Ίσως σε κάποιες γειτονιές, ακόμα και στην Αθήνα, κάποιος περιπατητής να συναντήσει ακόμα και σήμερα μουριές. Ένα δέντρο που ιδίως και τους παλαιότερους είναι αρκετά οικείο, αποτελώντας μέρος της αστικής χλωρίδας της πόλης. Ωστόσο, ένας Έλληνας παραγωγός, είδε την υπεραξία που μπορεί να έχει το φρούτο αυτό και ξεκίνησε να το καλλιεργεί συστηματικά πριν από λίγα χρόνια. Κατά περίπτωση η τιμή χονδρικής κυμαίνεται από 20 έως και 25 ευρώ το κιλό, για ένα προϊόν η καλλιέργεια του οποίου είναι ιδιαίτερα απαιτητική.
Με κύρια επιθυμία τους να δημιουργήσουν ένα αγροτικό προϊόν με προστιθέμενη αξία στην αγορά, ο Θανάσης Μπούρας, συνταξιούχος πυροτεχνουργός της Αστυνομίας, αποφάσισε μαζί με την οικογένειά του να στραφούν στην καλλιέργεια μούρων. Διατηρώντας 30 ιδιόκτητα στρέμματα γης στο Ρεγγίνη Λοκρίδας, στη Φθιώτιδα, διέκοψε την αμπελοκαλλιέργεια όπου έκανε παραγωγή ποικιλιών σταφυλιού Merlot και Cabernet για την παραγωγή κρασιού και τσίπουρου. «Αδυνατώντας να τα βάλω με τη φύση που δεν ευνοούσε τα αμπέλια στην περιοχή που ζω, σε ένα από τα ταξίδια μου ως αστυνομικός για εκπαίδευση στο Ισραήλ, γνώρισα τα μούρα», λέει στο THETOTALBUSINESS.
Σε μία από τις παραγωγικές κοινότητες του Ισραήλ που ονομάζονται κιμπούτς και βασίζονταν ανέκαθεν στην ανάπτυξη της γεωργίας, συνάντησε την καλλιέργεια του συγκεκριμένου φρούτου. «Γνωρίστηκα με έναν διερμηνέα, ο οποίος ήταν γεωπόνος και καταγόταν από την Κύπρο. Μου είπε ότι οι συγκεκριμένες μουριές μπολιάζονται και θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν στο κλίμα της Ελλάδας. Πήραμε κάποια μπόλια προερχόμενα από το Πακιστάν και την Ινδονησία και τα μεταφέραμε σε δικό του φυτώριο στην Κύπρο. Αρχικά δοκιμάσαμε πέντε ποικιλίες, επιλέγοντας στη συνέχεια τις τρεις που θεωρήσαμε ότι θα μπορούσαν να είναι οι καταλληλότερες για το κλίμα της περιοχής που βρίσκονται τα κτήματά της οικογένειάς μου».
Περισσότερες από 300 ποικιλίες μούρου παγκοσμίως
Η μουριά (Morus spp.) αριθμεί περισσότερες από 300 ποικιλίες παγκοσμίως.
Στο στάδιο της ωρίμανσής τους, χρωματικά τα μούρα παρουσιάζουν διαφορετικές αποχρώσεις από μαύρο σε κόκκινο, άσπρο και μοβ. Αυτά που συναντώνται συχνότερα είναι τα μαύρα (Morus nigra) με καταγωγή από την Κασπία θάλασσα που ήρθαν στην Ελλάδα αρκετούς αιώνες νωρίτερα, γνωστά από τον Θεόφραστο ως συκάμινα και από τον Διοσκουρίδη ως μορέα. Τα κόκκινα (M. Rubra) είναι γηγενής ποικιλία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και τα λευκά (M. Alba) κατάγονται από την Κίνα. Τα τελευταία, για περισσότερες από δύο χιλιετίες έχουν γίνει γνωστά και η καλλιέργειά τους έχει μεταφερθεί στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική, την Ασία και την Αφρική. Στην Ελλάδα η λευκή μουριά λέγεται ότι έφτασε κατά τη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Κατά τον ίδιο η μουριά είναι ένα δέντρο που ευδοκιμεί μόνο σε θερμά κλίματα και στέκεται στις δυσκολίες που παρουσιάζει η συγκεκριμένη καλλιέργεια στην περιοχή του, τη Λοκρίδα. Ιδανικές συνθήκες ανάπτυξης για τα δέντρα αυτά θα μπορούσε κανείς να συναντήσει στην Κρήτη, όπως εξηγεί.
Φέτος είναι η τρίτη χρονιά που η οικογένεια Μπούρα δραστηριοποιείται στη συγκεκριμένη καλλιέργεια, αξιοποιώντας δύο ποικιλίες μαύρου μούρου και μία λευκού. Επίσης έχει φυτεύσει και μία ρώσικη, ροζ ποικιλία, η οποία αναμένεται να δώσει προσεχώς τους πρώτους καρπούς της. Έως τώρα στα κτήματά της Λοκρίδας αναπτύσσονται περίπου 400 δέντρα, ενώ στόχος είναι να αναπτυχθούν συνολικά 1.000 δέντρα.
Συσκευασμένα σε καταστήματα delicatessen – Συζητήσεις με σούπερ μάρκετ
Τα μούρα πωλούνται συσκευασμένα σε καταστήματα delicatessen, ενώ σε εξέλιξη βρίσκονται οι συζητήσεις για τοποθέτησή τους στα ΟΚ Anytime Markets αλλά και στα σούπερ μάρκετ Γαλαξίας. «Οι παραγόμενες ποσότητες δεν είναι μεγάλες, με τις συνολικό όγκο παραγωγής ετησίως να αγγίζει περίπου τον 1 τόνο», αναφέρει ο Θανάσης Μπούρας. Τα φρούτα προσφέρονται και για μεταποίηση, καθώς κατά καιρούς η επιχείρηση έχει κάνει παραγωγή μαρμελάδας με στέβια και chia, με καστανή ζάχαρη και μέλη αλλά και μαρμελάδα από λευκό μούρο με τσία και στέβια. Φέτος όπως λέει θα επιδιώξει την αξιοποίηση ορισμένων ποσοτήτων για την παραγωγή τσίπουρου αλλά και κρασιού, εκτός από τα νωπά που ήδη διαθέτει στη αγορά.
Η τιμή που απολαμβάνει ο παραγωγός κατά την πώληση του νωπού φρούτου σε χονδρική κυμαίνεται μεταξύ 20 έως και 25 ευρώ το κιλό, ενώ στο ράφι της λιανικής η τιμή φτάνει ακόμα και τα 30 ευρώ το κιλό. Η περίοδος που που ευδοκιμούν τα δέντρα είναι από τις αρχές Απριλίου έως και τον Ιούνιο, με το λευκό να έχει την δυνατότητα να αποδίδει καρπούς έως και τον Ιούλιο υπό ιδανικές συνθήκες καλλιέργειας.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.