Τι κοινό έχουν μία αλλαντοβιομηχανία, ένα ζυθοποιείο και ένα πολυτελές ξενοδοχείο με θέα στη λίμνη Ιωαννίνων; Όλες είναι επενδύσεις που έχουν προσελκύσει τα κεφάλαια επιχειρηματιών, τόσο ανήσυχων ώστε αποφάσισαν να δραστηριοποιηθούν σε τομείς διαφορετικούς, όπως η παραγωγή τροφίμων και τα τουριστικά ακίνητα.
Η οικογένεια Υφαντή, το όνομα της οποίας φέρει ένα από τα δημοφιλέστερα brands αλλαντικών της χώρας, δείχνει το δρόμο, καθώς επιμένει στην ξενοδοχειακή αγορά της Αθήνας. Παράδειγμα το Fresh Hotel στην Ομόνοια, το οποίο η επικεφαλής του, Άντα Υφαντή αποφάσισε να ξανασυστήσει μέσω της συνεργασίας με τη διάσημη Ιταλίδα αρχιτέκτονα Paola Navone.Τον Αύγουστο το ξενοδοχείο επί των οδών Σοφοκλέους και Αθηνάς άνοιξε ξανά τις πόρτες του, αφού επεκτάθηκε με την προσθήκη ενός νέου ημιώροφου και την κατασκευή δύο επιπλέον ορόφων υπό μορφής ενός γυάλινου όγκου στους υφιστάμενους ορόφους. Το εσωτερικό εμπλουτίστηκε με γραφιστικά μοτίβα, μαρμάρινα τραπέζια και απλίκες, έπιπλα μοντέρνας αισθητικής και φωτιστικά από ανακυκλωμένα γυάλινα σκεύη. Η επένδυση για την ανακατασκευή του διατηρητέου που κάποτε στέγαζε το ιστορικό κατάλυμα Πίνδαρος έφτασε τα 2,3 εκατομμύρια ευρώ και σηματοδότησε την αλλαγή σελίδας για το ξενοδοχείο που άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του 2004.
Η Αθηναϊκές Διακοπές Α.Ε. της οικογένειας Υφαντή ετοιμάζεται να προσθέσει στο portfolio της και ακόμη ένα τουριστικό ακίνητο στην Πειραιώς. Στη θέση ενός διατηρητέου θα ανεγερθεί «ξενώνας νέων», συγκρότημα ενοικιαζόμενων επιπλωμένων διαμερισμάτων. Ήδη η οικογένεια λειτουργεί δύο ξενοδοχεία στη Σάμο και δύο πολυτελή ξενοδοχεία πόλης στην Κηφισιά, το Y Hotel και το SAY Hotel, το παλιό Κωστής στην πλατεία Κεφαλαρίου.
Βιομήχανοι που έγιναν ξενοδόχοι
Τον – μακρύ – δρόμο των αδειοδοτήσεων διαβαίνει η τουριστική επένδυση της οικογένειας Τσατσαρωνάκη στη Φαλάσαρνα. Έχοντας ισχυρή παρουσία στην αγορά των παξιμαδιών με το Μάννα και αφού «πάτησε πόδι» στην Αττική με την εξαγορά του εργοστασίου της Κατσέλης (Nutriart) στην Αττική, η οικογένεια αποφάσισε να επεκταθεί στα ξενοδοχεία (στα οποία έχει παρουσία με το Molos Bay Hotel στην Κίσσαμο), εκμεταλλευόμενη το momentum για την ανάδειξη της Κρήτης σε τουρισμό πολυτελείας. Η Αειφόρες Τουριστικές Επιχειρήσεις Φαλάσαρνα είναι το όχημα των Κρητικών επιχειρηματιών για το έργο ύψους 69 εκατομμυρίων ευρώ. Σε συνολική έκταση 118 στρεμμάτων θα κατασκευαστεί συγκρότημα που θα αποτελείται από εστιατόριο με κρητικές γεύσεις, ενοικιαζόμενα δωμάτια και τουριστικές πισίνες, κατοικίες διαφόρων μεγεθών, πισίνες, χώρους αποθήκευσης τροφίμων, εστιατόρια – beach bar, έναν παραδοσιακό φούρνο, θέατρο, μουσείο, καταστήματα κι ένα οινοποιείο.
Το θέρετρο έχει σκοπό «την ανάπτυξη διαφοροποιημένου τουριστικού προϊόντος υψηλών προδιαγραφών, ειδικού και εναλλακτικού τουρισμού (αγροτουρισμού, πεζοπορικού, πολιτιστικού τουρισμού), με παροχή υπηρεσιών που θα διαφοροποιείται από το κυρίαρχο μοντέλο μαζικού τουρισμού». Μάλιστα, η εταιρεία έχει καταρτίσει business plan βάσει του οποίου αναμένει κέρδη 23 εκατομμυρίων έως το 2032 από τη λειτουργία του project.
Πολλές φορές ανατράπηκαν τα σχέδια της οικογένειας Τόττη για την είσοδο στo real estate. Η επιχειρηματική οικογένεια, που ηγείται του ομίλου Tottis – Bingo που παράγει τα Serenata, Amaretti, Champion, αγόρασε το 1975 το Ξενία Φλώρινας, 15 χρόνια μετά τη δημιουργία του. Το ξενοδοχείο, λειτουργούσε στα πρότυπα των Ξενία του ΕΟΤ έως το 1990. Στόχος ήταν να αλλάξει ταυτότητα με την προσθήκη καζίνο στις εγκαταστάσεις του, το οποίο βρήκε απέναντι του μέρος της τοπικής κοινωνίας και τη θρησκευτική ηγεσία της Φλώρινας, με πρωτοστάτη το Μητροπολίτη, Αυγουστίνο Καντιώτη. Αυτός ήταν και ο λόγος που, ενώ αδειοδοτήθηκε το 1995, έμεινε στον πάγο για 15 χρόνια και πήρε το πράσινο φως από την Eπιτροπή Eποπτείας και Eλέγχου Παιγνίων το 2019, ενώ είχε προγηθεί η επιβολή αποζημιώσεων από το ΣτΕ εξαιτίας των καθυστερήσεων. Δύο χρόνια μετά τη λήψη της άδειας ξεκίνησε η λειτουργία του καζίνο στο ανακαινισμένο Ξενία, που ονομάστηκε Lynx Mountain Resort και αποτέλεσε επένδυση 9 εκατ. ευρώ για τη δημιουργία ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στο λόφο του Αγίου Παντελεήμονα.
Ο Κύπριος Παύλος Φωτιάδης επενδύει στην ελληνική αγορά μέσω της Beverage World και διανέμει τον καφέ Lavazza, τα αλκοολούχα Angostura, Frangelico και Wild Turkey, μεταξύ άλλων, ενώ εξαγοράσει τη σερραϊκή μικροζυθοποιίας Siris, ενώ είναι γνωστός για την παραγωγή της Carlsberg στην Κύπρο. Τον έχουν, όμως, κερδίσει τα νότια προάστια, όπου έχει μεγάλη παρουσία μέσω οικιστικών αναπτύξεων της Emerald Developments, όπως λέγεται η εταιρεία που έχει συστήσει για τη δραστηριοποίηση στο real estate. Μεταξύ άλλων έχει σχεδιάσει και ρίχνει στην αγορά συγκρότημα 1.400 τ.μ. στο παραλιακό μέτωπο, project, βρίσκεται στο κέντρο της Γλυφάδας, κοντά στην πλατεία Νυμφών και περιλαμβάνει δύο townhouses 269 τ.μ. και 263 τ.μ., τέσσερα διαμερίσματα περί των 128 τετραγωνικών και δύο ρετιρέ 174 τ.μ.. Σε δύο φάσεις αναπτύσσεται θέρετρο στο Ρέθυμνο, σε έκταση 1.600 στρεμμάτων, ενώ ο κυπριακός όμιλος διαθέτει portfolio 24.000 στρεμμάτων με ολοκληρωμένα ξενοδοχειακά, οικιστικά και γραφειακά ακίνητα και υπό ανάπτυξη επενδύσεις σε Ελλάδα και Κύπρο.
«Παραδοσιακός» παίκτης στην αγορά των ξενοδοχείων είναι η οικογένεια Νιτσιάκου, καθώς λειτουργεί ένα από τα πιο διάσημα και πολυτελή ξενοδοχεία των Ιωαννίνων, το πεντάστερο Hotel Du Lac, το οποίο κλείνει 25 χρόνια λειτουργίας (ανακαινίστηκε ριζικά το 2010) κι ένα ξενοδοχείο στο Πυργί της Κέρκυρας.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.