Με τον χρόνο να μετρά αντίστροφα για την έναρξη των Πανελλαδικών Εξετάσεων, η οποία φέτος έχει προγραμματιστεί στις 30 Μαϊου, στο προσκήνιο επανέρχεται ξανά το «καυτό» ζήτημα των φροντιστηρίων, που απασχολεί σε μεγάλο βαθμό τα ελληνικά νοικοκυριά που έχουν παιδιά στη σύνθεσή τους.
Κι ενώ αναφερόμαστε στους μαθητές της Γ’ Λυκείου, διότι τότε, παραδοσιακά, αυξάνονται οι ώρες των εξωσχολικών μαθημάτων, τα έξοδα ξεκινούν πλέον από πολύ μικρές ηλικίες, ακόμα και από το δημοτικό. Έχουμε δηλαδή μία αλλαγή στο μοντέλο που επικρατούσε τις περασμένες δεκαετίες, με τους γονείς που αναλάμβαναν για αρκετά χρόνια να βοηθήσουν εκείνοι τα παιδιά τους με τις μαθητικές τους υποχρεώσεις, και το φροντιστήριο να ξεκινά από το Γυμνάσιο ή και το Λύκειο. Πλέον, ακόμα και παιδιά Α’ Δημοτικού κάνουν έξτρα μαθήματα, είτε σε ειδικά κέντρα μελέτης, είτε στο σπίτι τους.
Σε τι οφείλεται το φαινόμενο
Πολλοί είναι οι παράγοντες που έχουν οδηγήσει τους γονείς να επενδύουν στη μόρφωση των παιδιών τους χρήματα τα οποία μπορεί και να στερούνται από βασικές τους ανάγκες. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ η οικονομική κρίση είχε απλώσει την σκιά της πάνω από τη χώρα μας, το 2011 οι Έλληνες ξόδεψαν σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα το ποσό των 952 εκατομμυρίων ευρώ, δηλαδή 18,6% του οικογενειακού προϋπολογισμού.
Ενδεικτικό είναι ότι στη δεύτερη θέση της σχετικής λίστας ήταν οι Ισπανοί, οι οποίοι, παρά το γεγονός ότι ο πληθυσμός τους «αγγίζει» τα 50 εκατ., ξόδευαν λιγότερα από τα μισά χρήματα, και συγκεκριμένα 450 εκατομμύρια ευρώ, ενώ ακολουθούσαν οι Ιταλοί με 420 εκατ. ευρώ και οι Κύπριοι με 111 εκατ. ευρώ.
Οι αριθμοί αυτοί λοιπόν καθιστούν ξεκάθαρο το γεγονός ότι, ακόμα και σε μία εξαιρετικά δύσκολη οικονομική συγκυρία για τους Έλληνες, εκείνοι συνέχιζαν να ξοδεύουν πολλά για ένα αγαθό που -υποτίθεται ότι- είναι δωρεάν στη χώρα μας. Μάλιστα, σύμφωνα και με τα δεδομένα της Eurostat, τα τελευταία 20 χρόνια η Ελλάδα, όταν δεν καταλαμβάνει την υψηλότερη θέση, βρίσκεται διαχρονικά ανάμεσα στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27 σε ποσοστά συμμετοχής των ιδιωτικών εκπαιδευτικών δαπανών στη συνολική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών.
Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι σύνθετοι. Αρχικά, οι λαοί της Νοτίου Ευρώπης δείχνουν να έχουν γενικότερα μία τέτοια «κουλτούρα», καθώς, παραδοσιακά, ξοδεύουν περισσότερα. Ακόμα, η υποστελέχωση αρκετών σχολείων, αλλά και το -ομολογουμένως- χαμηλό διδακτικό επίπεδο που παρατηρείται συχνά, αναγκάζει τους γονείς να ξοδεύουν τεράστια ποσά, για υπηρεσίες, πολλές φορές, αμφίβολης ποιότητας. Επιπροσθέτως, ειδικά όσο οι πανελλήνιες πλησιάζουν, τα φροντιστήρια επιλέγονται προκειμένου να καλυφθεί εγκαίρως η διδακτέα ύλη, που πολλές φορές στα δημόσια σχολεία καθυστερεί, για λόγους όπως καταλήψεις κτλ.
Ακόμα, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι και το πολιτικό σύστημα «κλείνει το μάτι» στο συγκεκριμένο φαινόμενο, καθώς προσφέρει μια επαγγελματική διέξοδο σε αρκετούς από τους χιλιάδες αδιόριστους καθηγητές. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1998, κι ενώ λίγο πριν είχε προηγηθεί μαζική πολυήμερη απεργία των καθηγητών της Ο.Λ.Μ.Ε. για το ζήτημα των αδιόριστων εκπαιδευτικών, το σύστημα εξετάσεων άλλαξε, οι μαθητές βρέθηκαν να εξετάζονται γραπτώς σε όλα τα μαθήματα του σχολείου (με αποτέλεσμα να δίνουν Πανελλήνιες σε 14 μαθήματα), ενώ οι εξετάσεις ξεκινούσαν από τη Β’ Λυκείου. Μια εξέλιξη που σίγουρα οδήγησε ακόμα περισσότερους μαθητές στα φροντιστήρια που, για να καλύψουν τις ανάγκες τους, προχώρησαν σε προσλήψεις εκπαιδευτικών. Τυχαίο γεγονός ή ίσως και όχι.
Τι πληρώνουν οι Έλληνες
Κι αν για τα αίτια μπορούμε να συμφωνήσουμε ή να διαφωνήσουμε, εκεί που δεν υπάρχει αμφιβολία είναι οι αριθμοί, που μαρτυρούν το κόστος της ιδιωτικής παιδείας στη χώρα μας, την ώρα που μόνο τα φροντιστήρια είναι περισσότερα από 2.500, χωρίς να υπολογίζουμε τα ιδιαίτερα μαθήματα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με έρευνα της ΓΣΕΕ και του Ινστιτούτου Εργασίας, σε συνεργασία με την Alco, ένας στους δύο εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα (49%) καταβάλλει τουλάχιστον 500 ευρώ σε εκπαιδευτικές δαπάνες για τα παιδιά του, σε μηνιαία βάση (χρήματα που στη Γ’ Λυκείου φτάνουν και τα 1000 ευρώ).
Ακόμα, το 74% του δείγματος παραδέχτηκε ότι τους τελευταίους 12 μήνες έχει καταβάλει δαπάνες για φροντιστήρια.
Συγκεκριμένα, το 36% αφορούσε φροντιστήρια ενίσχυσης της σχολικής επίδοσης, ενώ ένα ακόμα 38% χρειάστηκε να πληρώσει ιδιωτικές υπηρεσίες διδασκαλίας ξένων γλωσσών για τα παιδιά του, παρά το γεγονός ότι η διδασκαλία ξένων γλωσσών συμπεριλαμβάνεται στα αναλυτικά προγράμματα της δωρεάν υποχρεωτικής και μέσης εκπαίδευσης.
Ενδεικτικό του προβλήματος είναι ακόμα το γεγονός ότι από το ποσοστό του δείγματος των εργαζομένων, των οποίων τα παιδιά φοιτούν στο Λύκειο, δεν υπάρχει ούτε ένας που να μην καταβάλει δίδακτρα για φροντιστήρια και φροντιστήρια ξένων γλωσσών, ενώ ήδη από το Γυμνάσιο τα αντίστοιχα ποσοστά ανέρχονται στο 80% για φροντιστήρια και 80% για φροντιστήρια ξένων γλωσσών.
Η τραγική κατάσταση που επικρατεί απεικονίζεται κι από το γεγονός ότι το 30% των εργαζόμενων γονιών ξοδεύει τουλάχιστον 750 ευρώ τον μήνα για ανάλογες υπηρεσίες, δηλαδή περισσότερα από έναν μηνιαίο κατώτατο μισθό.
Δε μειώνουν τις δαπάνες
Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά το γεγονός ότι το 91% των συμμετεχόντων στο δείγμα δηλώνει ότι τα τελευταία τρία χρόνια το κόστος των εκπαιδευτικών δαπανών αυξάνεται συνεχώς, και το 20% παραδέχεται ότι παίρνει δανεικά για να τα βγάλει πέρα, αρνούνται να μειώσουν τις δαπάνες τους. Συγκεκριμένα, θεωρούν το συγκεκριμένο κόστος ανελαστικό, Κάπως έτσι, εμφανίζεται μόνο ένα 9% να δηλώνει ότι τις μείωσε σημαντικά, ένα 48% λίγο και ένα 43% καθόλου.
Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2020, τελευταίο έτος που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, οι οικογένειες ξόδεψαν 3.181,9 δισεκατομμύρια ευρώ για «αγαθά» και για «υπηρεσίες» εκπαίδευσης. Από αυτά 1.301,6 εκατομμύρια έδωσαν για φροντιστήρια, τα 680,9 εκατομμύρια δόθηκαν για την εκμάθηση ξένων γλωσσών και τα 620,7 εκατομμύρια δόθηκαν για την προετοιμασία των παιδιών για τα μαθήματα του σχολείου
Γίνεται αντιληπτό ότι οι Έλληνες αναγκάζονται να ξοδέψουν τεράστια ποσά για υπηρεσίες παιδείας, χωρίς μάλιστα κανείς να μπορεί να τους εγγυηθεί τα αποτελέσματα αυτής της επένδυσης. Ειδικά τώρα που οι πιέσεις λόγω του πληθωρισμού είναι μεγάλες για τα νοικοκυριά, γίνεται σαφές ότι θα πρέπει να υπάρξει κρατική μέριμνα προκειμένου να αντιμετωπιστεί το συγκεκριμένο φαινόμενο, με αλλαγή του τρόπου που λειτουργεί το εκπαιδευτικό σύστημα (το οποίο έχει στο επίκεντρο τις εξετάσεις) και με την παροχή υψηλότερου επιπέδου υπηρεσιών, προκειμένου να μην υπάρχει ανάγκη για «στροφή» σε άλλες λύσεις, και αυτές να επιλέγονται μόνο από όποιον το επιθυμεί πραγματικά.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.