Σε μια εποχή όπου ο εργασιακός χώρος χαρακτηρίζεται από γρήγορες αλλαγές, σφιχτές προθεσμίες και αυξανόμενες απαιτήσεις, η εστίαση στην υγεία των εργαζομένων δεν ήταν ποτέ πιο κρίσιμη. Κι όσο οι επιχειρήσεις εξελίσσονται στη φροντίδα της υγείας των εργαζομένων, τόσο περισσότερο διαπιστώνουν ότι ο σχεδιασμός και η υλοποίηση μιας πολιτικής wellbeing, από μόνη της, δεν είναι αρκετή.
Μια δύσκολη ισορροπία
Μελετώντας τη σχέση μεταξύ της εργασιακής ικανοποίησης και του wellbeing, η έρευνα του Ινστιτούτου Υγείας της McKinsey διαπιστώνει την ανάγκη σχεδιασμού χώρων εργασίας που θα υποστηρίζουν συνολικά την υγεία και ευεξία των εργαζομένων και θα δημιουργούν ισορροπία μεταξύ των εργασιακών απαιτήσεων και της συνολικής ευημερίας.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι όσοι ανέφεραν θετικές εμπειρίες στην εργασία τους είχαν και καλύτερη υγεία συνολικά. Επιπλέον, ήταν πιο καινοτόμοι και αποδοτικοί. Ωστόσο, η δυναμική που αναπτύσσεται στους χώρους της δουλειάς μπορεί δύσκολα να ισορροπήσει. Κι αυτό γιατί οι παράγοντες που προκαλούν στρες και συνδέονται με το burnout είναι αναπόφευκτοι. Από την άλλη, μια ολιστική προσέγγιση που προάγει το wellbeing δεν αναιρεί το άγχος που αισθάνονται οι εργαζόμενοι.
Η επικεφαλής του Ινστιτούτου Υγείας της McKinsey υποστηρίζει ότι το να βρίσκεις νόημα στην εργασία σου και το να έχεις ενισχυμένη ανθεκτικότητα είναι σημαντικά για την ολιστική υγεία, αλλά δεν μπορούν από μόνα τους να προστατεύσουν τους εργαζόμενους από το burnout όταν οι απαιτήσεις είναι πολύ υψηλές. Οι εργοδότες πρέπει να συνειδητοποιήσουν αυτό το γεγονός και να αρχίσουν να εξετάζουν τους παράγοντες που στρεσάρουν το προσωπικό τους.
Ο οικονομικός αντίκτυπος της ευημερίας των εργαζομένων
Το εκτεταμένο ενδιαφέρον που παρατηρείται από την πλευρά των επιχειρήσεων σχετικά με το wellbeing των εργαζομένων, δεν έχει καθαρά αλτρουιστικά κίνητρα. Υπάρχει και μια σημαντική, οικονομική οπτική γωνία σε αυτό. Άλλωστε, η σιωπηρή παραίτηση και τα υψηλά ποσοστά αποχώρησης, που συχνά παρατηρούνται μεταξύ των εργαζομένων με χαμηλά ποσοστά ευεξίας και ευημερίας, έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις.
Σύμφωνα με την έρευνα, μπορούν να οδηγήσουν σε απώλεια παραγωγικότητας της τάξης των $228 -$355 εκατ. ετησίως για μια μεσαίου μεγέθους εταιρεία και για το λόγο αυτό οι εργοδότες πρέπει να εστιάσουν σε εκείνα που χρειάζονται για να βοηθήσουν τους εργαζόμενους να ευημερήσουν σε όλες τις διαστάσεις της υγείας – σωματική, ψυχική, κοινωνική και πνευματική.
Συμβιβασμοί, υποχωρήσεις ή αναθεώρηση πραγμάτων;
Η επιδίωξη για άμεση επίτευξη στόχων και αποτελεσμάτων μπορεί να συγκρουστεί με τις πολιτικές wellbeing και η συμφιλίωση αυτών των συχνά αντικρουόμενων αξιών απαιτεί την ύπαρξη μιας ηγεσίας που προσαρμόζεται. Οι επικεφαλής των επιχειρήσεων πρέπει να μάθουν να διαχειρίζονται τη σύγκρουση που προκύπτει μεταξύ της απαίτησης για στόχους, παραγωγικότητα και κερδοφορία και των αναγκών υγείας και ευημερίας του προσωπικού τους.
Αντιμετωπίζοντας αυτές τις αντιφάσεις, οι επιχειρήσεις μπορούν να οδηγηθούν -μέσα από μια διαδικασία παραγωγικής έντασης- στην πολυπόθητη ισορροπία. Πρόκειται για μια συστημική οργανωτική διαδικασία μάθησης στην οποία όλοι πρέπει να αντιμετωπίσουν κάποια μορφή απώλειας. Η υιοθέτηση μιας στρατηγικής wellbeing προκαλεί ένταση στις εταιρείες, επειδή αυτή η προτεραιότητα απαιτεί την αποδέσμευση από τις αξίες της αποτελεσματικότητας και της κερδοφορίας.
Προφανώς, ο σύγχρονος εργασιακός χώρος βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι, αντιμετωπίζοντας την πρόκληση της ενσωμάτωσης μιας ολιστικής προσέγγισης στην υγεία των εργαζομένων που εκτείνεται πέρα από την παραδοσιακή εστίαση στη σωματική ευεξία. Είναι σαφές ότι οι εργαζόμενοι που έχουν καλή υγεία σε όλες τις πτυχές της -σωματική, ψυχική, κοινωνική και πνευματική- δεν είναι μόνο πιο ικανοποιημένο αλλά και πιο παραγωγικοί και καινοτόμοι.
Τα οικονομικά οφέλη μιας τέτοιας προσέγγισης είναι τεράστια και μεταφράζονται σε κέρδος για τους οργανισμούς. Και όπως φαίνεται, η υιοθέτηση μιας τέτοιας θεώρησης της υγείας δεν αποτελεί μόνο ηθική υποχρέωση, αλλά και στρατηγικό πλεονέκτημα. Όχι μόνο ηθική επιταγή, αλλά πρωτίστως στρατηγική.
Με πληροφορίες από Forbes
Photo: Unsplash
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.