18 Δεκ 2024
READING

Οι πέντε κυρίαρχοι παίκτες της ελληνικής ξενοδοχειακής αγοράς

5 MIN READ

Οι πέντε κυρίαρχοι παίκτες της ελληνικής ξενοδοχειακής αγοράς

Οι πέντε κυρίαρχοι παίκτες της ελληνικής ξενοδοχειακής αγοράς

Παιχνίδι για Έλληνες επιχειρηματίες εξακολουθεί να είναι η σκακιέρα της ελληνικής ξενοδοχειακής αγοράς, παρά το γεγονός ότι έχει γίνει μαγνήτης επενδύσεων ξένων κεφαλαίων.

Λάμψα: Κυρίαρχοι στο Σύνταγμα οι αδελφοί Λασκαρίδη

Δύο από τα ιστορικότερα ξενοδοχεία της Αθήνας ανήκουν στη Λάμψα, η οποία περιήλθε στην ιδιοκτησία των Θανάση και Πάνου Λασκαρίδη το 2004, που επένδυσαν περίπου 150 εκατ. ευρώ για να αποκτήσουν τον έλεγχο της εισηγμένης. Οι επιχειρηματίες ελέγχουν ποσοστό πάνω από 70% της εταιρείας (ο Βασίλης Θεοχαράκης κατέχει επίσης το 10,2% και η JP Morgan ποσοστό 5,6%), που έχει στο χαρτοφυλάκιό της το King George, τη Μεγάλη Βρεταννία και το Athens Capital. Η εταιρεία που κλείνει 104 χρόνια ζωής, βαδίζει προς ρεκόρ εσόδων, αφού το 2023 ο τζίρος των ξενοδοχείων της Λάμψα σε Αθήνα και Βελιγράδι εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 115 εκατομμύρια ευρώ, ενώ το EBITDA θα διαμορφωθεί σε 35 εκατομμύρια. Τα έσοδα της Μεγάλης Βρεταννίας θα φτάσουν φέτος τα 63 εκατομμύρια, του King George τα 15 εκατ. ευρώ και του Athens Capital τα 17 εκατομμύρια, ενώ οι προβλέψεις για το 2024 θέλουν τα συνολικά έσοδα της Λάμψα να αυξάνονται κατά 5%. Τα σχέδια της οικογένειας δε σταματούν εκεί, αφού σε συνεργασία με τον Σωκράτη Κόκκαλη, οι αδελφοί Λασκαρίδη αυξάνουν το ποσοστό τους στη Regency, εξαγοράζοντας επιπλέον 33,9% της εταιρείας, μία συμφωνία που πήρε πρόσφατα το πράσινο φως από την Επιτροπή Εποπτείας & Ελέγχου Παιγνίων. Και σε αυτή την περίπτωση, στόχος είναι να αυξηθεί το αποτύπωμά των Λασκαρίδη στον τουρισμό, καθώς η εταιρεία ελέγχει το Hyatt Regency Θεσσαλονίκης και ετοιμάζει την κατασκευή πεντάστερου ξενοδοχείου στο νέο καζίνο Αμαρουσίου.

Κρητικός ο μεγαλύτερος ξενοδοχειακός όμιλος της χώρας

Η ιστορία του μεγαλύτερου ξενοδοχειακού ομίλου της χώρας ξεκινά το 1981, όταν οι αδελφοί Δασκαλαντωνάκη ίδρυσαν με τον τουριστικό κολοσσό Tui τη Grecotel. Σήμερα διοικείται από την Τίνα Δασκαλαντωνάκη και διαθέτει 40 ξενοδοχεία στα μεγαλύτερα και πιο δημοφιλή νησιά της χώρας (Κρήτη, Κέρκυρα, Μύκονο, Ρόδο, Κω), στην Αθήνα, αλλά και στην ακριτική Ελλάδα, καθώς και δύο πολιτιστικά πάρκα, το Danilia στην Κέρκυρα και τη φάρμα Agreco στο Ρέθυμνο. Εκτός αυτών, είναι και ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες του κλάδου, καθώς απασχολεί περισσότερους από 6.700 εργαζομένους. Το 2024, η Grecotel ολοκληρώνει την ανακαίνιση που έχει ξεκινήσει στο Cape Sounio, με τη συλλογή νέων βιλών και πέντε νέων εστιατορίων, όπως και του Vouliagmeni Suites δίπλα στη λίμνη της Βουλιαγμένης. Το Μάιο ανοίγει εκεί το Roc Club, μία boutique μονάδα με 35 δωμάτια και σουίτες, πανοραμική θέα και πισίνα.

Η δεύτερη γενιά του ομίλου Μήτση

O Κωνσταντίνος Μήτσης ήρθε αντιμέτωπος με την επιλογή ανάμεσα στη βιομηχανία του τουρισμού και της ναυτιλίας, τη δεκαετία του 1970. Η 45χρονη πορεία της Mitsis Hotels είναι το προϊόν της απόφασης που έλαβε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ξενοδόχους. Μετά το θάνατο του επιχειρηματία, τον Αύγουστο του 2016, η Mitsis Hotels διοικείται από τα παιδιά του, Σταύρο και Χριστίνα Μήτση, στα χέρια των οποίων βρίσκονται 20 ξενοδοχεία σε ολόκληρη την Ελλάδα. Το 1978 εγκαινίασε το πρώτο ξενοδοχείο του ομίλου, το Mitsis Ramira στην Κω. Το Mitsis Ramira είναι η πρώτη σελίδα της ιστορίας των ξενοδοχείων Mitsis, το πρώτο βήμα που οδήγησε στην παρουσία των Mitsis σε Αθήνα, Κρήτη, Καμένα Βούρλα, Κω και Ρόδο. Έως το 2030, στο χαρτοφυλάκιο του ομίλου Μήτση θα έχουν ενταχθεί τουλάχιστον 27 ξενοδοχεία, βάσει του επενδυτικού προγράμματος ύψους 250 εκατομμυρίων που τρέχει. Ο Πειραιάς, η Μύκονος και η Χαλκιδική είναι οι περιοχές στις οποίες επεκτείνεται η εταιρεία, έπειτα από την Κρήτη, τη Ρόδο, την Κω, τα Καμμένα Βούρλα και την Αττική. Πρόσφατα, ο όμιλος επανασυστήθηκε με νέα εταιρική ταυτότητα, βασικό στοιχείο της οποίας είναι το «Καλειδοσκόπιο» που αντανακλά τη συνεχή επανεφεύρεση και την ευέλικτη φύση του.

Ανδρέας Ανδρεάδης: Ο Έλληνας ξενοδόχος που έφτασε μέχρι τη Μαγιόρκα

Τα αδέλφια Ανδρέαδη προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών, προτού η είσοδος των funds στην ελληνική τουριστική αγορά γίνει κανόνας. Σήμερα, στο κεφάλαιο της Sani/Ikos συμμετέχουν ξένοι επενδυτές, αλλά η αλυσίδα εξακολουθεί να έχει ελληνικό DNA, καθώς διοικείται από τον Ανδρέα Ανδρεάδη, που διακρατά τη συμμετοχή του στον όμιλο. Ο όμιλος έχει εξελιχθεί από το Sani Resort στην Χαλκιδική στον ταχύτερα αναπτυσσόμενο ξενοδοχειακό όμιλο, που λειτουργεί ιδιόκτητα θέρετρα πολυτελείας σε όλη την Μεσόγειο. Από οικογενειακή επιχείρηση έφτασε να είναι μία εταιρεία με αποτίμηση μεγαλύτερη των 2 δισ. ευρώ. Το 2015 μετασχηματίστηκε και προσέλκυσε το ενδιαφέρον των Oaktree Capital Management, Goldman Sachs Asset Management, Moonstone, Florac και Hermes GPE, το ποσοστό των οποίων εξαγόρασε το 2022 το κρατικό sovereign fund της Σιγκαπούρης, GIC. Με τις επωνυμίες Sani Resort και Ikos Resorts λειτουργεί πάνω από 3.450 δωμάτια και σουίτες σε 12 θέρετρα στην Ελλάδα (σε Χαλκιδική, Κέρκυρα και Κω) και την Ισπανία, τα οποία κατατάσσονται μεταξύ των καλύτερων πολυτελών θέρετρων στον κόσμο. Στο pipeline του ομίλου συγκαταλέγονται 1.000 δωμάτια, σουίτες και βίλες για περαιτέρω επέκταση του brand Ikos στην Ελλάδα (Κρήτη) και την Πορτογαλία (Algarve), με προγραμματισμένη έναρξη το 2026 και το 2027.

Divani: Ένας από τους μακροβιότερους ελληνικούς ομίλους

Μία από τις μακροβιότερες ξενοδοχειακές εταιρείες της χώρας ξεκίνησε να γράφει ιστορία το 1958, όταν ο Αριστοτέλης Διβάνης, ακολούθησε τη συμβουλή του τότε πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή κι εγκαινίασε το πρώτο ξενοδοχείο στα Τρίκαλα, που είχε την καινοτομία να διαθέτει ξεχωριστό λουτρό σε κάθε ένα από τα 65 δωμάτιά του.

Σήμερα, 66 χρόνια μετά, ο όμιλος έχει παρουσία στο κέντρο της Αθήνας (το Caravel έχει γίνει τοπόσημο του Παγκρατίου), στο Καβούρι, στη Θεσσαλία και την Κέρκυρα και διαγράφει ανοδική πορεία, ενώ η τέταρτη γενιά ετοιμάζεται να αναλάβει τα ηνία των Divani Hotels. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο όμιλος Διβάνη εκμεταλλεύτηκε τη ρευστότητα που είχε σε τοποθετήσεις στις τράπεζες, προκειμένου να «ρεφάρει» την αύξηση των επιτοκίων, ήδη από το 2022.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.