17 Νοέ 2024
READING

Γιατί επιχειρείται να αλλάξει τώρα το μοντέλο του ελληνικού τουρισμού

4 MIN READ

Γιατί επιχειρείται να αλλάξει τώρα το μοντέλο του ελληνικού τουρισμού

Γιατί επιχειρείται να αλλάξει τώρα το μοντέλο του ελληνικού τουρισμού

Στροφή στη βιωσιμότητα – περιβαλλοντική και οικονομική – επιχειρεί να κάνει ο ελληνικός τουρισμός, κλείνοντας έναν κύκλο που άνοιξε πριν από 10 χρόνια και κατέστησε τον κλάδο ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας.

Ωστόσο,τα αυξημένα έσοδα από τους δημοφιλείς προορισμοί το όνομα των οποίων είναι πιο γνωστά κι από αυτό της χώρας σε περιοχές όπως η άλλη άκρη του Ατλαντικού φαίνεται ότι έχει έρθει η ώρα να δώσουν τη θέση τους σε ένα μοντέλο περισσότερο ισορροπημένο. Αυτή είναι και η πρόθεση του υπουργείου Τουρισμού, που σκοπεύει να ρίξει το βάρος στη βελτίωση των υποδομών και την προβολή λιγότερο γνωστών προορισμών, όπως είναι οι ορεινοί. Με αυτό το βήμα επιχειρείται να κερδηθεί και το στοίχημα του δωδεκάμηνου τουρισμού, δεδομένου ότι η εποχικότητα αποτελεί ένα από τα διαχρονικά προβλήματα του κλάδου.

Γιατί όμως είναι δύσκολο να «εγκαταλειφθεί» αυτό το μοντέλο; 

Τουλάχιστον μέχρι στιγμής αποδεικνύεται προσοδοφόρο, καθώς το 2023 τα έσοδα θα σπάσουν ακόμη ένα ρεκόρ, αυτό της προπανδημικής εποχής. Οι τουριστικές εισπράξεις από την περίοδο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου έχουν ξεπεράσει τα 14,6 δισεκατομμύρια, ενώ η αγορά προβλέπει ότι τα συνολικά έσοδα του 2023 θα είναι μεγαλύτερα των 20 δισ. ευρώ και ίσως προσεγγίσουν τα 21 δισεκατομμύρια. Σε ό,τι αφορά το οκτάμηνο, οι εισπράξεις από τους κατοίκους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξήθηκαν κατά 9,8%, ενώ οι εισπράξεις από κατοίκους τρίτων χωρών ήταν αυξημένες κατά 21,3%. Σημειωτέον ότι το 2019 η Ελλάδα εισέπραξε από τους εισερχόμενους τουρίστες σχεδόν 17,7 δισ. ευρώ. 

Οι εκτιμήσεις θέλουν την επιβατική κίνηση του 2023 να διαμορφώνεται στα επίπεδα των 33 εκατομμυρίων επιβατών, όταν το 2022 είχαν φτάσει τα 31,2 εκατομμύρια, σπάζοντας και το ρεκόρ του 2019.

Το μεγάλο comeback της Αθήνας

Ένα ακόμη στοίχημα που αφορά στην εποχικότητα είναι η θέση που έχει η Αθήνα στη λίστα των επιλογών των ταξιδιωτών. Η πρωτεύουσα είχε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, το ρόλο της ενδιάμεσης στάσης των τουριστών προς τη νησιωτική Ελλάδα, με το brand name της να πόλης να διεκδικεί καλύτερη θέση μεταξύ άλλων, όπως αυτό της Μυκόνου, της Κρήτης, της Κέρκυρας και της Σαντορίνης. 

Το αεροδρόμιο της Αθήνας συγκαταλέγεται στη δεύτερη θέση στο σύνολο των αεροδρομίων της Ευρώπης, το 2023, με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη έναντι του 2019, μεγαλύτερο του 8%, ακολουθώντας το αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης. Ο Σεπτέμβριος ήταν για πρώτη φορά ο τρίτος συνεχόμενος μήνας με επιβατική κίνηση πάνω από το φράγμα των 3 εκατομμυρίων για το Ελ. Βενιζέλος. Στην προσπάθεια αυτή συμβάλουν οι 35 διεθνείς αλυσίδες (όπως η Marriott, η Αccor και η Intercontinental) που έχουν παρουσία στην Ελλάδα με 68 brands, αριθμός σχεδόν διπλάσιος σε σύγκριση με το 2018. Περίπου 160 ξενοδοχεία με συνολική δυναμικότητα  26.540 δωματίων λειτουργούν με το σήμα ενός διεθνούς hotel operator, που καθιστά τα ξενοδοχεία πολύ περισσότερο αναγνωρίσιμα στους ξένους επισκέπτες και προσελκύει κοινό που τα έχει επισκεφθεί σε άλλη χώρα τουλάχιστον μία φορά. 

Η Μύκονος, η Σαντορίνη και το all inclusive

Μοναδική εξαίρεση σε ό,τι αφορά την επισκεψιμότητα το φετινό καλοκαίρι ήταν οι κορεσμένοι προορισμοί της Μυκόνου και της Σαντορίνης. Πηγές της αγοράς θέλουν την τουριστική κίνηση μειωμένη από 8% έως 10% στο νησί των Ανέμων. Σε αυτό συνηγορούν τα στοιχεία για τις πτήσεις, αφού το φετινό εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου, οι αεροπορικές αφίξεις στο αεροδρόμιο της Μυκόνου ήταν μειωμένες κατά 5,6%, ενώ στο αεροδρόμιο της Σαντορίνης η πτώση ήταν ακόμα μεγαλύτερη και έφτασε στο 9%.

Ακόμη και το μεγάλο πλεονέκτημα της χώρας, ο τουρισμός Ήλιου & Θάλασσας, χρήζει διαφοροποίησης στη διεθνή αγορά, για να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο στην πίτα των all inclusive. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στις δαπάνες, το μερίδιο της Ελλάδας ήταν σταθερό περί το 23-24%, της Ισπανίας κυμάνθηκε μεταξύ 46% και 49% και της Τουρκίας μεταξύ 28% και 30%, το 2022, με το περιθώριο ανάπτυξης έναντι των βασικών ανταγωνιστών να είναι μεγάλο.

Πάντως,  από τα 9,2 δισ. συνολική δαπάνη των τουριστών με all inclusive, τα 5,5 δισ. δαπανώνται στην Ελλάδα και αντιστοιχούν σε περίπου 30% των συνολικών εσόδων από τον εισερχόμενο τουρισμό στην Ελλάδα, στοιχεία που δείχνουν ότι είναι προφανής  η σημασία του προϊόντος all inclusive για τον ελληνικό τουρισμό.

Σε αυτό ποντάρουν μεγάλοι παίκτες της αγοράς όπως ο όμιλος Γρύλου (Hotel Brain & Sky Express), που φιλοδοξούν να δημιουργήσουν ένα ευρύτερο οικοσύστημα, ένα one stop shop για τον εισερχόμενο τουρισμό, κάνοντας disrupt σε μία αγορά που δε μπορεί να επαναπαυτεί στις δάφνες των ρεκόρ εσόδων.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.