Την ώρα που τα στοιχεία που έρχονται στη δημοσιότητα από την έρευνα του ΕΒΕΑ (Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών), σχετικά με την πορεία της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα μαρτυρούν ένα αισιόδοξο μέλλον, καθώς οι ιδρύσεις εταιρειών υπερέχουν κατά πολύ των κλεισιμάτων, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εστιάσουμε σε μία τάση που φαίνεται ότι έχει επικρατήσει στον χώρο των επιχειρήσεων.
Η τάση αυτή δεν είναι άλλη από τον μιμητισμό, καθώς επιχειρήσεις που προσελκύουν γρήγορα κόσμο, γίνονται αντικείμενο συζήτησης και, συνεπώς, εμφανίζουν κερδοφορία, γίνονται παράδειγμα και, σε αρκετές περιπτώσεις, αντικείμενο μίμησης, από άλλους επίδοξους επιχειρηματίες, οι οποίοι στοχεύουν στην αντίστοιχη κερδοφορία.
Η τάση αυτή δημιουργεί μία αλυσιδωτή κατάσταση, όπου βλέπουμε παρόμοιες επιχειρήσεις να «ξεπηδούν» η μία μετά την άλλη, ακόμη και σε κοντινή απόσταση. Βασική αιτία είναι το γεγονός ότι ολοένα και περισσότεροι ιδιώτες μπαίνουν στον επιχειρηματικό με γνώμονα το παράδειγμα ενός «απέναντι» που- ίσως απλώς να έτυχε – να οδηγήθηκε στην κερδοφορία. Η έλλειψη φαντασίας, συγκεκριμένης και εξατομικευμένης στοχοθέτησης και τελικά, στρατηγικής, δημιουργεί πανομοιότυπες επιχειρήσεις που, σε αρκετές περιπτώσεις, μοιάζουν ακόμη και σε οπτικό επίπεδο παρουσίασης και design και βεβαίως, παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών που κάνουν σε αρκετές περιπτώσεις τον καταναλωτή να μην έχει ξεκάθαρη εικόνα για το brandname και το προϊόν κάθε επιχείρησης. Κατ’ επέκτασιν, αυτού του είδους οι επιχειρήσεις συνήθως δεν καταφέρνουν να ξεχωρίσουν σε σχέση με τον ανταγωνισμό και την πληθώρα παρόμοιων εγχειρημάτων, ούτε να αφήσουν το στίγμα τους στην αγορά, γεγονός που συχνά οδηγεί σε πρόωρο «λουκέτο».
Η σημερινή τάση
Πάντως, σύμφωνα με τα δεδομένα και, λαμβάνοντας υπόψιν την έκρηξη που παρατηρείται στις επενδύσεις το τελευταίο διάστημα στη χώρα, με ανακατασκευές εγκαταλελειμμένων κτιρίων, οικιστικές αναπτύξεις κλπ., υπάρχει μία στροφή προς τον κλάδο των ακινήτων, είτε αυτή έχει να κάνει με τον κατασκευαστικό τομέα, είτε της αγοραπωλησίας. Ακόμη, δεν είναι λίγες οι καταγραφές που, μετά και τη μεγάλη ανάπτυξη της πλατφόρμας του AirBnb, αφορούν τη βραχυπρόθεσμη μίσθωση ακινήτων, αλλά και τη διαχείρισή τους.
Όσον αφορά αυτό, δεν θα μπορούσαμε να μην λάβουμε υπόψιν και την εντυπωσιακή ανάπτυξη του τουρισμού που αποτελεί ίσως το πιο «δυνατό χαρτί» της ελληνικής οικονομίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ακόμη και τον Ιανουάριο του 2024, σε off season περίοδο, η αύξηση των εισπράξεων ήταν 27% και των επισκεπτών στα 16%. Τα στοιχεία είναι αρκετά υψηλότερα σε σχέση με την περσινή χρονιά. Έτσι, δημιουργούνται και οι αντίστοιχες ανάγκες για υποδομές φιλοξενίας, με τους επιχειρηματίες να «βλέπουν» μέλλον και κέρδος σε αυτή την αγορά, κάνοντας το μεγάλο βήμα να ποντάρουν σε αυτή.
Οι αμέτρητοι… φούρνοι της Αθήνας
Δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε το φαινόμενο των καταστημάτων αρτοποιίας που παρουσιάζουν μία πιο σύγχρονη και «φρέσκια» εκδοχή των κλασικών, παραδοσιακών φούρνων όπως τους ξέραμε, με νέους επιχειρηματίες να βρίσκονται στο «τιμόνι» και να παρατηρείται ιδιαίτερα στην αγορά της Αθήνας. Με συμμάχους τους την digital προβολή και την στόχευση ιδιαίτερα σε ένα νέο κοινό, μέσω των social media, παντρεύοντας το γνήσιο και αυθεντικό με σύγχρονες πινελιές, οι επιχειρήσεις αυτές προσφέρουν συνήθως αρτοσκευάσματα, γλυκά, specialty καφέ και είδη βιενουαζερί, και κάνουν συνεχώς την εμφάνισή τους στην πρωτεύουσα, κερδίζοντας μάλιστα φανατικό κοινό και σταθερή πελατεία.
Τα παραδείγματα του παρελθόντος
Το προηγούμενο διάστημα, και ιδιαίτερα εν μέσω κρίσης, «έκρηξη» νέων επιχειρήσεων παρατηρήθηκε στο κομμάτι της εστίασης και ιδιαίτερα στον κλάδο του καφέ, με μικρές επιχειρήσεις που εξυπηρετούν το κοινό καθημερινά για το πρώτο, και όχι μόνο, αγαπημένο ρόφημα της ημέρας, να διαδέχονται η μία την άλλη. Ιδιαίτερα όσον αφορά αυτό, αρκετοί ήταν αυτοί που υποστήριξαν ότι – ιδιαίτερα στο κομμάτι του take away – πρόκειται για μία σχετικά μη δαπανηρή επένδυση, σε σχέση με ένα εστιατόριο, για παράδειγμα, αποτελώντας μία σχετικά «εύκολη» λύση που θα οδηγήσει στην κερδοφορία.
Τα εστιατόρια ήταν ωστόσο επίσης ένας κλάδος που γνώρισε ανθοφορία, όσον αφορά τα νέα εγχειρήματα, όπως και οι επιχειρήσεις τύπου αναψυκτήρια και ψητοπωλεία.
Από τα video club στα frozen yoghurt
Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε και τα είδη επιχειρήσεων που έγιναν τάση, κερδίζοντας για ένα διάστημα φανατικό κοινό, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να αντέξουν στον χρόνο.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό των video clubs, τα οποία γνώρισαν μία χρυσή εποχή, ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’80, αλλά και του ’90, με κάθε γειτονιά να διαθέτει τουλάχιστον ένα συνοικιακό video club και τις αντίστοιχες επιχειρήσεις να ανοίγουν η μία μετά την άλλη. Το περιβάλλον σε κάθε κατάστημα video club ήταν σχεδόν ίδιο, καθώς και η διαδικασία επιλογής ταινίας, ακόμη και τα ράφια, με τα προϊόντα. Σε μία εποχή όπου οι streaming πλατφόρμες ήταν ακόμη ανύπαρκτες, τα video clubs έδιναν στον πελάτη την ευκαιρία να απολαύσει, με ένα μικρό κόστος, σε σχέση με αυτό του κινηματογράφου, όποια ταινία ήθελε εκείνος, μέσα από μία μεγάλη γκάμα επιλογών, νοικιάζοντάς τη. Κάποιοι μάλιστα «ξόδευαν» ώρες εξερευνώντας και ανακαλύπτοντας ταινίες μέσα στον χώρο των video clubs με τους φίλους τους, μέσα από μία διαδικασία που έγινε ιεροτελεστία. Αρκετές επιχειρήσεις μάλιστα απέκτησαν σταθερό κοινό και πελάτες – θαμώνες, δημιουργώντας προσωποποιημένες σχέσεις μαζί τους. Αρκετές φορές μάλιστα, ο ιδιοκτήτης που συνήθως βρισκόταν στο ταμείο, ή ο υπάλληλος της επιχείρησης, έπαιζε τον ρόλο movie expert, προτείνοντας στον πελάτη την κατάλληλη ταινία, με βάση τα γούστα, την ιδιοσυγκρασία, αλλά και την περίσταση της προβολής. Με την πάροδο του χρόνου, οι τεχνολογικές εξελίξεις άρχισαν να κάνουν τα video clubs μη βιώσιμα, με ελάχιστες τέτοιες επιχειρήσεις να καταφέρνουν ακόμη να αντέχουν, για κάποιους πιο «ρομαντικούς».
Αντίστοιχη περίπτωση ήταν αυτή των καταστημάτων που προσέφεραν το «παγωμένο γιαούρτι» που έγινε γνωστό σε όλους ως frozen yoghurt και αποτέλεσε μία μόδα που εξαπλώθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ιδιαίτερα στις νέες ηλικίες. Ένα ευχάριστο, ελαφρύ και πρωτοποριακό, για την εποχή, προϊόν, που προσέφερε στους πελάτες τη δυνατότητα να επιλέξουν γεύση αλλά και μερικά από τα… αμέτρητα toppings που προσφέρονταν, προκαλώντας κυριολεκτικά πανικό και ουρές έξω από τα καταστήματα. Τα «χρυσά» κυπελλάκια απέφεραν σε αρκετές τέτοιες επιχειρήσεις γρήγορα κέρδη, καθώς σε αρκετά από αυτά απαιτούνταν το ελάχιστο προσωπικό, με τον πελάτη σε μία – σχεδόν – self service διαδικασία, να μπαίνει στο παιχνίδι της δημιουργίας του αγαπημένου του frozen yoghurt. Όμως όπως έδειξε ο χρόνος, επρόκειτο για μία μόδα η οποία τελικά έσβησε. Βέβαια πρέπει να αναφέρουμε ότι η «φούσκα» του frozen yoghurt έσβησε πολύ πιο γρήγορα, σε σχέση με αυτή των video clubs. Σήμερα, το τοπίο διαφέρει κατά πολύ, με τις επιχειρήσεις αυτές να έχουν σχεδόν εξαφανιστεί.
ependy
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.