H Apivita είναι το δημιούργημα του ζεύγους Νίκου και Nίκης Κουτσιανά, την οποία ιδρύσαν το 1979 και φρόντισαν να την καταστήσουν ως μία από τις μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις στον χώρο των καλλυντικών. Τελικά, το 2017, κι ενώ η χώρα βρισκόταν στη δίνη της οικονομικής κρίσης , και τα γνωστά προβλήματα που αντιμετώπισε ο τραπεζικός τομέας, η εταιρεία βρέθηκε αντιμέτωπη με τον υψηλό δανεισμό της. Συγκεκριμένα, αυτός έφτανε τα 30 εκατ. ευρώ και καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη κάθε προσπάθεια ανάπτυξης της εταιρείας. Τελικά, αποφασίστηκε η λύση της πώλησης, με τον ισπανικό όμιλο Puig να προλαβαίνει στο… νήμα τη γαλλική L’ Oreal.
Τότε ο Νίκος Κουτσιανάς δεν είχε αποχωρήσει, και παρέμεινε ως μειοψηφικός μέτοχος και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου. Με την συμφωνία αυτή είχε εξασφαλιστεί η κεφαλαιακή επάρκεια της APIVITA, καθώς πραγματοποιήθηκε και αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Η έδρα και η γραμμή παραγωγής της εταιρίας παρέμεινε στην Ελλάδα, με αξιοποίηση των δυνατοτήτων του ερευνητικού εργαστηρίου και των εγκαταστάσεων στο Μαρκόπουλο.
Τελικά, τον Δεκέμβριο του 2020, ύστερα από συμφωνία μεταξύ των μελών του ΔΣ, η Exea εξαγόρασε το πακέτο μετοχών του Νίκου Κουτσιανά και νέος πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου ορίστηκε ο Manuel Puig. Αυτό ήταν και το οριστικό τέλος της παρουσίας της οικογένειας Κουτσιανά στην επιχείρηση που δημιούργησε, με την Apivita πλέον να «χάνει» επί της ουσίας την ελληνική ταυτότητα.
Αυτό άλλωστε φαίνεται από το γεγονός ότι την περίοδο της πώλησής της, είχε παρουσία σε 15 χώρες, ενώ το 2021 το νούμερο αυτό είχε ανέβει στις 50 χώρες, ενώ από τις διεθνείς αγορές ήταν η προέλευση του 38% του τζίρου της.
Τα προβλήματα με την κερδοφορία
Παρά το γεγονός ότι οι προοπτικές έδειχναν ευνοϊκές, αφού η αγορά των καλλυντικών γενικά έχει μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης και κέρδους, η εταιρεία βρέθηκε αντιμέτωπη με δυσκολίες, καθώς είχε να αντιμετωπίσει και μία σειρά από εξωγενείς παράγοντες, όπως η πανδημία, αλλά και η πληθωριστική και ενεργειακή κρίση που σε ένα σημαντικό βαθμό περιόρισαν το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών αλλά και ανάγκασαν την εταιρεία να αυξήσει τις τιμές της.
Ως εκ τούτου, το 2022 η κερδοφορία της Apivita υπέστη πτώση 70% με τα κέρδη προ φόρων να μειώνται σημαντικά, σε 1,89 εκατ. ευρώ από 6,345 εκατ. ευρώ το 2021. Ακόμα, το καθαρό αποτέλεσμα (κέρδη μετά φόρων) διαμορφώθηκε σε 1,494 εκατ. από 4,866 εκατ. το 2021, καταγράφοντας μείωση 69%. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι στα κέρδη της προηγούμενης χρήσης υπήρχε και έκτακτο κέρδος €912.265 από την πώληση της 100% θυγατρικής εταιρείας Apivita Spain SAU σε άλλη εταιρεία του ομίλου PUIG. Τέλος, το περιθώριο μεικτού κέρδους μειώθηκε σε 56,61% από 58,66% ενώ το λειτουργικό περιθώριο κέρδους μειώθηκε σημαντικά σε 6,39% από 15,58%.
Η εταιρεία δηλώνει αισιόδοξη ότι τα νούμερα του 2023 θα δείχνουν σημαντική ενίσχυση της κερδοφορίας, καθώς προσδοκά βελτίωση των μεριδίων της στην αγορά και σε αύξηση της κερδοφορίας της, μέσω των εξαγωγών, κυρίως στην αγορά της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής καθώς και το ηλεκτρονικό εμπόριο.
Ακόμα, προκειμένμου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με την κερδοφορία, η Apivita προχώρησε σε αναδιοργάνωση των διοικητικών γραμμών με πιο άμεσες αναφορές στην κεντρική διοίκηση αναμένοντας να μειώσει τα διοικητικά κόστη. Ειδικότερα για την ενέργεια, η εταιρεία επένδυσε σε νέα φωτοβολταϊακά τα οποία τοποθετήθηκαν στις εγκαταστάσεις της για να ελεγχθεί το κόστους ενέργειας και το κόστος παραγωγής. Επίσης, επένδυσε στην δημιουργία 3D printing εργαστηρίου για την ιδιοκατασκευή ανταλλακτικών μερών και καλουπιών, ώστε να μειώσει το κόστος αγοράς τους και να συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη λειτουργία της παραγωγικής γραμμής, μειώνοντας έτσι τους χρόνους αποκατάστασης βλαβών.
Η απώλεια του οικογενειακού χαρακτήρα
Ο ισπανικός όμιλος Puig έχει μια τεράστια διαδρομή, από το 1914, όταν και ξεκίνησε τις δραστηριότητές του. Σήμερα, στην ηγεσία βρίσκεται η τρίτη γενιά της ομώνυμης οικογένειας, με τον όμιλο να δραστηριοποιείται και στις τρεις κατηγορίες ομορφιάς κύρους (αρώματα, μακιγιάζ και δερμοκαλλυντικά), με ένα πλούσιο χαρτοφυλάκιο.
Στον τομέα Ομορφιά και Μόδα, με τα εμπορικά σήματα Carolina Herrera, Paco Rabanne, Jean Paul Gaultier, Dries Van Noten, Nina Ricci, Byredo, Penhaligon’s, L’Artisan Parfumeur, Kama Ayurveda και Loto del Sur. Στα Αρώματα με τα Christian Louboutin και Comme des Garçons Parfums και Lifestyle, μεταξύ των οποίων οι Antonio Banderas, Adolfo Dominguez και Benetton. Το τμήμα Charlotte Tilbury, το οποίο περιλαμβάνει τη μάρκα πολυτελούς μακιγιάζ. Και στο τμήμα Derma, με την Uriage, την Apivita και την συμμετοχή στην Isdin.
Όταν ολοκληρώθηκε η εξαγορά της Apivita, στην ανακοίνωση είχε αναφερθεί ότι η εταιρεία περνάει από μία οικογένεια, σε μία άλλη, Στην πραγματικότητα, αν και ο όμιλος Puig είναι οικογενειακός, δημιουργείται η αίσθηση ότι μία από τις πιο σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Apivita είναι ότι έχει χάσει τον οικογενειακό της χαρακτήρα, που της επέτρεψε να γιγαντωθεί και να πρωταγωνιστήσει. Σήμερα, έχει έναν πιο διεθνή χαρακτήρα, με όσα θετικά κι αρνητικά αυτό συνεπάγεται. Το τελικό αποτέλεσμα θα το κρίνει μόνο ο χρόνος.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.