«Γρήγορα ναι, πρόχειρα όχι» υποστήριζε πριν αρκετές δεκαετίες μία τηλεoπτική διαφήμιση των Goody’s, σε μία προσπάθεια να ξεχωρίσει τον όρο «ταχυφαγείο», με τον χαρακτηρισμό «πρόχειρο φαγητό». Και η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα, μια χώρα που γνωρίζει από καλό φαγητό, μια σχετική επιχείρηση για να καταφέρει να επιβιώσει και -πολύ περισσότερο- να αγαπηθεί από τους καταναλωτές και να ανέβει στην εκτίμησή τους, θα πρέπει να προσφέρει νόστιμο και ποιοτικό φαγητό.
Ειδικά στην εποχή μας, που η ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού έχει «εκτοξεύσει» το κόστος για τους πελάτες, θα πρέπει να έχει λόγο για να δώσει τα χρήματά του για ένα γεύμα. Η αλήθεια είναι ότι στη χώρα μας η συγκεκριμένη αγορά είναι δυναμική, με ανακατατάξεις. Εταιρείες που υστερούσαν σε ποιότητα, ανέβηκαν, άλλες που είχαν δημιουργήσει ένα καλό όνομα έχασαν μέρος της δυναμικής τους, και γενικά φαίνεται ότι κανείς δε μπορεί να νιώθει σίγουρος αν δεν παραμείνει δεσμευμένος στην παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών και καλού φαγητού.
Στο συγκεκριμένο άρθρο θα αναλύσουμε την πορεία που ακολουθούν τρεις «δυνάμεις» που φαίνεται ότι ξεχωρίζουν στη συγκεκριμένη αγορά.
KFC: Εντυπωσιακές επιδόσεις και επέκταση δικτύου
Σε πορεία σημαντικής ανάπτυξης βρίσκεται η αλυσίδα καταστημάτων KFC στην ελληνική αγορά, την οποία «τρέχει» η Food Plus, ως franchisee της Yum International SaRL. Αξίζει να σημειωθεί, για όσους δεν γνωρίζουν ότι η εταιρεία ξεκίνησε τις δραστηριότητές της στα τέλη της δεκαετίας του ’80, έχοντας επικεντρώσει μεγάλο μέρος των δυνάμεών της στη δημιουργία καταστημάτων Pizza Hut στη χώρα μας. Τα τελευταία χρόνια, και συγκεκριμένα μετά το 2020, όταν και η Pizza Hut αποχώρησε από την Ελλάδα, η προσοχή της έχει στραφεί στα καταστήματα KFC και τα αποτελέσματα την δικαιώνουν.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι το 2022, τα 14 καταστήματα KFC που λειτουργούσαν στη χώρα μας απέφεραν τζίρο 27,6 εκατ. ευρώ, την ώρα που το 2019 (δηλαδή πριν την πανδημία) KFC και Pizza Hut κατέγραφαν συνολικά πωλήσεις ύψους18,7 εκατ. ευρώ.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη οικονομική έκθεση της εταιρείας, που αφορά στη 2022, ο κύκλος εργασιών ανήλθε σε 27,6 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 62,27% από το 2021, όταν ο τζίρος έφτανε στα 17 εκατ. ευρώ του 2021. Η επιτυχημένη παρουσία των καταστημάτων φαίνεται κι από το γεγονός ότι τα κέρδη προ φόρων υπερδιπλασιάστηκαν, και ξεπέρασαν το 1,88 εκατ. ευρώ, όταν το 2021 έφτασαν στα 936.420 ευρώ, ενώ τα κέρδη μετά φόρων αυξήθηκαν κατά 73,57% και ξεπέρασαν το 1,7 εκατ. ευρώ, την ώρα που το 2021 έφτασαν στα 995.978 ευρώ. Η «υγεία» στα οικονομικά της εταιρείας φαίνεται και από το γεγονός ότι τα ίδια κεφάλαια της «άγγιξαν» τα 1,9 εκατ. ευρώ, αριθμός υπερ-πολλαπλάσιος των 256.897,08 ευρώ του 2021. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ανοδικά κινήθηκαν και οι υποχρεώσεις της εταιρείας, καθώς αυτές έφτασαν στα 12,3 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 1,9 εκατ. ευρώ (18,87%) σε σχέση με την προηγούμενη χρήση 2021. Σημειώνεται ότι η εταιρεία προχώρησε στην λήψη βραχυπρόθεσμου δάνειο 2 εκατ. ευρώ μέσα στη χρήση 2023, το οποίο θα αποπληρωθεί τον Δεκέμβριο της χρήσης 2024.
Για την ιστορία αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι η πορεία της Food Plus ΑΕΒΕ ξεκίνησε το 1989, όταν και ανέλαβε franchisee της YUM! Brands Inc., με στόχο να αναπτύξει το δίκτυο της Pizza Hut. Με την ΚFC ασχολήθηκε το 1997 ενώ σήμερα είναι υπεύθυνη για ένα δίκτυο 17 συνολικά ιδιόκτητων εστιατορίων υπό το σήμα των KFC, τα οποία συναντάμε κυρίως στον Νομό Αττικής. Συγκεκριμένα, το δίκτυο καταστημάτων αριθμεί 17 σημεία, 14 στην Αθήνα και 3 στη Θεσσαλονίκη, στις ακόλουθες περιοχές: Σύνταγμα, Αμπελόκηποι, Κηφισιά, Παγκράτι, Νέα Σμύρνη, Χαλάνδρι, Πειραιά, Γλυφάδα, The Mall Athens, Athens Metro Mall, Village Shopping Center (Ρέντης), Escape Center (Ίλιον), Smart Part, River West, Mediterranean Cosmos (Θεσσαλονίκη), One Salonica (Θεσσαλονική) και Πλατεία Αριστοτέλους (Θεσσαλονίκη).
Σημειώνεται ότι το το 2023 ξεκίνησαν την λειτουργία τους τα KFC στην πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη, τη Νέα Σμύρνη και το Χαλάνδρι, ενώ εντός του 2024 εγκαίνια θα πραγματοποιήσουν τα καταστήματα σε Νέα Φιλαδέλφεια, Μεταμόρφωση, Γέρακα και σε άλλη μία τοποθεσία που μένει να ανακοινωθεί.
Η Food Plus ανήκει στον ευρύτερο όμιλο Ιωάννου (JP Avax, Aegean, Intercontinental, Yes Hotels κ.λπ.) και απασχολεί στα εστιατόριά της και στα Κεντρικά Γραφεία περισσότερα από 550 άτομα. Σε ό,τι αφορά στην Υum Βrands, η έδρα της είναι στο Kentucky (Louisville) και λειτουργεί περισσότερα από 49.000 εστιατόρια σε πάνω από 145 χώρες και πολιτείες. Διαχειρίζεται διεθνώς τρία (3) brands, τα KFC, την Pizza Hut και τα Taco Bell και κατέχει ηγετική θέση στην παγκόσμια αγορά. Σήμερα, απασχολεί περισσότερους από 1,5 εκατ. εργαζομένους σε όλο τον κόσμo.
Mc Donalds: Το εντυπωσιακό come back
Tα Mc Donald’s στην ελληνική αγορά αποτελούν το χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας επιχειρηματικής προσπάθειας που παρά το γεγονός ότι συνάντησε αρκετά εμπόδια, κατάφερε να «γυρίσει το παιχνίδι» υπέρ της.
Το πρώτο κατάστημα McDonald’s στην Ελλάδα άνοιξε το 1991 στο Σύνταγμα. Η έλευση στη χώρα μας ενός τεράστιου ονόματος στον χώρο της εστίασης και του γρήγορου φαγητού είχε προκαλέσει μεγάλη αίσθηση. Η φρενίτιδα ήταν τέτοια που το πρώτο διάστημα το κατάστημα του Συντάγματος εμφανιζόταν συχνά μέσα στα πρώτα δέκα σε επίπεδο πωλήσεων παγκοσμίως. Η τεράστια αποδοχή «ανάγκασε» την κεντρική διεύθυνση στις ΗΠΑ να επιταχύνει τις διαδικασίες για επέκταση του δικτύου στη χώρα μας. Η συνέχεια όμως δεν ήταν η αναμενόμενη.
Στη συνέχεια, για μία σειρά από λόγους, η «μόδα» των fast foods που «άνθιζε» στη χώρα μας άρχισε να υποχωρεί. Έτσι, πολλά καταστήματα αναγκάστηκαν να κλείσουν (Hambo, Lebel) η Goody’s κυριάρχησε στην ελληνική αγορά, και τα Mc Donald’s έμειναν ανοιχτά χωρίς όμως να μπορούν να διεκδικήσουν την πρώτη θέση.
Πολλοί μπορούν να αναφερθούν ως λόγοι για την συγκεκριμένη εξέλιξη. Από το γεγονός ότι οι Έλληνες δεν ήθελαν να τρώνε με τα χέρια (αναγκάζοντας τελικά την εταιρεία να προσφέρει μαχαιροπίρουνα στους πελάτες), μέχρι το ότι η Goody’s γνώριζε καλύτερα την ελληνική αγορά. Επειδή όμως μιλάμε για φαγητό, όσοι είναι λίγο μεγαλύτεροι σε ηλικία μπορούν να δώσουν μία πιο απλή απάντηση. Το φαγητό του ανταγωνισμού τότε ήταν πιο νόστιμο. Τόσο απλά.
Τελικά, το 2011,με την οικονομική κρίση και τα μνημόνια να βρίσκονται πλέον στο προσκήνιο, η εταιρεία βρέθηκε μπροστά σε μια δύσκολη κατάσταση. Το δίκτυο των 60 καταστημάτων που είχε δημιουργήσει, είχε συρρικνωθεί σημαντικά, ενώ εμβληματικά καταστήματα όπως αυτό στην Κηφισιά είχαν κλείσει. Τελικά, μετά από επενδύσεις ύψους 100 εκατ. ευρώ και συσσωρευμένες ζημιές ύψους 84 εκατ. ευρώ η McDonald’s έπρεπε να λάβει μια δύσκολη απόφαση. Συγκεκριμένα, το 2011, με τζίρο 19 εκατ. ευρώ και αρνητικά αποτελέσματα, προχώρησε στην πώληση των 19 εταιρικών καταστημάτων που διέθετε στην Ελλάδα (12 στην Αθήνα, 2 στη Ρόδο, 3 στην Κρήτη και από ένα σε Κέρκυρα και Ζάκυνθο) στην Premier Capital. Η εταιρεία, με έδρα την Μάλτα, αναλάμβανε developmental licensee της McDonald’s στην Ελλάδα. Με λίγα λόγια, θα «έτρεχε» εκείνη τα καταστήματα υπό το ίδιο brand και θα πλήρωνε στη McDonald’s δικαιώματα (royalties).
H Premier Capital είχε αναλάβει παρόμοιο ρόλο σε τέσσερις ακόμη χώρες (Μάλτα, Εσθονία, Λιθουανία και Λετονία), με πολύ καλές αποδόσεις, και θεωρήθηκε η τελευταία λύση προκειμένου να αλλάξει η κατάσταση. Την εποχή εκείνη, εκτός από τα 19 εταιρικά καταστήματα λειτουργούσαν κι άλλα 10 με τη μέθοδο του franchising. Επιλογή της PC ήταν να μην ανανεώνονται οι άδειες που έληγαν και αν το κατάστημα ήταν κερδοφόρο θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο να ενταχθεί στο κεντρικό δίκτυο.
Το 2013 ήταν ίσως η πιο δύσκολη χρονιά για την εταιρεία, καθώς τότε μπήκε λουκέτο και στο τελευταίο κατάστημα που είχε απομείνει στη Θεσσαλονίκη ενώ από τα 29 καταστήματα που είχε παραλάβει η Premier Capital από την διοίκηση της McDonald’s είχαν απομείνει μόνο 18 εταιρικά και 2 franchise (τα οποία έκλεισαν σε μικρό χρονικό διάστημα). Μάλιστα, από τα 27 εκατ. ευρώ που ήταν ο τζίρος το 2010, το 2013 είχαν μειωθεί στα 18,6 εκατ. ευρώ, ενώ συνεχιζόταν η καταγραφή ζημιών, έστω και μικρότερης έκτασης.
Τελικά οι σκληρές αποφάσεις είχαν αποτέλεσμα και το 2014 οι πωλήσεις έφτασαν στα 21 εκατ. ευρώ. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι πλέον καταγράφονταν κέρδη, έστω και μικρά, ύψους 36 χιλ. ευρώ. Αυτό όμως ήταν η αρχή μίας ανοδικής πορείας που είχε ως αποτέλεσμα το 2019 οι πωλήσεις να εκτοξευτούν στα 40,8 εκατ. ευρώ με τα κέρδη να φτάνουν στο 1 εκατ. ευρώ.
Η εταιρεία, έχοντας ξεπεράσει και τις αναταράξεις από την πανδημία, βρίσκεται σε συνεχή ανοδική πορεία. Το 2022 οι πωλήσεις της «εκτοξεύτηκαν» στα 81 εκατ. ευρώ, από 51,97 εκατ. ευρώ το 2021, παρά το γεγονός ότι οι τιμές ανατιμήθηκαν 5 φορές μέσα στο έτος.
Σημαντικό ρόλο έχουν διαδραματίσει οι συνεργασίες της με efood και wolt από τις οποίες προέρχεται το 20% των εσόδων της, ενώ σημείο-κλειδί θεωρείται το γεγονός ότι κατάφερε να «κερδίσει» την νεολαία με έξυπνες κινήσεις, όπως προσφορές μέσω app, αλλά και συνεργασίες με διάσημα ονόματα όπως ο Κωνσταντίνος Αργυρός και ο Σάκης Ρουβάς. Επίσης, η νέα εμφάνιση των καταστημάτων, με τις οθόνες παραγγελιών και πληρωμής έχουν δημιουργήσει θετική αίσθηση. Τέλος, το πιο βασικό, είναι αυτό που καταλαβαίνει ο πελάτης από την πρώτη μπουκιά. Το φαγητό πλέον είναι πιο νόστιμο.
Υπολογίζεται ότι από το 2011 έχουν επενδυθεί πάνω από 40 εκατ. ευρώ για το άνοιγμα νέων εστιατορίων, την ανακαίνιση υφιστάμενων καθώς και την αναβάθμιση των υποδομών και της τεχνολογίας σε ολόκληρο το δίκτυό της. Αυτή τη στιγμή λειτουργούν 31 καταστήματα στη χώρα μας, με τον στόχο να κάνει λόγο για 50 καταστήματα στα επόμενα χρόνια, ενώ σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται η κατασκευή του νέου κέντρου διανομής της Premier Capital Hellas στον Ασπρόπυργο, το οποίο θα εξυπηρετεί το δίκτυο καταστημάτων της McDonald’s στην Ελλάδα.
Goody’s: Νέα εποχή υπό τον όμιλο Vivartia
Η Goody’s (ή όπως είναι πλέον το όνομά της, Goody’s Burger House) ξεκίνησε την πορεία της στην αγορά του γρήγορου φαγητού το 1973, όταν και ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη από τον Ιωάννη Διονυσιάδη.
Το πρώτο της κατάστημα στην Αθήνα άνοιξε το 1981, ενώ στον όμιλο των Goody’s, ο οποίος από τη δεκαετία του 1990 λειτούργησε με τη μέθοδο της δικαιόχρησης, προστέθηκαν στη συνέχεια οι αλυσίδες Flocafé και Hellenic Catering.
Το 1994 πραγματοποίησε την είσοδό της στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ενώ το 1997 λειτούργησε τα πρώτα της εστιατόρια εκτός Ελλάδας καθώς επέκτεινε τις δραστηριότητές της στην Κύπρο, τη Βουλγαρία και την Πορτογαλία (σημειώνεται ότι στην τελευταία η δραστηριότητά της έχει σταματήσει). Κομβική χρονιά για την εταιρεία ήταν το 2001 όταν εισήλθε στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας με ποσοστό πάνω από 60% η Δέλτα Συμμετοχών Α.Ε., ενώ στη συνέχεια πέρασε στον όμιλο Vivartia μετατρέποντας την ονομαστικά σε Vivartia Α.Β.Ε.Ε. Προϊόντων Διατροφής και Υπηρεσιών Εστίασης. Υπενθυμίζεται ότι το 2021, οι μέτοχοι της MIG ενέκριναν την πώληση της Vivartia στο αμερικανικό fund της CVC Capital.
Αποτελεί τον πιο «παλιό» παίκτη της αγοράς, ενώ το δίκτυό της αποτελείται από 130 καταστήματα εστίασης
εκ των οποίων τα 6 βρίσκονται εκτός συνόρων. Το 2022, οι συνολικές καθαρές πωλήσεις του συστήματος Goody’s σημείωσαν αύξηση κατά 41,3% έναντι του 2021. Αναφορικά με τη διεθνή παρουσία του σήματος, το 2022 λειτούργησαν 3 Goody’s Burger House σε τρεις νέες χώρες: την Κύπρο, τη Ρουμανία και τη Σαουδική Αραβία. Παράλληλα, έγινε σημαντική προσπάθεια γιατην σύνδεση της μάρκας με το νεανικό κοινό, όπως και για την ανάπτυξη του νέου Goody’s Site & App, την ενίσχυση του προγράμματος πιστότητας All Star Club και την ανάπτυξη ψηφιακών υπηρεσιών για την ενίσχυση της εμπειρίας του καταναλωτή μέσα στο κατάστημα.
Υπενθυμίζεται ότι τα Goody’s ανήκουν στον κλάδο εστίασης της Vivartia μαζί με Everest, Flocafe και La Pasteria, ενώ επιπλέον στόχος είναι η ανάπτυξη του δικτύου τόσο εντός, όσο και εκτός ελληνικών συνόρων.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.