το οποίο έχει φτάσει να πωλείται η συσκευασία των 250 ml έναντι 1.050 ευρώ. Το προϊόν, το οποίο περιέχει φύλλα χρυσού, είναι ένα από τα πιο αγαπημένα των αραβικών βασιλικών οικογενειών στην Αραβική Χερσόνησο.
Ακόμα, το λ/lambda/, το δημιούργημα του Γιώργου Κολλιόπουλου, έχει φτάσει στο σημείο να χαρακτηριστεί από το Worldguide ως το Chanel No 5 των ελαιόλαδων. Ακόμα, έχει αναγκάσει το περιοδικό Time να γράφει πρώτη φορά για ελληνικό προϊόν, η LA Times το έχει χαρακτηρίσει «διαμάντι» και η Independent έχει χαρακτηρίσει ολόκληρη τη σειρά λαδιών της εταιρείας ως την καλύτερη στον κόσμο.
Επίσης, στους πρόποδες του Ταΰγετου και του Πάρνωνα, κοντά στη Σπάρτη Λακωνίας βρίσκονται οι βιολογικοί Ελαιώνες Σακελλαρόπουλου, όπου καλλιεργούνται ελιές βιολογικά, πιστοποιημένες από τον οργανισμό ΒΙΟ-ΕΛΛΑΣ από το 1992. Τα αποτελέσματα μιλούν από μόνα τους καθώς τα βιολογικά ελαιόλαδα και οι ελιές τους έχουν τιμηθεί με τον αριθμό ρεκόρ των 833 διεθνών βραβεύσεων στους εγκυρότερους διεθνείς διαγωνισμούς γευσιγνωσίας για την εξαιρετικά υψηλή ποιότητα τους.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι η χώρα μας διαθέτει όλα τα προσόντα να πρωταγωνιστήσει στη συγκεκριμένη αγορά, κάτι που το καταφέρνει όταν μιλάμε για μικρότερης ποσότητας παραγωγή. Δυστυχώς, όταν η εικόνα «ανοίγει», τα πράγματα δεν είναι έτσι. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της αγοράς του Ηνωμένου Βασιλείου, με την Ελλάδα να βρίσκεται τρίτη στην κατάταξη των προμηθευτών ελαιολάδου, κατέχοντας μερίδιό μόλις 3,6% σε αξία, την ώρα που η Ισπανία και η Ιταλία κατέχουν συνολικό μερίδιο 89%. Στην τρίτη θέση βρίσκεται η χώρα μας και στην κατηγορία του εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου, με μερίδιο 5,6%.
Η χώρα μας βρίσκεται πολύ πίσω σε σύγκριση με την Ιταλία και την Ισπανία
Το συγκεκριμένο παράδειγμα είναι ενδεικτικό, αφού παρατηρείται και σε άλλες αγορές (πχ στην Ιαπωνία βρισκόμαστε πίσω ακόμα και από την Τουρκία), με το ελληνικό ελαιόλαδο να αντιμετωπίζει διαχρονικό πρόβλημα στην προσπάθειά του να πάρει θέση στα ράφια των ευρωπαϊκών super market και στα σπίτια των καταναλωτών. Εξαιτίας των λόγων που αναλύσαμε, η Ιταλία και η Ισπανία έχουν καταφέρει να πρωταγωνιστούν για πολλά χρόνια, καθώς δημιούργησαν μάρκες στο ελαιόλαδο που θεωρούνται εξαιρετικά ποιοτικές και γεννάνε εμπιστοσύνη στους ευρωπαίους καταναλωτές αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι το μεγάλο πρόβλημα είναι η έλλειψη ελληνικών brands ελαιολάδου, καθώς, παρά τις εξαιρετικές προσπάθειες που γίνονται από ορισμένα ελληνικά επώνυμα και με ταυτότητα προέλευσης ελαιόλαδα, η διαφορά με την Ιταλία και την Ισπανία είναι τεράστια.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.