Μεγάλη είναι η συζήτηση που έχει ανοίξει μεταξύ των ανθρώπων των ελληνικών τραπεζών, από τη μία πλευρά, κι από την άλλη, πολιτών και επιχειρήσεων που διαμαρτύρονται για την καθημερινή επιβάρυνσή τους στις συναλλαγές που πραγματοποιούν.
Κάθε μία από τις δύο πλευρές έχει τα δικά της επιχειρήματα, ενώ πλέον υπεισέρχονται νέα δεδομένα στην κουβέντα, όπως η υποχρεωτική ύπαρξη POS στην συντριπτική πλειοψηφία των ελευθέρων επαγγελματιών αλλά και η έλευση συνδρομητικών πακέτων από τις τράπεζες που αναμένεται να «διχάσει».
Αναφορικά με την χρήση των POS, αυτή από την αρχή του έτους έχει πλέον καταστεί υποχρεωτική σε επαγγελματίες, όπως οδηγοί ταξί, παραγωγοί – έμποροι λαϊκών αγορών, ιδιοκτήτες περιπτέρων, ψιλικατζίδικων και άλλοι, εξέλιξη που αναμένεται να αυξήσει σημαντικά τις πληρωμές με πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες.
Από την πλευρά τους, οι μικρές επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι οι χρεώσεις είναι τέτοιες που σε πολλές περιπτώσεις δε θα τους συμφέρει να αποδεχτούν πληρωμή μέσω κάρτας. Σήμερα, η αγορά ενός τερματικού ξεκινά από 129 ευρώ και φτάνει τα 344 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ 24%),αναλόγως τεχνικών χαρακτηριστικών.
Στο κόστος αγοράς και το μηνιαίο έξοδο υποστήριξης προστίθεται και προμήθεια σε κάθε συναλλαγή, με το ύψος της χρέωσης να κυμαίνεται από 0,70% έως 1,25% ανά συναλλαγή.
Η τιμολογιακή πολιτική των τραπεζών και οι καταγγελίες για υπερχρεώσεις
Όπως σημειώσαμε, η υποχρεωτική εγκατάσταση POS είναι πλέον μία πραγματικότητα για την μεγαλύτερη μερίδα των ελευθέρων επαγγελματιών. Η εξέλιξη αυτή καθιστά ακόμα πιο κομβικό το ζήτημα της τιμολογιακής πολιτικής των τραπεζών, την ώρα που ακούγονται παράπονα για υπερχρεώσεις, ειδικά σε σύγκριση με τα όσα ισχύουν στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Από την μία πλευρά, οι καταγγελίες αυτές έχουν σίγουρα, σε έναν βαθμό, βάση, καθώς οι ελληνικές τράπεζες όντως έχουν επιλέξει να διατηρήσουν σε υψηλά επίπεδα την προμήθεια που «κρατάνε», τόσο στα εισερχόμενα, όσο και στα εξερχόμενα εμβάσματα. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τις άμεσες μεταφορές πίστωσης, ή αλλιώς ταχεία μεταφορά χρημάτων (instant payment). Μια υπηρεσία η οποία προσφέρεται χωρίς κόστος στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών.
Αν αυτό το μετατρέψουμε σε νούμερα, μεταφράζεται ως μία μέση προμήθεια η οποία στην πρώτη κατηγορία κυμαίνεται από 1 έως 3 ευρώ, για ποσά κάτω των 1.000 ευρώ, ανάλογα με την τιμολογιακή πολιτική κάθε τράπεζας, ενώ η συναλλαγή ολοκληρώνεται σε χρονικό διάστημα εντός τριών ημερών. Για τις άμεσες πληρωμές η προμήθεια διαμορφώνεται μεταξύ 2,5 και 4,5 ευρώ.
Τι ισχύει σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες
Την ίδια ώρα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν όσα ισχύουν στις χρεώσεις που επιβάλλουν οι τράπεζες σε 4 μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες.
Συγκεκριμένα, για ανάληψη μέσω ΑΤΜ άλλης τράπεζας, η χρέωση στη Γερμανία κινείται μεταξύ 1,50 – 2,00 ευρώ, στη Γαλλία 1,00 – 1,50 ευρώ, στην Ιταλία 0,50 – 1,00 και στην Ισπανία 1,50 – 2,00.
Στα εξερχόμενα ηλεκτρονικά εμβάσματα η χρέωση εξαρτάται από το ποσό και κυμαίνεται στη Γερμανία από 0,50 – 1,00 ευρώ, στη Γαλλία από 1,00 έως 3,00 ευρώ, στην Ιταλία από 0,50 – 2,00 και στην Ισπανία από 1,00 έως 2,00 ευρώ.
Αντιστοίχως, για τα εισερχόμενα ηλεκτρονικά εμβάσματα, στην Γερμανία και την Ιταλία είναι δωρεάν, ενώ στη Γαλλία η χρέωση είναι από 1,00 έως 3,00 ευρώ και στην Ισπανία από 1,00 έως 2,00 ευρώ.
Τέλος, στο «καυτό» ζήτημα των χρεώσεων POS ανά συναλλαγή στους επαγγελματίες, στη Γερμανία εφαρμόζεται προμήθεια μεταξύ 0,30%-0,70%, στη Γαλλία 0,50% – 1,00%, στην Ιταλία 0,50% – 1,50%, και στην Ισπανία 0,50% – 1,00%.
Η απάντηση των τραπεζών
Φυσικά, από την πλευρά τους, οι άνθρωποι των ελληνικών τραπεζών έχουν τα δικά τους επιχειρήματα προκειμένου να αιτιολογήσουν την τιμολογιακή τους πολιτική. Στο επίκεντρο αυτών βρίσκεται η άποψη ότι οι τράπεζες, καλώς ή κακώς, οφείλουν να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους με αμιγώς επιχειρηματικά κριτήρια, ενώ οφείλουν να παραμείνουν βιώσιμες εν μέσω ενός άκρως ανταγωνιστικού περιβάλλοντος. Άλλωστε, μόνο έτσι θα μπορέσουν να εκπληρώσουν τον βασικό τους σκοπό που δεν είναι άλλος από την παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, τόσο για τα νοικοκυριά, όσο και για τις επιχειρήσεις, ενώ ταυτόχρονα θα διαθέτουν ποιοτικά προϊόντα και υπηρεσίες στις καθημερινές συναλλαγές των πολιτών.
Ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί μόνο αν το τραπεζικό σύστημα παραμείνει υγιές, βιώσιμο και κερδοφόρο, με τις χρεώσεις που επιβάλλονται να βασίζονται αυστηρά σε επιχειρηματικά κριτήρια.
«Άλλο οι χρεώσεις, άλλο τα έσοδα»
Μάλιστα, όπως υποστηρίζουν από την πλευρά τους οι τράπεζες, αδίκως κατηγορούνται για τις χρεώσεις τους, καθώς τα έσοδά τους που προέρχονται από αμοιβές και προμήθειες υστερούν σημαντικά από εκείνα άλλων τραπεζών στην ευρωζώνη.
Μάλιστα, τονίζουν ότι, σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή υπήρχαν τόσο μεγάλα περιθώρια κέρδους από την απόσταση μεταξύ των επιτοκίων και από τις προμήθειες, θα είχε καταγραφεί και πιο μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον από ξένες τράπεζες.
Η πραγματικότητα στην Ελλάδα είναι ότι συνήθως καταγράφονται μεγαλύτερες χρεώσεις για συναλλαγές χαμηλότερου κόστους χωρίς να αυξάνεται σημαντικά η συμμετοχή των εσόδων από αμοιβές και προμήθειες στο συνολικό μείγμα των εσόδων. Οι ευρωπαίοι «ομόλογοι» των ελληνικών τραπεζών βασίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις μηνιαίες συνδρομές, ενώ συχνό είναι και το φαινόμενο των αρνητικών επιτοκίων.
Η είσοδος στην Ελλάδα διεθνών «παικτών»
Σε κάθε περίπτωση, σημαντική είναι η άνοδος που παρουσιάστηκε στα έσοδα όλων των τραπεζών από προμήθειες και χρεώσεις που προέρχονται από τις κάρτες, συστήματα πληρωμών και δίκτυο, την τελευταία τριετία.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη προσέλκυσε το ενδιαφέρον από σημαντικούς διεθνείς «παίκτες» που πρωταγωνιστούν για πολλά χρόνια στον τομέα της αποδοχής καρτών. Έτσι, οι όμιλοι Euronet, Worldline, Nexi και Evo Payments, προχώρησαν στην εξαγορά των δραστηριοτήτων της Τράπεζας Πειραιώς (100%), της Eurobank (100%), της Alpha Bank (100%) και της Εθνικής Τράπεζας (51%), αντίστοιχα.
Οι μηνιαίες συνδρομές που αλλάζουν το σκηνικό
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα όσα ξέραμε μπορεί να αλλάξουν. Συγκεκριμένα, η χώρα μας ετοιμάζεται να βαδίσει στο μονοπάτι άλλων χωρών της Ευρώπης που έχουν λανσάρει πακέτα μηνιαίων συνδρομών, με ταυτόχρονη υιοθέτηση χαμηλότερων χρεώσεων στις χαμηλού κόστους συναλλαγές, όπως εμβάσματα και αναλήψεις από ΑΤΜ.
Η στρατηγική αυτή κίνηση απευθύνεται κυρίως σε πελάτες που πραγματοποιούν τακτικά συναλλαγές και θα καταφέρουν έτσι να εξοικονομήσουν ένα σημαντικό ποσό μηνιαίως. Η χρέωση αναμένεται να ξεκινά από τα 0,60 λεπτά και να φτάνει στα 10 ευρώ μηνιαίως.
Στις θετικές εξελίξεις θα πρέπει να σημειωθεί η απόφαση των τραπεζών να μειώσουν -για ένα διάστημα- κατά 30% την προμήθεια DAF που αφορά στην ανάληψη από ΑΤΜ άλλης τράπεζας, μετά και το πρόστιμο των 41,7 εκατ. ευρώ από την Επιτροπή Ανταγωνισμού για μια σειρά χρεώσεων.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.