Ο εορτασμός της ιστορίας 150 χρόνων της Μεγάλης Βρεταννίας συμπίπτει χρονικά με την πλήρη επιστροφή του ιστορικότερου ίσως ξενοδοχείου της Αθήνας στην κανονικότητα, αφού πέρασε έναν σημαντικό σκόπελο, αυτόν της διαχείρισης της πανδημίας.
Φέτος, τα έσοδα της Μεγάλης Βρεταννίας αναμένεται να προσεγγίσουν τα 65 εκατομμύρια ευρώ, αυξημένα κατα 10 εκατ. σε σύγκριση με το 2022, όταν είχαν ήδη αρχίσει να κλείνουν οι πληγές της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων. Η αύξηση του τζίρου βέβαια προέρχεται κυρίως από την άνοδο των τιμών δωματίων κατά 10% και πλέον. Ενδεικτικά, το 2022 το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο έφτασε τα 303,6 ευρώ, η πληρότητα διαμορφώθηκε στο 65,6% (και κυμαίνεται το 2023 στα ίδια επίπεδα), ενώ η μέση τιμή δωματίου ήταν πέρσι 462,5 ευρώ. Ακόμη πιο αισιόδοξες είναι οι προβλέψεις για το 2024, καθώς η Λάμψα εκτιμά ότι ο συνολικός τζίρος (και των πέντε ξενοδοχείων που διαχειρίζεται) θα αυξηθεί κατά 5%.
Αυτή είναι όμως η σελίδα που γράφεται τώρα για τη Μεγάλη Βρεταννία και σίγουρα όχι αυτή που περιγράφει τις πιο εντυπωσιακές ιστορίες που συνδέονται με το ξενοδοχείο. Όπως είπε πρόσφατα ο διευθύνων σύμβουλος της Λάμψα, Τάσος Χωμενίδης, κατά τη διάρκεια του χριστουγεννιάτικου γεύματος στο εμβληματικό Tudor Hall, που έχει γίνει θεσμός, «το αποτύπωμα της ιστορίας, η ιστορία η ίδια, που σημαντικές της στιγμές έλαβαν χώρα στο χώρο της Μεγάλης Βρεττανίας, κράτησαν το μεγάλο αυτό τετράγωνο στο Σύνταγμα στο διάβα του χρόνου και σήμερα αποτελεί τον κορυφαίο ξενοδοχειακό προορισμό της πόλης». Για την ανάδειξη της πλούσιας ιστορίας του, θα διοργανωθούν μια σειρά από σημαντικές εκδηλώσεις που θα αναδείξουν την ταυτότητα του χώρου, εντός του 2024.
Η ιστορία του ξενοδοχείου που φιλοξένησε προσωπικότητες όπως ο Τσώρτσιλ, ο Ωνάσης, μέλη της οικογένειας Κένεντι, η Μαρία Κάλλας, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, ο Ζακ Σιράκ και συνεχίζει να επιλέγεται από όσους σημαίνοντες επισκέπτονται τη χώρα (η Κριστίν Λαγκάρντ διέμεινε κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του δ.σ. της ΕΚΤ, δίνοντας μάλιστα τα εύσημα στη διοίκηση για τους εργαζόμενους), ξεκίνησε το 1842.
Τότε, ο Θεόφιλος Χάνσεν σχεδιάζει το Μέγαρο Δημητρίου διαγωνίως απέναντι από τα Ανάκτορα. Έως το 1873, το κτίριο χρησιμοποιείται ως κατοικία των πρώτων ιδιοκτητών που ζούσαν κυρίως στην Τεργέστη, ως χώρος φιλοξενίας για τις ανάγκες των Ανακτόρων και ως στέγη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. Όταν εκκενώνεται, την ευκαιρία δημιουργίας ξενοδοχείου βλέπει ο επιχειρηματίας Σάββας Κέντρος, που το 1878 γνωρίζει τον Ευστάθιο Λάμψα.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Λάμψας συνεργάζεται με τον δημοσιογράφο Θεόδωρο Πετρακόπουλο, ο οποίος έχει ισχυρές πολιτικές διασυνδέσεις. Ο τελευταίος ιδρύει ανώνυμη εταιρεία το 1919, με τη συμβολή του Ιωάννη Δροσόπουλου, διοικητή της Εθνικής Τράπεζας και του επιχειρηματία Επαμεινώνδα Χαρίλαου, αλλά και με την προτροπή του Ελευθέριου Βενιζέλου. Στην εταιρεία συμμετείχαν οι έξι μεγαλύτερες τράπεζες, με το μεγαλύτερο μερίδιο να ελέγχεται από την Εθνική.
Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το ξενοδοχείο επιτάχθηκε, ενώ από εκεί, στις 28 Οκτωβρίου 1940 εκδόθηκε το ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου για την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Μετά την απελευθέρωση, στη Μεγάλη Βρεταννία εγκαταστάθηκε η έδρα της πρώτης ελεύθερης ελληνικής κυβέρνησης, υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Τα αιματηρά επεισόδια των Δεκεμβριανών γράφτηκαν επίσης μπροστά στο ξενοδοχείο.
Το 1991 οι μετοχές των απογόνων των οικογενειών Δοξιάδη, Λάμψα και Πετρακόπουλου πουλήθηκαν στον όμιλο CIGA. To 2000 η Hyatt Regency A.E. (εταιρεία συμφερόντων της Hyatt International και της οικογένειας Λασκαρίδη) εξασφάλισε τον έλεγχο του διοικητικού συμβουλίου, με το όραμα να επαναφέρει στο διάσημο αθηναϊκό ξενοδοχείο την πάλαι ποτέ μεγαλοπρέπειά του. Οι νέοι ιδιοκτήτες ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα ανακαίνισης που κόστισε 85 εκατομμύρια ευρώ, με σκοπό την αποκατάσταση της προηγούμενης υπεροχής της Μεγάλης Βρεταννία ως εξέχουσα πολυτελή επιχείρηση πέντε αστέρων. Το 2004, ύστερα από την ολοκλήρωση του πρώτου κερδοφόρου έτους δραστηριοτήτων, η Hyatt Regency πώλησε τη συμμετοχή της στην οικογένεια Λασκαρίδη, έναν από τους κύριους μετόχους της. Συμμετέχοντας στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, η οικογένεια Λασκαρίδη απέκτησε τον έλεγχο της εταιρείας. Σημειωτέον ότι σήμερα στη Λάμψα συμμετέχει ο Βασίλης Θεοχαράκης με 10,2% και η JP Morgan 5,6%.
Σήμερα, παρέχει τις υπηρεσίες μπάτλερ, 24ωρο θυρωρείου, cigar lounge, κελλαρι όπου μπορεί κανείς να κάνει γευσιγνωσία και στο εποχιακό μπαρ δίπλα στη πισίνα με θέα στο λόφο του Λυκαβηττού. Μέρος της ιστορίας του αποτελεί το διάσημο Alexander’s Bar, με την σπάνια ταπισερί του 18ου αιώνα και το GB Corner, προσωπικό δημιούργημα του τότε αντιπροέδρου της εταιρείας, Απόστολου Δοξιάδη.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.