Πόσο εύκολο είναι τελικά για τις ελληνικές εταιρείες αναψυκτικών να σταθούν απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό που προέρχεται από τις δύο μεγάλες δυνάμεις της παγκόσμιας αγοράς την Coca-Cola και την Pepsi;
H απάντηση στο ερώτημα αυτό φαίνεται ότι έχει αρκετές διαφορετικές πτυχές, ωστόσο δεν παύει να αποτελεί μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συζήτηση, η οποία έχει αναπτυχθεί μεταξύ ανθρώπων της αγοράς, δεδομένου ότι υφίστανται αυτή τη στιγμή τρεις σημαντικές δυνάμεις ελληνικών συμφερόντων με εδραιωμένο brand και ισχυρές προοπτικές. Ο λόγος για τον Βίκο που τα τελευταία χρόνια έχει κάνει την είσοδό του στο αναψυκτικό με ιδιαίτερα επιθετική εμπορική πολιτική προκειμένου να κερδίσει μερίδια αγοράς και τις δύο παραδοσιακές δυνάμεις τη Λουξ και την ΕΨΑ.
Σε ό,τι αφορά την περίπτωση της ΕΨΑ η πρόσφατη πώληση ποσοστού πλειοψηφίας από την οικογένεια Τσαούτου προς το fund SMERemediumCap, του Νίκου Καραμούζη, έδειξε με πολλούς τρόπους ότι η διαχείριση και η εξέλιξη ενός εποχικού κυρίως προϊόντος όπως είναι το αναψυκτικό, μόνο εύκολη δεν μπορεί να θεωρηθεί. Η ΕΨΑ που αντιμετώπιζε διαδοχικά ζημιογόνες οικονομικές χρήσεις τα τελευταία χρόνια, βρήκε τη διέξοδο που αναζητούσε και η πλευρά Καραμούζη επένδυσε σε ένα ισχυρότατο brand name, με απήχηση στην ελληνική αγορά και προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης, εφόσον καταφέρει να «στρώσει» τα οικονομικά της εταιρείας τα επόμενα χρόνια. Στην περίπτωση Καραμούζη πιστώνεται το γεγονός ότι διατηρεί εντός εταιρείας με διοικητικά καθήκοντα τον Μιχάλη και την Πέννυ Τσαούτου, τα δύο αδέλφια στα οποία μέχρι πρότινος ανήκε η πλειοψηφία των μετοχών της επιχείρησης και που σε κάθε περίπτωση γνωρίζουν καλύτερα από πολλούς το business των αναψυκτικών.
Από την άλλη πλευρά η Λουξ, των τριών αδελφών Μαρλαφέκα, Γιάννη, Πλάτωνα και Κώστα, είναι απολύτως υγιής και ισχυρή οικονομικά. Ωστόσο παρά το γεγονός ότι μεριδιακά βρίσκεται στην τρίτη θέση πίσω από τις δύο πολυεθνικές Coca-Cola και Pepsi, αυτό δεν την διασφαλίζει απαραίτητα δια βίου. Οι συνθήκες στην αγορά είναι ιδιαίτερα ευμετάβλητες και μάλιστα δεν αποκλείεται και σε αυτή την περίπτωση να δούμε εξελίξεις κάποια στιγμή. Δεν αποτελεί μυστικό ότι οι μέτοχοι της Λουξ, κάτι που είχε παραδεχτεί και ο Πλάτων Μαρλαφέκας παλαιότερα στο πλαίσιο του συνεδρίου Family Business Forum, έχουν κατά καιρούς προβληματιστεί ή αναζητήσει επενδυτή για να συμμετάσχει μετοχικά στην επιχείρησή τους.
Ο Βίκος από την πλευρά του έχει ένα ισχυρό ατού. Ή μάλλον δύο. Από τη μία πλευρά είναι ο μεγαλύτερος παίκτης στο εμφιαλωμένο νερό στην Ελλάδα και επομένως διαθέτει και ισχυρότατο δίκτυο, ενώ τα αναψυκτικά διατίθενται στα ίδια κανάλια πώλησης με το νερό και αποτελούν απολύτως συμπληρωματικό και ενδεχομένως αναπόσπαστο προϊόν της κατηγορίας. Από την άλλη όμως η εταιρεία έχει και ισχυρότατη ρευστότητα που προέρχεται από τα υψηλότατα περιθώρια κερδοφορίας που αποκομίζει μέσω της δραστηριότητας στον τομέα του εμφιαλωμένου και επομένως δύναται να χρηματοδοτεί έντονες προωθητικές ενέργειες στα ράφια αλλά και να πριμοδοτεί τα καταστήματα εστίασης όπου κρίνεται απαραίτητο, προκειμένου να είναι σε θέσει να προωθήσει το προϊόν του.
Ενδιαφέρον όμως θα έχει και η θέση της Green Cola μετά την συγχώνευσή της με το Ζαγόρι, όπου μπορεί να δημιουργηθούν ισχυρές συνέργειες μεταξύ των δύο εταιρειών προκειμένου και σε επίπεδο διανομής αλλά και σε επίπεδο ρευστότητα, να ευνοηθεί η Green Cola, η οποία κατάφερε πριν από μερικά χρόνια να κάνει το «ξέσπασμα» στην αγορά με δυνατό branding, ωστόσο η συνέχεια στην εγχώρια αγορά τουλάχιστον δεν ήταν η αναμενόμενη. Μεγάλο βάρος πάντως από πλευράς των στελεχών της συγκεκριμένης εταιρείας έχει πέσει πλέον στο εξωτερικό.
Από πλευράς του ο όμιλος Ελληνικά Γαλακτοκομεία που έχει εξαγοράσει τη Δουμπιά και την Κλιάφας, επιδιώκει με επιθετικό μάρκετινγκ και διαφήμιση να προωθήσει το προϊόν του, επενδύοντας αρκετά εκατομμύρια ευρώ τα προηγούμενα χρόνια αλλά και την τρέχουσα χρονική περίοδο.
Το στοίχημα που έχει βάλει εδώ η οικογένεια Σαράντη δεν είναι καθόλου εύκολο, όπου μπορεί να αποτελεί τον ηγέτη στον τομέα της γαλακτοβιομηχανίας, ωστόσο τα αναψυκτικά αποτελούν ένα εντελώς διαφορετικό business με άλλες ισορροπίες και εντελώς διαφορετικό τρόπο λειτουργίας, όπου ένα μεγάλο ποσοστό της επιτυχίας δεν κρίνεται στον «πόλεμο» της ζώνης γάλακτος όπως συμβαίνει με την κύρια δραστηριότητα του ομίλου, αλλά στον «πόλεμο» του ραφιού και του ψυγείου, εκεί όπου ο πιο επιδέξιος ή μάλλον ο πιο ισχυρός, φαίνεται ότι στο τέλος κερδίζει.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.