Οι αγχωμένοι εργαζόμενοι ζητούν περισσότερη δράση από τους εργοδότες
Σε ένα ταχέως εξελισσόμενο επαγγελματικό τοπίο, το εργασιακό άγχος (workplace stress) αναδεικνύεται σε μόνιμο σύντροφο για μια σημαντική πλειοψηφία εργαζομένων. Η αστάθεια της αγοράς εργασίας που προκλήθηκε από την πανδημία, το κύμα απολύσεων ακόμη και σε πολυεθνικές επιχειρήσεις, καθώς και η αύξηση του πληθωρισμού -που κάνει τους μισθούς να μην επαρκούν- δημιουργούν μεγάλη ανησυχία στους εργαζόμενους όλων των βαθμίδων και των ηλικιών.
Μέσα σε αυτό παγκόσμιο χάος, που κάποιοι χαρακτηρίζουν ως “μόνιμη κρίση”, οι εργοδότες συχνά καλούνται να διαχειριστούν το άγχος των εργαζομένων τους, προκειμένου να μην γίνει επιβλαβές τόσο για τους ίδιους τους εργαζόμενους, όσο και για την παραγωγικότητά τους.
Διαβάστε ακόμα: Πώς χειρίζονται το άγχος οι συναισθηματικά έξυπνοι ηγέτες
Αυτό υπογραμμίζεται από μια πρόσφατη παγόσμια έρευνα που διεξήγαγε εταιρεία προσλήψεων, Robert Walters Group. Η μελέτη αποκάλυψε ότι, παρά τις διάφορες πρωτοβουλίες των εργοδοτών για τη μείωση του άγχους, ένας συντριπτικός αριθμός εργαζομένων εξακολουθεί να παλεύει με προκλήσεις που σχετίζονται με το άγχος και σχετίζονται με την εργασία του. Ένα ανησυχητικό 62% θεωρεί ότι οι εργοδότες δεν λαμβάνουν επαρκή μέτρα για την αντιμετώπιση του εργασιακού άγχους.
Τι προκαλεί το workplace stress
Η έρευνα εντόπισε αρκετά κοινά εναύσματα άγχους μεταξύ των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των φόβων που σχετίζονται με την ασφάλεια της εργασίας, την αυξημένη πίεση των διευθυντών, τη στασιμότητα των αμοιβών και τον μεγαλύτερο φόρτο εργασίας. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι αυτά τα συμπτώματα άγχους εμφανίζονται “πολύ συχνά” σε πάνω από το ένα τρίτο των 2.500 συμμετεχόντων στην έρευνα, γεγονός που υποδηλώνει την επιτακτική ανάγκη αντιμετώπισης αυτών των ζητημάτων.
Ποιος είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση του άγχους στην εργασία;
Σε ερώτηση σχετικά με την ευθύνη της διαχείρισης του άγχους στον εργασιακό χώρο, το 45% των εργαζομένων που συμμετείχαν στην έρευνα έδειξαν προς τα ανώτερα στελέχη και τα τμήματα ανθρώπινου δυναμικού, ενώ το 19% πιστεύει ότι οι προϊστάμενοι θα έπρεπε να φέρουν αυτή την ευθύνη. Αυτή η απόκλιση των απόψεων υποδηλώνει ότι η διαχείριση του άγχους απαιτεί μια πολύπλευρη προσέγγιση, που εμπλέκει πολλά επίπεδα σε έναν οργανισμό.
Σύνδεση μεταξύ συνθηκών εργασίας και ψυχικής υγείας
Οι έρευνες έχουν επανειλημμένα διαπιστώσει τη συσχέτιση μεταξύ των συνθηκών εργασίας και της ψυχικής υγείας των εργαζομένων. Σύμφωνα, μάλιστα, με έρευνες του Society for Human Resource Management Foundation και του Conference Board ανακαλύφθηκε ότι πολλοί εργαζόμενοι αποδίδουν τις προκλήσεις για την ψυχική τους υγεία σε προβλήματα στο χώρο εργασίας, όπως η κακή επικοινωνία, η έλλειψη ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής και ο πολύς χρόνος που περνούν σε συσκέψεις.
Έτσι, η αναγνώριση των ζητημάτων ψυχικής υγείας στο χώρο του ανθρώπινου δυναμικού έχει αυξηθεί με την πάροδο των ετών, οδηγώντας σε περισσότερες επενδύσεις από τους εργοδότες. Μήπως όμως οι εργοδότες εφαρμόζουν απλώς μια “λύση με τσιρότο”, αντί να αντιμετωπίζουν τα βαθύτερα αίτια του άγχους;
Η έρευνα της Robert Walters Group συνιστά απλές αλλά αποτελεσματικές παρεμβάσεις, όπως η εξασφάλιση διαχειρίσιμου φόρτου εργασίας και η παροχή στους εργαζόμενους πρόσβασης σε πόρους και ασφαλείς χώρους για την ανακούφισή τους από το άγχος. Ωστόσο, μια πραγματική λύση απαιτεί μια ολιστική προσέγγιση, που θα περιλαμβάνει τη συμμετοχή όλων των επιπέδων ενός οργανισμού.
Διαβάστε ακόμα: Οι “κόκκινες σημαίες” του burnout
Οι προκλήσεις για την υποστήριξη της ψυχικής υγείας στον χώρο εργασίας
Παρά τα βήματα αυτά, η πρόσβαση σε πόρους ψυχικής υγείας παραμένει άνιση. Μια πρόσφατη έρευνα του Lyra Health -ενός παρόχου καινοτόμων παροχών ψυχικής υγείας για περισσότερους από 2,5 εκατομμύρια εργαζόμενους παγκοσμίως – έδειξε ότι μόνο το ένα τρίτο των εργαζομένων που αντιμετώπισαν προκλήσεις ψυχικής υγείας το 2022 έλαβαν υποστήριξη από θεραπευτή, ψυχολόγο ή πόρους αυτοφροντίδας. Για να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα, οι εργοδότες έχουν αρχίσει να πειραματίζονται με νέες μεθόδους για να ξεπεράσουν τα εμπόδια κόστους.
Ενώ, λοιπόν, οι εργοδότες έχουν κάνει βήματα προόδου στην αντιμετώπιση του εργασιακού στρες, οι εργαζόμενοι εξακολουθούν να αντιλαμβάνονται την έλλειψη επαρκούς δράσης. Είναι σαφές ότι η αντιμετώπιση της “επιδημίας” του άγχους απαιτεί πιο ισχυρές και ολιστικές στρατηγικές, με τη συμμετοχή όλων των επιπέδων σε έναν οργανισμό, καθώς και μια σταθερή δέσμευση για τη διασφάλιση της σταθερής πρόσβασης των εργαζομένων σε πόρους ψυχικής υγείας.
Με πληροφορίες από HR Dive
Photo: Unsplash
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.