16 Νοέ 2024
READING

Σούπερ μάρκετ: Το διαφορετικό μοντέλο διοίκησης ελληνικών και πολυεθνικών αλυσίδων

5 MIN READ

Σούπερ μάρκετ: Το διαφορετικό μοντέλο διοίκησης ελληνικών και πολυεθνικών αλυσίδων

Σούπερ μάρκετ: Το διαφορετικό μοντέλο διοίκησης ελληνικών και πολυεθνικών αλυσίδων

Μία αγορά με εξαιρετικές προοπτικές παραμένει αυτή των σούπερ μάρκετ στη χώρα μας, καθώς, παρά τα προβλήματα του πληθωρισμού και των ανατιμήσεων, και το 2023 παρατηρήθηκε αύξηση στον συνολικό τζίρο. Συγκεκριμένα, αυτός άγγιξε τα 11,8 δισ. ευρώ, αυξημένος κατά 1,077 δισ. ευρώ (ή +10%), σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας ερευνών Circana, την ίδια ώρα που ο όγκος των πωλήσεων κατέγραψε αύξηση 2,5% συγκριτικά με το 2022.

Στην ελληνική αγορά πρωταγωνιστικό ρόλο κατέχει το λεγόμενο Big-5 των αλυσίδων σούπερ μάρκετ, το οποίο αποτελείται από Σκλαβενίτη, Βασιλόπουλο, Lidl, Μy Market και Μασούτη. Φυσικά την πρώτη θέση της κατάταξης κατέχει ο Σκλαβενίτης, καθώς ο τζίρος του έφτασε κοντά στα 4,5 με 5 δισ. ευρώ, επίδοση που αποδεικνύει τον ηγετικό του ρόλο στις υπεραγορές. Από απόσταση, και μάλιστα με αρνητικό πρόσημο, ακολουθεί ο ΑΒ Βασιλόπουλος, με τον τζίρο του να είναι λίγο κάτω από τα 2 δισ. ευρώ, ποσό που δεν στάθηκε αρκετό για να τον καταστήσει κερδοφόρο.

Στην τρίτη θέση, παρά το γεγονός ότι δεν ανακοινώνει επίσημα στοιχεία, φαίνεται να βρίσκεται η Lidl, με έναν κύκλο εργασιών κοντά στο 1,7 δισ. ευρώ. Από πλευράς επιδόσεων, ακολουθούν τα My market, με τις πωλήσεις το 2023 να κυμαίνονται κοντά στα επίπεδα του 2022. Συγκεκριμένα, την περσινή χρονιά έφτασαν στα 1,58 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το 2022 είχε ανακοινωθεί κύκλος εργασιών ύψους 1,5 δισ. ευρώ. Τέλος, η αλυσίδα σούπερ μάρκετ Μασούτης κατάφερε το 2023 να ξεπεράσει για πρώτη φορά στην ιστορία της το «φράγμα» του 1 δισ. ευρώ, με τον τζίρο της να υπολογίζεται στο 1,076 δισ. ευρώ, έναντι των 924 εκατ. ευρώ το 2022.

Έλληνες VS Πολυεθνικές

Παρατηρούμε ότι η αγορά, επί της ουσίας, είναι μοιρασμένη, καθώς σε αυτήν πρωταγωνιστούν τρεις ελληνικές και δύο πολυεθνικές αλυσίδες. Στην πρώτη κατηγορία συναντάμε τον Σκλαβενίτη, της οικογένειας Σκλαβενίτη, τα My Market του κ. Παντελιάδη και την Μασούτης, με τον Ιωάννη Μασούτη στο «τιμόνι» της, που ανέλαβε τα ηνία από τον πατέρα του, Διαμαντή. Στη δεύτερη κατηγορία, βρίσκουμε τον γερμανικό κολοσσό των Lidl, αλλά και τον ΑΒ Βασιλόπουλου, που παρά το… ελληνικό του όνομα, ανήκει στον βελγοολλανδικό όμιλο Ahold Delhaize.

Παρά λοιπόν το γεγονός ότι κάποιες προσπάθειες δραστηριοποίησης μεγάλων εταιρειών στη χώρα μας μπορεί αρχικά να αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία από το καταναλωτικό κοινό, βλέπουμε ότι οι καταναλωτές δεν αποφασίζουν με αυτό το κριτήριο σχετικά με το που θα πραγματοποιήσουν τις αγορές τους. Και μπορεί στην κορυφή να βρίσκεται μια ελληνική επιχείρηση, αυτό όμως οφείλεται σε λόγους που σχετίζονται κυρίως με το εξαιρετικά επιτυχημένο στρατηγικό πλάνο που ακολουθεί, με την ελληνικότητα να ακολουθεί. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η διαφορετική… προέλευση των αλυσίδων σούπερ μάρκετ δεν αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα σχετικά με τον τρόπο που επιλέγει η κάθε μία να δραστηριοποιηθεί στην ελληνική αγορά.

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα

Κάθε «στρατόπεδο» έχει τα δικά του «όπλα» να αξιοποιήσει και, αντιστοίχως, τις δικές του αδυναμίες που οφείλει να αντιμετωπίσει, στη μάχη για την κατάκτηση μεγαλύτερου μεριδίου στην αγορά και, φυσικά, κερδοφορίας. Τα μεγάλα πλεονεκτήματα των ελληνικών αλυσίδων είναι δύο. Το πρώτο είναι ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται στο τιμόνι τους γνωρίζουν άριστα την ελληνική αγορά. Γεράσιμος Σκλαβενίτης, Αριστοτέλης Παντελιάδης και Ιωάννης Μασούτης είναι τρεις άνθρωποι που αντιλαμβάνονται με «ταχύτητα φωτός» την παραμικρή αλλαγή στον κλάδο τους και την οικονομία της χώρας, έχοντας τεράστια εμπειρία τόσο των επιχειρήσεων, όσο και της ελληνικής πραγματικότητας. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να προστατέψουν πιο εύκολα τις εταιρείες τους από ενδεχόμενους κινδύνους, να ανακαλύψουν προοπτικές επενδύσεων αλλά και να «πιάσουν τον σφυγμό» των ελληνικών νοικοκυριών άμεσα.

Επίσης, άλλο ένα σημαντικό πλεονέκτημα που διαθέτουν είναι ότι, ουσιαστικά, «τρέχουν» οι ίδιοι τις επιχειρήσεις τους και έχουν την δυνατότητα να λαμβάνουν άμεσα αποφάσεις, χωρίς να περιμένουν έγκριση από κάποια μητρική εταιρεία και, πολλές φορές, από ένα «απρόσωπο» γραφείο τεχνοκρατών. Στον αντίποδα, ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν είναι ότι δεν έχουν πίσω τους ένα ισχυρό brand που μπορεί να βοηθήσει σε μία σειρά από καταστάσεις, όπως οι εμπορικές συμφωνίες, η κάλυψη τυχών αρνητικών αποτελεσμάτων, η τεχνογνωσία κτλ. Πάντως, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι αυτά μέχρι σήμερα είναι κυρίως σε θεωρητικό επίπεδο, καθώς οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν δείξει ικανές να ανταπεξέλθουν αποτελεσματικά στις προκλήσεις.

Από την πλευρά τους οι πολυεθνικές αλυσίδες έχουν ακριβώς αυτά τα πλεονεκτήματα. Ο τρόπος λειτουργίας τους, το concept τους, και όλες οι λεπτομέρειες, έχουν δοκιμαστεί ήδη σε άλλες αγορές. Υπάρχει δηλαδή ισχυρή τεχνογνωσία, υπάρχει ένα ισχυρό «εγχειρίδιο λειτουργίας» που ουσιαστικά κατευθύνει τον τρόπο δραστηριοποίησής τους. Επίσης, αλυσίδες όπως η Lidl για παράδειγμα, έχει την πολυτέλεια να εμπορεύεται και προϊόντα τα οποία βρίσκονται στα καταστήματά της σε όλες τις χώρες που έχει παρουσία, με αποτέλεσμα το κόστος να μειώνεται σημαντικά.

Στο management κρύβονται οι μεγαλύτερες προκλήσεις για τις πολυεθνικές αλυσίδες

Στον αντίποδα, ένα μειονέκτημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι πολυεθνικές αλυσίδες είναι στον τομέα της διοίκησης. Με τις αποφάσεις να λαμβάνονται από τα κεντρικά, μερικές φορές παρατηρείται καθυστέρηση στην αντίδραση και την επίλυση θεμάτων που μπορεί να προκύψουν. Κι αυτό γιατί η ελληνική διοίκηση δεν είναι ουσιαστικά και ιδιοκτησία, άρα καλείται να λάβει έγκριση και να ενημερώσει για μία σειρά θεμάτων. Κυρίως αυτό το συναντάμε σήμερα στον ΑΒ Βασιλόπουλο, και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει στην προσπάθειά του να επιστρέψει στην κερδοφορία, καθώς η επιτυχημένη πορεία της Lidl Hellas τής έχει ουσιαστικά εξασφαλίσει ένα «πράσινο φως» σε μια σειρά θεμάτων, στη λογική του ότι «όταν κάτι δουλεύει, δε το αλλάζεις».

Σε κάθε περίπτωση, η «μάχη» ελληνικών και πολυεθνικών αλυσίδων είναι «σκληρή», με την κάθε πλευρά να προσπαθεί να πετύχει το καλύτερο αποτέλεσμα για την ίδια, και τους καταναλωτές, σε μία δύσκολη οικονομικά συγκυρία, να αναζητούν το καλύτερο για τους ίδιους και την… τσέπη τους.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.