Σημαντικές παραμένουν οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες καταναλωτές στην προσπάθειά τους να γεμίσουν το καλάθι τους κάθε μήνα, καθώς το κόστος παραμένει απαγορευτικό για το μέσο ελληνικό νοικοκυριό, το οποίο αναγκάζεται να κάνει περικοπές στις αγορές του.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που ήρθαν στη δημοσιότητα από την ΕΛΣΤΑΤ, και ο Απρίλιος ήταν ένας δύσκολος μήνας, καθώς οι τιμές των τροφίμων παρουσίασαν αύξηση 5,4%, ποσοστό οριακά αυξημένο σε σύγκριση με την αύξηση κατά 5,3% που κατέγραψαν σε ετήσια βάση τον περασμένο Μάρτιο.
Ενδεικτικό της κρισιμότητας του συγκεκριμένου προβλήματος είναι το γεγονός ότι, σε περίπτωση κατά την οποία οι τιμές των τροφίμων σήμερα ήταν ίδιες με εκείνες του περασμένου Απριλίου, όταν ήδη είχε καταγραφεί εξαιρετικά σημαντική αύξηση, ο συνολικός πληθωρισμός τον Απρίλιο θα ήταν 2% αντί για 3,1%. Πώς μεταφράζεται αυτό; Πολύ απλά, οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων στα ράφια είναι η αιτία για το 1/3 του μέσου πληθωρισμού. Διαπίστωση όχι ιδιαιτέρως ελπιδοφόρα αν συνδυαστεί με το γεγονός ότι στην Ελλάδα η άνοδος στις τιμές των τροφίμων είναι με τριπλάσιο ρυθμό από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, η χώρα μας τον Μάρτιο είχε αυξήσεις ύψους 5,3% στις τιμές των τροφίμων, ενώ στην ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 1,8% στην Ευρωζώνη.
Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό
Για το φαινόμενο αυτό ευθύνονται μία σειρά από λόγοι, καθώς η χώρα μας βρίσκεται στο επίκεντρο αρκετών ιδιαιτεροτήτων που σε καμία περίπτωση δεν λειτουργούν προς όφελος του καταναλωτή. Μερικοί εξ αυτών είναι η κλιματική κρίση, η σημαντική άνοδος του κόστους παραγωγής, ο μεγάλος αριθμών εισαγωγών που πραγματοποιούνται στη χώρα μας, ειδικά μετά από τις φυσικές καταστροφές, ο λεγόμενος πληθωρισμός της απληστίας και η τεράστια διαφορά στις τιμές από το χωράφι στο ράφι.
Γιατί διαφέρουν τόσο οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
Ο τελευταίος λόγος είναι ένας από τους πιο σημαντικούς, καθώς όχι μόνο μαρτυρά μία σειρά από παθογένειες της ελληνικής αγοράς, αλλά αυξάνει και τις τιμές σε μεγάλο βαθμό, και μάλιστα μέσα από μηχανισμούς που δεν είναι εντελώς διαφανείς.
Ενδεικτικό είναι ότι οι Έλληνες καταναλωτές καλούνται να πληρώσουν ακόμα και τρεις φορές πάνω την τιμή ενός φρούτου ή ενός λαχανικού, από την ώρα που εκείνο ξεκινά από το χωράφι την διαδρομή για να καταλήξει στο ράφι. Το εξοργιστικό μάλιστα είναι ότι οι παραγωγοί κερδίζουν ελάχιστα από όλο αυτό, καθώς το δικό τους κέρδος (όχι έσοδο) περιορίζεται κάτω από το 10% της τιμής που πληρώνει ο καταναλωτής στο ράφι.
Φυσικά κανείς δεν αρνείται ότι η εφοδιαστική αλυσίδα αποτελείται και από απαραίτητους κρίκους προκειμένου να ολοκληρωθεί η διακίνηση των οπωροκηπευτικών. Ταυτοχρόνως όμως παρατηρείται έντονα το φαινόμενο των λεγόμενων «εργολάβων», οι οποίοι έχουν υπό τον έλεγχό τους τα συνεργεία των εργατών γης, και παρουσιάζονται σε μία σειρά καταγγελιών να καρπώνονται οι ίδιοι το μεγαλύτερο ποσοστό από τα χρήματα που προορίζονται για τους εργάτες γης, οι οποίοι κατά τεράστιο ποσοστό είναι αλλοδαποί.
Κάπως έτσι οι παραγωγοί καταλήγουν να είναι πολλές φορές σε δυσχερή θέση, εξαιτίας των συμφωνιών που έχουν πραγματοποιηθεί μεταξύ των εργολάβων με τα συνεργεία εργατών γης και στα συσκευαστήρια, ενώ δεν λείπουν φαινόμενα όπως η χρέωση μεγαλύτερης φύρας από την πραγματική ή η αφαίρεση μεγαλύτερου απόβαρου από το πραγματικό.
Μία λύση για το φαινόμενο αυτό θα ήταν η οργάνωση των παραγωγών σε συνεταιρισμούς που θα λειτουργούσαν τα δικά τους συσκευαστήρια και θα πουλούσαν απευθείας στο λιανεμπόριο, όπως για παράδειγμα κάνει ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Ζαγοράς Πηλίου, που «υπογράφει» τα μήλα με την ονομασία «Ζαγορίν». Συγκεκριμένα, διαθέτει τις δικές του εγκαταστάσεις, διαλογητήρια, αποθήκες, ψυκτικούς θαλάμους και προχωρά σε απευθείας συμφωνίες με τα σούπερ μάρκετ.
Άλλη μία επιτυχημένη πρακτική είναι εκείνη των δημοπρατηρίων, στα οποία οι παραγωγοί μέσω των συνεταιρισμών ή μέσω των ομάδων παραγωγών θα είχαν την ευκαιρία να διαπραγματευτούν απευθείας με τους αγοραστές, όπως είναι οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ τις τιμές των προϊόντων, όπως συμβαίνει για περισσότερα από 70 χρόνια σε Βέλγιο και Ολλανδία.
Γίνονται προσπάθειες, αλλά…
Φυσικά η κυβέρνηση προσπαθεί να συγκρατήσει το φαινόμενο, αφού σχεδόν σε όλες τις δημοσκοπήσεις η ακρίβεια θεωρείται το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες στην καθημερινότητά τους. Σε αυτό το πλαίσιο, έχουν ληφθεί μία σειρά από μέτρα, από το 2022 και μετά. Μεταξύ αυτών η συνέχιση του λεγόμενου «Καλαθιού του Νοικοκυριού» αλλά και η πρόσφατη πρωτοβουλία για τη μόνιμη μείωση των τιμών κατά 5%. Ακόμα, στο παρελθόν, είχε δοθεί δύο φορές και το λεγόμενο «Μarket Pass», μία χρηματική βοήθεια για τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ.
Στη χώρα μας τα τρόφιμα είναι περίπου 9% πιο φτηνά από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης
Τα μέτρα αυτά βοηθούν, ενώ εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι τα τρόφιμα στη χώρα μας κοστίζουν περίπου 9% πιο φτηνά από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Ενώ λοιπόν θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι η κατάσταση στη χώρα μας είναι μέχρι και καλύτερη από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κάτι τέτοιο φυσικά δεν ισχύει.
Ο λόγος είναι η εξαιρετικά χαμηλή αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών, η οποία υπολογίζεται κατά 33% χαμηλότερη του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μία επίδοση που «γκρεμίζει» τους Έλληνες στη δεύτερη θέση των πιο φτωχών καταναλωτών μεταξύ των 27 χωρών, μπροστά μόνο από τους Βούλγαρους. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι ένα από τα πράγματα που πρέπει άμεσα να αλλάξουν, είναι το εισόδημα των Ελλήνων, μαζί φυσικά με την κατάσταση που επικρατεί στις διαδικασίες που μεσολαβούν για την διαδρομή των οπωροκηπευτικών από το χωράφι, στο ράφι.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.