Την φράση «η εγχείρηση πέτυχε αλλά ο ασθενής απεβίωσε» θυμίζει η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, σύμφωνα τουλάχιστον με τα στοιχεία που έρχονται στην επιφάνεια. Συγκεκριμένα, η χώρα μας παρουσιάζεται να είναι πιο φτωχή εντός της Ευρωζώνης, την ώρα που η ελληνική οικονομία καταφέρνει αξιοσημείωτες επιδόσεις και οι διεθνείς οίκοι επαναφέρουν την εμπιστοσύνη τους σε αυτήν.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι πριν λίγες μέρες ο οίκος αξιολόγησης S&P αναβάθμισε το outlook της Ελλάδας σε θετικό, ενώ στις αρχές Μαρτίου ο οίκος DBRS επιβεβαίωσε την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας με BBB (low) διατηρώντας σταθερές προοπτικές.
Υπενθυμίζεται ότι ο καναδικός οίκος έχει δώσει στην Ελλάδα επενδυτική βαθμίδα από τον περασμένο Σεπτέμβριο, ακολουθώντας τον γερμανικό οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Scope, ενώ στη συνέχεια το ίδιο έπραξαν ο S&P και ο Fitch, τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο του 2023, αντίστοιχα.
Την ίδια ώρα, το ΤΧΣ προχωρά σε αποεπένδυση από τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες επιστρέφουν πλήρως στον ιδιωτικό τομέα, σε κινήσεις που μαρτυρούν ότι η ελληνική οικονομία έχει καταφέρει να αφήσει πίσω της την μακρόχρονη οικονομική κρίση και έχει ξεκινήσει την ανοικοδόμηση μίας νέας πραγματικότητας με πιο ευοίωνες προοπτικές.
Οικονομική ανάπτυξη, αλλά…
Με το ελληνικό παράδοξο, δηλαδή την ώρα που ευημερούν οι αριθμοί οι άνθρωποι να δυσκολεύονται, ασχολήθηκαν και οι Financial Times οι οποίοι έδωσαν την δική τους οπτική για το ζήτημα, αναλύοντας την «ισχυρή οικονομική ανάπτυξη» που σημειώθηκε μετά την πανδημία. Στη συγκεκριμένη ανάλυση έχει τοποθετηθεί στο επίκεντρο το γεγονός ότι η χώρα μας, την ώρα που βρίσκεται μεταξύ των καλύτερων επιδόσεων στην Ευρωζώνη, είναι και η πιο φτωχή.
Αναφορικά με τις ελληνικής επιτυχίες, εκείνες αποδίδονται στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες που είχαν ως αποτέλεσμα την εφαρμογή ενός εκτεταμένου προγράμματος μεταρρυθμίσεων ευρείας εμβέλειας και την αντιμετώπιση μακροχρόνιων σημείων συμφόρησης.
Άλλωστε, ενδεικτικοί είναι οι αριθμοί που παρουσίασε επισήμως η Eurostat και επιβεβαίωσαν ότι η χώρα μας «τρέχει» με ρυθμούς ανάπτυξης μεγαλύτερους από τον μέσο όρο της ευρωζώνης που της επέτρεψαν να μειώσει τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, το ελληνικό δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 10,8 ποσοστιαίες μονάδες στο 162% το 2023, την ώρα που η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 2% το 2023. Είναι χαρακτηριστικό ότι μία πανίσχυρη οικονομία -μέχρι πρόσφατα- όπως η γερμανική, ολοκλήρωσε την περσινή χρονιά με ύφεση 0,3%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν πρόκεται για επιτυχία της μίας φοράς, καθώς από το 2019, πριν δηλαδή από την πανδημία, η χώρα μας κατάφερε να σημειώσει ανάπτυξη σε διπλάσιο ρυθμό από εκείνον της Ευρωζώνης. Τέλος, τη θετική πορεία στην οποία κινείται η ελληνική οικονομία επιβεβαίωσε και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο προέβλεψε για το 2024 ανάπτυξη 2%, ενώ σημείωσε ότι η χώρα μας για τα επόμενα δύο χρόνια θα αναπτύσσεται πάνω από τους ρυθμούς της Ευρωζώνης.
Οι παράγοντες που βοήθησαν στην επιτυχία
Η επιτυχία αυτή δε σημειώθηκε μέσα σε μία νύχτα. Αντιθέτως, χρειάστηκε μία μακροχρόνια και πολύπλευρη προσπάθεια που άλλαξε τα δεδομένα. Σημαντικό ρόλο σε αυτό διαδραμάτισε και η επέκταση της τουριστικής περιόδου, όπως και η ενίσχυση της τουριστικής κίνησης. Η μεγάλη προσέλκυση τουριστών που πετυχαίνει η Ελλάδα, για όλο και περισσότερο χρονικό διάστημα, βοηθά ουσιαστικά στην αύξηση της κατανάλωσης αλλά και στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Είναι ενδεικτικό ότι για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια η ανεργία στην Ελλάδα βρίσκεται σε μονοψήφιο αριθμό.
Ακόμα, βοήθησαν και οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες, οι οποίες επέτρεψαν την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στην αντιμετώπιση παραδοσιακών εμποδίων ως προς την ανάπτυξη, μεταξύ των οποίων η αύξηση της ψηφιακής πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες, η επιτάχυνση των δικαστικών αποφάσεων και η βελτίωση της διαφάνειας και των δημόσιων οικονομικών.
Στην παραδοχή αυτή προχώρησε εξάλλου και ο οικονομολόγος της BNP Paribas, Γκιγιόμ Ντεριέν, ο οποίος δήλωσε ότι: «Η ανανεωμένη πολιτική σταθερότητα και η έντονη δημοσιονομική εξυγίανση καθιστούν την Ελλάδα πολύ πιο ελκυστική χώρα για επενδύσεις από ό,τι στο παρελθόν».
Οι Έλληνες πιο φτωχοί της Ευρωζώνης
Η άνοδος όμως που παρατηρείται στο βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων τα δύο τελευταία χρόνια δεν ήταν αρκετή προκειμένου η χώρα μας να ξεκολλήσει από την τελευταία θέση στην Ευρωζώνη. Στην εξέλιξη αυτή καταλυτική ήταν η οικονομική κρίση που «χτύπησε» την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Μέχρι το 2009, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ βρισκόταν σε επίπεδα παρόμοια με του μέσου όρου της ΕΕ.
Στην συνέχεια, δέκα χώρες «πάτησαν γκάζι» με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι η πιο φτωχή μεταξύ των χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ, και δεύτερη φτωχότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς ξεπερνάμε μόνο τη Βουλγαρία. Μια Βουλγαρία που καταφέρνει να μειώνει το χάσμα που μας χωρίζει με γοργούς ρυθμούς και «απειλεί» να μας αφήσει στη τελευταία θέση.
Πώς εξηγείται το ελληνικό παράδοξο
Μπορεί φαινομενικά να μη μπορούν να συνδεθούν η πρόοδος της ελληνικής οικονομίας με την υψηλή φτώχεια που παρατηρείται, υπάρχει όμως εξήγηση κι αυτή ακούει στο όνομα «οικονομική κρίση και λιτότητα».
Ένα εκρηκτικό μείγμα μείωσης των δαπανών και αύξησης των φόρων, μπορεί να ήταν αναγκαίο προκειμένου να λάβει η Ελλάδα την πολύτιμη βοήθεια από το εξωτερικό, όμως άσκησαν αφόρητες πιέσεις σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, τα οποία υπέστησαν ζημιές που δεν ταιρίαζουν σε καιρό ειρήνης.
Συγκεκριμένα, η ελληνική οικονομία γνώρισε μία γιγαντιαία ύφεση που άγγιξε το 30%, ενώ το 2016, όχι μόνο οι καταναλωτικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 24% και οι κρατικές δαπάνες κατά 20% αλλά και οι επενδύσεις ουσιαστικά εξαφανίστηκαν, καθώς μειώθηκαν κατά 65%. Ακόμα, εξαϋλώθηκε το 50% της μεταποιητικής δραστηριότητας, και το 1/3 του λιανικού εμπορίου και της επαγγελματικής δραστηριότητας. Το «σοκ» που βίωσε η οικονομία αποτυπώνεται από το γεγον΄ςο ότι η ανεργία έφτασε στο πρωτοφανές επίπεδο του 30%.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα η οικονομία της χώρας μας υστερεί κατά 19% από εκείνη του 2007, την ίδια ώρα που η ευρωπαϊκή οικονομία έχει αυξηθεί κατά 17%.
Μια χαμένη γενιά
Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας για την κατάσταση που επικρατεί είναι οι μισθοί,
οι οποίοι έχουν συρρικνωθεί κατά 30% σε σχέση με τα επίπεδα προ της οικονομικής κρίσης, ενώ και ο κατασκευαστικός τομέας που πρόσφερε σημαντική βοήθεια πριν από την κρίση έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα.
Την ίδια ώρα σημαντικές ανησυχίες εμφανίζονται για τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της χώρας, εξαιτίας, εκτός των άλλων, του μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταρρυθμίσεων που απαιτείται για να επιστρέψει στο σημείο προ κρίσης, της κλιματικής αλλαγής που απειλεί σημαντικούς τομείς για την ελληνική οικονομία, όπως ο τουρισμούς, αλλά και το χαμηλό επίπεδο γεννήσεων. Τα στοιχεία αυτά δεν αναιρούν την επιτυχία της οικονομικής προόδου της χώρας μας, αλλά αυτή πρέπει να τοποθετηθεί μέσα σε ένα πλαίσιο συνειδητοποίησης ότι ίσως μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων να «θυσιάστηκε» στον βωμό της οικονομικής κρίσης.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.