Μία παρατεταμένη «βουτιά» παρουσιάζει το τελευταίο διάστημα το λιανεμπόριο, αναφορικά με όλες τις κατηγορίες καταστημάτων και προϊόντων, αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά ότι οι Έλληνες περιορίζουν, όσο είναι δυνατό την αγοραστική τους δραστηριότητα, ως απόρροια της ακρίβειας. Παράλληλα, το γενικότερο ασταθές κλίμα σε παγκόσμιο επίπεδο, λόγω των αλλεπάλληλων κρίσεων (πόλεμος στην Ουκρανία, αναταράξεις στη Μέση Ανατολή, ενεργειακή κρίση κλπ.), κάνει τους καταναλωτές πιο «σφιχτούς» και επιλεκτικούς, όσον αφορά στις αγορές.
Μείωση του τζίρου δείχνουν τα στοιχεία – Χάνουν πελάτες τα πολυκαταστήματα
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σχετικά με τον Φεβρουάριο του 2024, ο γενικός δείκτης όγκου πωλήσεων παρουσίασε μείωση 9,8%, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Φεβρουαρίου 2023. Να αναφέρουμε βέβαια ότι αύξηση παρατηρήθηκε σε σχέση με τον περασμένο Ιανουάριο 2024 (+3,9%). Ο γενικός δείκτης κύκλου εργασιών όσον αφορά τις σταθερές τιμές, μειώθηκε κατά 3,8% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2023 και σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιανουαρίου 2024, σημείωσε και πάλι αύξηση της τάξεως του 3,7%.
Αναφορικά με τις τρέχουσες τιμές, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, ο γενικός δείκτης κύκλου εργασιών επίσης παρουσίασε μείωση 3,8% τον Φεβρουάριο 2024 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Φεβρουαρίου 2023.
Το ακόμη πιο ανησυχητικό βέβαια είναι ότι η μείωση του τζίρου «απλώνεται» σε όλους τους τομείς δραστηριότητας των καταστημάτων, από τα καύσιμα, μέχρι τα τρόφιμα, ακόμη και τα φαρμακευτικά προϊόντα, με τους καταναλωτές να φαίνεται πως περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, την «πρωτιά» στη μείωση καταγράφουν τα πολυκαταστήματα με ποσοστό 20,3%, ενώ δεύτερα έρχονται τα βιβλία και χαρτικά, με 15,3%. Ψηλά στη λίστα των μειώσεων είναι και τα καύσιμα και λιπαντικά αυτοκινήτων (9,7%), ως απόρροια του ήπιου χειμώνα και των παρατεταμένων υψηλών θερμοκρασιών που δεν ευνόησαν την προμήθεια πετρελαίου θέρμανσης. Στη συνέχεια έρχονται τα τρόφιμα, τα ποτά και ο καπνός, (8%), τα έπιπλα, τα ηλεκτρικά είδη και ο γενικότερος οικιακός εξοπλισμός (6,4%), τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (6%), τα φαρμακευτικά και καλλυντικά προϊόντα (4,5%) και, τέλος, η ένδυση και υπόδηση με ποσοστό μείωσης 0,9%.
Παρατηρείται λοιπόν πως παρά τη γενικότερη στροφή των καταναλωτών προς τα μεγάλα πολυκαταστήματα, τις αλυσίδες και τους μεγάλους παίκτες του λιανεμπορίου, «κυνηγώντας» προσφορές και εκπτωτικές περιόδους που ολοένα και παρατείνονται, τουλάχιστον για τον Φεβρουάριο που πέρασε, φαίνεται πως αυτοί δεν τα προτίμησαν τόσο, σε σχέση με πέρυσι. Βέβαια, τα δεδομένα ήταν χειρότερα τον περασμένο Ιανουάριο 2024, καθώς ο δείκτης παρουσίασε τον Φεβρουάριο αύξηση 3,9%.
Σχετικά με τον Φεβρουάριο του 2024, ο γενικός δείκτης όγκου πωλήσεων παρουσίασε μείωση 9,8%, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περσινό δείκτη
Σταδιακό «αντίο» στο shopping therapy
Αξίζει να σημειώσουμε ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι αγορές από τα πολυκαταστήματα συνδέονται με το γνωστό «σπορ» του shopping therapy και τις βόλτες σε αυτά χωρίς απαραίτητη ανάγκη για προμήθεια συγκεκριμένων προϊόντων, κάτι το οποίο, εξαιτίας της εκτίναξης των τιμών, χωρίς να συμβαίνει το ίδιο και με τους μισθούς, και το γενικότερο «ράλι» στο κόστος ζωής, τείνει να εκλείψει, και ίσως αυτός να είναι ένας ακόμη παράγοντας για τον οποίο οι καταναλωτές απέφυγαν τα πολυκαταστήματα.
Να τονίσουμε ότι επρόκειτο μάλιστα για περίοδο χειμερινών εκπτώσεων (Ιανουάριος – Φεβρουάριος), γεγονός το οποίο δείχνει ότι το επιθυμητό αποτέλεσμα τελικά δεν ήρθε για τους επιχειρηματίες του κλάδου. Βέβαια, σε αυτό το φαινόμενο ίσως έβαλαν «φρένο» και οι ενδιάμεσες εκπτώσεις του Δεκεμβρίου, οπότε και οι καταναλωτές είχαν μεγαλύτερο budget προς κατανάλωση, λόγω του δώρου Χριστουγέννων.
Εν τω μεταξύ, οι αριθμοί που συγκεντρώνουν τα σούπερ μάρκετ παρουσιάζουν εντελώς διαφορετική εικόνα, καθώς η κατανάλωση παρουσιάζει σταθερά ανοδική τάση.
Ο ρόλος του πληθωρισμού
Σε αυτό το σημείο ας δούμε και κάποια ενδεικτικά στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού για τις εξεταζόμενες περιόδους, καθώς ο κλάδος του λιανεμπορίου και οι καταναλωτικές τάσεις επηρεάζονται άμεσα από τις τιμές του. Τον Φεβρουάριο 2024, βέβαια φαίνεται πως δεν ήταν τόσο κρίσιμος για τη μείωση των ποσοστών τζίρου, αφού σε εγχώριο επίπεδο βρέθηκε στο 3,1%, καταγράφοντας μικρή μείωση από το 3,2% που ήταν τον Ιανουάριο. Τον δρόμο της ανόδου πήρε βέβαια τον Μάρτιο που πέρασε, φτάνοντας το 3,4%, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat, τον Απρίλιο επέστρεψε στο 3,2%.
Στις ελληνικές επιχειρήσεις για το 2023, το 7,1% του τζίρου γίνεται πλέον από το ηλεκτρονικό εμπόριο
Η «εκτίναξη» του ηλεκτρονικού εμπορίου – Τι αγοράζουν περισσότερο οι καταναλωτές
Στον αντίποδα, το ηλεκτρονικό εμπόριο αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς και διαφοροποιεί εντελώς τις καταναλωτικές συνήθειες, δημιουργώντας μία νέα πραγματικότητα, η οποία «ξέσπασε» περισσότερο την περίοδο της πανδημίας, ωστόσο, όπως φαίνεται, παγιώθηκε. Ακολουθώντας την τάση, στο «παιχνίδι» μπήκαν γρήγορα και οι περισσότεροι λιανέμποροι.
Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσιας έρευνας χρήσης τεχνολογιών πληροφόρησης και ηλεκτρονικού εμπορίου, στις ελληνικές επιχειρήσεις για το 2023, το 7,1% του τζίρου γίνεται πλέον από το ηλεκτρονικό εμπόριο, περίπου 25 δισ. ευρώ, ενώ 20,6% των παραγγελιών γίνεται μέσω των ιστοσελίδων ή ειδικών εφαρμογών που διαθέτουν οι επιχειρήσεις.
Ακόμη, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που οι Έλληνες καταναλωτές αγοράζουν περισσότερο μέσω διαδικτύου, αντί για τα φυσικά καταστήματα, με «πρωταθλητές» τα ρούχα, τα παπούτσια και τα αξεσουάρ. Συγκεκριμένα, σχεδόν τρεις στους τέσσερις (73,55%) που ρωτήθηκαν το 2023, είχαν αγοράσει το προηγούμενο τρίμηνο τέτοια είδη. Το ποσοστό αυτό μάλιστα ήταν υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (69,7%).
Στη δεύτερη θέση, έρχεται η μεγάλη τάση του online delivery φαγητού, κυρίως μέσω των μεγάλων «παικτών» των delivery apps. Πιο ειδικά, περισσότεροι από τέσσερις στους δέκα (44,13%) έκαναν ηλεκτρονικά παραγγελίες φαγητού από εστιατόρια, αλυσίδες fast food και catering έναντι σχεδόν 30% στην ΕΕ.
Αναφορικά με τα rates των προϊόντων, Χαμηλότερο είναι το ποσοστό για αγορές καλλυντικών και προϊόντων ομορφιάς (25,28%) έναντι 28,24% στην ΕΕ.
Όσον αφορά στις υπηρεσίες, περισσότερες online πωλήσεις «έγραψαν» τα εισιτήρια για μεταφορές με ποσοστό 38,71%, αλλά και η ενοικίαση αυτοκινήτου, με ποσοστό 35,37%. Τα ποσοστά επίσης παραμένουν υψηλότερα σε σχέση με αυτά της ΕΕ (32,78% και 33,18%, αντίστοιχα). Υψηλά ποσοστά καταγράφει και ο κόσμος του θεάματος, καθώς το 32,25% αγόρασε ηλεκτρονικά εισιτήριο για πολιτιστικές ή άλλες εκδηλώσεις.
Τέλος, έδαφος κερδίζει ολοένα και περισσότερο και το streaming και downloading, με τις αντίστοιχες πλατφόρμες να καταγράφουν 26,31% αγορών. Εδώ έρχεται μία διαφοροποίηση, σε σύγκριση με την ΕΕ, με τους υπόλοιπους ευρωπαίους να δείχνουν πιο εξοικειωμένη με τις υπηρεσίες αυτού του είδους, στην ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν υψηλότερο (34,54%).
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.