Η εξωστρέφεια είναι ένα χαρακτηριστικό που συνοδεύει την πλειοψηφία των επιτυχημένων επιχειρήσεων, ειδικά σε εκείνες που προέρχονται από αγορές όπως ελληνική, οι οποίες, εκ των πραγμάτων, έχουν συγκεκριμένα όρια. Στη χώρα μας, οι επιχειρήσεις στρέφονται εκτός των συνόρων για δύο, κυρίως λόγους.
Ο πρώτος είναι επειδή όντως στο dna τους υπάρχει η επιθυμία για διεύρυνση του πεδίου δραστηριοποίησής τους. Πιστεύουν δηλαδή πραγματικά, και ουσιαστικά, στις προοπτικές που τους προσφέρει η δράση τους και πέρα από την Ελλάδα, καθώς οραματίζονται για εκείνες μία θέση διεθνούς παίκτη. Ως εκ τούτου, τις περισσότερες φορές, οι κινήσεις τους είναι βασισμένες σε ένα ξεκάθαρο σχέδιο το οποίο έχει εκπονηθεί προσεκτικά και υλοποιείται σε βάθος χρόνου. Άλλη μία περίπτωση είναι οι επιχειρήσεις εκείνες που -ειδικά- την περίοδο της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας ήρθαν αντιμέτωπες με σημαντικές δυσκολίες και αποφάσισαν να αναζητήσουν την «γη της επαγγελίας» κυρίως σε κοντινές αγορές.
Δύο αγορές που έχουν ξεχωρίσει στις προτιμήσεις των ελληνικών επιχειρήσεων είναι, χωρίς αμφιβολία, η Κύπρος και η Ρουμανία. Δύο χώρες με διαφορετικά χαρακτηριστικά μεταξύ τους, αλλά και τον κοινό παρανομαστή ότι αποτέλεσαν όχι μόνο «ασφαλή καταφύγια» σε δύσκολες εποχές για την ελληνική επιχειρηματικότητα αλλά και πρόσφορα εδάφη για την επέκταση των εταιρειών που τις εμπιστεύτηκαν.
Τα χαρακτηριστικά της Κύπρου
Η Κύπρος αποτελεί μία αγορά μικρή σε έκταση και γνώριμη, καθώς παρουσιάζει σε μεγάλο βαθμό κοινά χαρακτηριστικά με την ελληνική, ενώ τις δύο χώρες συνδέουν, εκτός φυσικά από τους πανίσχυρους ιστορικούς δεσμούς, και οι διαχρονικά άριστες σχέσεις σε θεσμικό, διοικητικό και οικονομικό επίπεδο.
Επίσης, οι ελληνικές επιχειρήσεις σε πάρα πολλές περιπτώσεις ήταν ήδη γνωστές άρα δεν είχαν την ανάγκη να «συστηθούν» στο αγοραστικό κοινό.Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο το 2022 οι ελληνικές εξαγωγές στην Κύπρο ξεπέρασαν τα 2,5 δισ. ευρώ. Ακόμα και το γεγονός ότι η γλώσσα είναι κοινή, ουσιαστικά, επέτρεψε στις επιχειρήσεις της χώρας μας να μην αλλάξουν σχεδόν τίποτα.
Δεν θα πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι για πολλά χρόνια η Κύπρος ήταν εξαιρετικά ελκυστική και για τα συγκριτικά φορολογικά της πλεονεκτήματα, όσο και για την σταθερότητα που την χαρακτήριζε, όπως επίσης και για την οικονομική ανάπτυξη, την αυξημένη ιδιωτική κατανάλωση, το φορολογικό πλαίσιο και τη λιγότερη γραφειοκρατία.
Την περίοδο της οικονομικής κρίσης η έξοδος προς το νησί της Αφροδίτης ήταν… μαζική, αφού η Κύπρος, παρά τις δυσκολίες που πέρασε κι εκείνη, είχε μια οικονομία σε σαφώς καλύτερη κατάσταση από τη δική μας. Μάλιστα, αυτή τη στιγμή ξεπερνούν τις 1.500, οι επιχειρήσεις από την Ελλάδα που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο. Εκτός όμως από την περίοδο της κρίσης, η Κύπρος, λόγω των χαρακτηριστικών που περιγράψαμε, αποτελεί πολλές φορές και μία «δοκιμαστική» αγορά για τις ελληνικές επιχειρήσεις που επιθυμούν να κάνουν το πρώτο βήμα πέρα από τα ελληνικά σύνορα.
Δηλαδή, επί της ουσίας, αποτελεί μία κίνηση χαμηλού ρίσκου, που επιτρέπει την επαφή με όλα εκείνα τα στοιχεία που περιλαμβάνει μια ανάλογη κίνηση. Σε περίπτωση λοιπόν που το εγχείρημα στεφθεί με επιτυχία, ανάβει και το «πράσινο φως» για επενδύσεις και σε άλλες χώρες.
Αυτή τη στιγμή η ελληνική επιχειρηματικότητα πρωταγωνιστεί στην κυπριακή αγορά, μέσω της παρουσίας σημαντικών ονομάτων που προέρχονται από κλάδους όπως εκείνους των τροφίμων, της ένδυσης και υπόδησης, του λιανικού εμπορίου, του γενικού εμπορίου, εταιρειών πετρελαιοειδών, τον χρηματοπιστωτικό και ασφαλιστικό τομέα. Ανάμεσα στα ονόματα που ξεχωρίζουν συναντάμε εκείνα εταιρειών όπως: Ελληνικά Πετρέλαια, Jumbo, ΟΠΑΠ, του ομίλου Φουρλή που δραστηριοποιείται μέσω των εμπορικών σημάτων ΙΚΕΑ, Intersport και Leroy Merlyn, των καταστημάτων Public του ομίλου Γερμανός, της Kleeman, της Autohellas, της αλλαντοβιομηχανία Υφαντής. της Αλουμύλ, του ομίλου Βιοχάλκο, της ΕΛΓΕΚΑ, της Νάκας (μουσικά όργανα), των σούπερ μάρκετ Σκλαβενίτη, αλλά και αλυσίδων καφέ όπως η Mikel και τα Coffee Island.
Τα χαρακτηριστικά της Ρουμανίας
Στον αντίποδα, η ρουμανική αγορά είναι διαφορετική σε μέγεθος, όντας διπλάσια από την ελληνική.
Από μόνο του το χαρακτηριστικό αυτό μαρτυρά τις μεγαλύτερες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει μία ελληνική εταιρεία που επιθυμεί να δραστηριοποιηθεί στη χώρα. Ακόμα, αν και έχει δεσμευτεί να υιοθετήσει πλήρως το ευρώ, το επίσημο νόμισμα της είναι το Λέου (με ισοτιμία 1 ευρώ προς 5 Λέου).
Παρά τις συγκεκριμένες διαφορές, η Ρουμανία παραμένει εξίσου ελκυστική, καθώς τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε έναν επενδυτικό τόπο γεμάτο ευκαιρίες, και μάλιστα σε προσιτή τιμή. Επίσης, ως χώρα βιώνει σημαντική ανάπτυξη, ενώ διαθέτει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να υποδεχθεί μία αξιόλογη επένδυση, προσφέροντας ταυτόχρονα και χαμηλότερη φορολογία.
Ως εκ τούτου, τα τελευταία χρόνια το ελληνικό «επιχειρείν» έχει «ανοίξει τα φτερά του» με προορισμό την Ρουμανία, αρχικά ως μία προσπάθεια διεξόδου από την οικονομική κρίση στην Ελλάδα και στη συνέχεια ως ένα άνοιγμα σε μία αγορά διπλάσια από την ελληνική σε πληθυσμό με εξαιρετικές προοπτικές.
Χαρακτηριστικό και απόδειξη των στενών σχέσεων μεταξύ των δύο βαλκανικών χωρών είναι το γεγονός ότι η Ρουμανία φιγουράρει μεταξύ των 10 πιο σημαντικών εξαγωγικών προορισμών για τα ελληνικά προϊόντα. Μάλιστα, το 2022 ήταν χρονιά-ρεκόρ για τις ελληνικές εξαγωγές οι οποίες σημείωσαν νέο ρεκόρ, φτάνοντας τα 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι κύριες κατηγορίες των ελληνικών εξαγωγών περιλαμβάνουν: Προϊόντα βιομηχανίας κατασκευών, Προϊόντα Πετρελαίου, Προϊόντα Χημικής Βιομηχανίας, Προϊόντα Βιομηχανίας Πλαστικών, Η/Υ, Παιχνίδια για παιδιά, Φρέσκα Φρούτα και Παρασκευασμένες Ελιές.
Οι ελληνικές επενδύσεις στη Ρουμανία έχουν κάνει αισθητή την παρουσία τους, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι, στο Εθνικό Εμπορικό Μητρώο της Ρουμανίας έως τον Δεκέμβριο του 2022, ήταν εγγεγραμμένες περίπου 8.400 ελληνικές επιχειρήσεις. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι αυτός ο αριθμός δεν προσφέρεται για την εξαγωγή ολοκληρωμένων συμπερασμάτων, καθώς, από τη μία πλευρά, όταν μια εταιρεία διακόψει τη λειτουργία της δεν διαγράφεται από το μητρώο, κι από την άλλη πολλές είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις που όμως δηλώνουν ως έδρα την Κύπρο και το Λουξεμβούργο. Με τα δεδομένα πάντως που έχουμε στη διάθεσή μας, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 8η θέση του καταλόγου των κυριότερων επενδυτριών χωρών, εμφανίζοντας αύξηση τόσο του επενδεδυμένου κεφαλαίου όσο και του αριθμού των καταγεγραμμένων επιχειρήσεων.
Η πιο σημαντική ίσως εκπρόσωπος του ελληνικού επιχειρείν στη Ρουμανία είναι η ΔΕΗ, η οποία έχει προχωρήσει στην εξαγορά της ENEL Romania, σε μία κίνηση που αποτελεί κομμάτι της στρατηγικής επιλογής της να μετατραπεί σε περιφερειακό παίκτη στην ενέργεια. Ακόμα, τα καταστήματα Jumbo πρωταγωνιστούν στην αγορά της χώρας, στην οποία δραστηριοποιούνται μέσω της Jumbo EC.R. S.R.L, εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με έδρα το Βουκουρέστι Ρουμανίας. Μάλιστα, ο Απόστολος Βακάκης είχε χαρακτηρίσει πριν λίγα χρόνια την χώρα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ως «νέα Ελλάδα».
Στη Ρουμανία αυτή τη στιγμή λειτουργούν 16 καταστήματα Jumbo, τα έσοδα των οποίων μεταφράζονται σε ένα ποσοστό άνω του 20% του τζίρου του ομίλου, ενώ το 2022 ο κύκλος εργασιών έφτασε στα 200 εκατ. ευρώ. Στα σχέδια της εταιρείας είναι να λειτουργήσουν ακόμα 9 μέχρι το 2026, προκειμένου το δίκτυο να αριθμεί 25 φυσικά καταστήματα. Το 2023 ήταν μια πολύ σημαντική χρονιά, καθώς ξεκίνησε τη λειτουργεία του και το e-shop.
Τέλος, σημαντική παρουσία διαθέτουν και τα Ελληνικά Γαλακτοκομεία (Όλυμπος), καθώς η παρουσία της εταιρείας των αδερφών Σαράντη στη Ρουμανία είναι πολυετής και, συγκεκριμένα, ξεκίνησε το 1999, με την εξαγορά της Tyrom και την ίδρυση του πρώτου εργοστασίου της χώρας. Ένα ακόμα μεγάλο βήμα πραγματοποιήθηκε το 2011, όταν ξεκίνησε την λειτουργία του ένα νέο εργοστάσιο γάλακτος στο Brasov.
Οι κινήσεις μέχρι τότε αλλά και όσες έχουν ακολουθήσει μαρτυρούν ότι η αγορά της Ρουμανίας αποτελεί μία στρατηγική επιλογή για την Όλυμπος, καθώς την τελευταία δεκαετία έχει προβεί σε επενδύσεις άνω των 150 εκατ. ευρώ. Μάλιστα, οι επενδύσεις αυτές δεν σταματούν εδώ, καθώς, μέχρι το τέλος του 2024, αναμένεται να λειτουργούν πλήρως τα νέα logistics center του ομίλου στο Brasov, με την επένδυση να φτάνει τα 40 εκατ. ευρώ.
Γίνεται ξεκάθαρο ότι τόσο η κυπριακή, όσο και η ρουμανική αγορά, αποτελούν δημοφιλείς προορισμούς για τις ελληνικές επιχείρησεις, ακόμα και σήμερα που η ελληνική οικονομία έχει ανακάμψει και βρίσκεται σε τροχιά σημαντικής ανάπτυξης, που ευνοεί φυσικά και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.