Σε ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον, αυτό των τηλεπικοινωνιών -όπου κυριαρχεί μεριδιακά ο ΟΤΕ, ακολουθεί η Nova και πλέον στην τρίτη θέση βρίσκεται μετά τη συγχώνευση Nova-Wind, η Vodafone- η τιμολογιακή πολιτική των εταιρειών είναι αυτή που κατά κύριο λόγο παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη συνείδηση του κάθε καταναλωτή.
Ειδικά σε μία πληθωριστική περίοδο όπως αυτή που διανύουμε όπου το σύνολο αγαθών και υπηρεσιών έχει αυξηθεί το προηγούμενο διάστημα και κατά περίπτωση συνεχίζει να αυξάνεται. Το επόμενο διάστημα θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τη μάχη που θα εξελιχθεί καθότι η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) έχει θέσει σε δημόσια διαβούλευση την τροποποίηση του Κανονισμού Γενικών Αδειών, μία τροποποίηση που εάν γίνει πράξη θα δίνει το δικαίωμα στους παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στην Ελλάδα, να τροποποιούν κατά βούληση τους τιμοκαταλόγους τους.
Τι επικαλούνται οι πάροχοι
Οι πάροχοι από την πλευρά τους επικαλούνται την αύξηση των κοστολογίων λειτουργίας, λέγοντας ότι το γεγονός αυτό έρχεται να επιβαρύνει την κερδοφορία τους, ζητώντας ουσιαστικά να αυξήσουν όσο το δυνατόν φαντάζει λογικό στα μάτια του καταναλωτή τις τιμές τους. Και όλα αυτά τη στιγμή που πριν από λίγες ημέρες ο Χάρης Μπρουμίδης, διευθύνων σύμβουλος της Vodafone, ανέφερε σε ενημερωτική συνάντηση με δημοσιογράφους ότι η μεσοσταθμική αύξηση στα συμβόλαια θα είναι στα επίπεδα των 2,5-3 ευρώ. Πώς όμως θα συμβεί αυτό είναι κάτι που θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον κατά την υλοποίησή του και τι επιπτώσεις θα φέρει για τους παρόχους. Γιατί μπορεί ο κύριος Μπρουμίδης να υποστήριξε ότι η αύξηση «δεν θα είναι μεγάλη», από την άλλη όμως είπε ότι «θα δυσαρεστήσει τους καταναλωτές». Η αποτύπωση λοιπόν αυτής της δυσαρέσκειας σε μία περίοδο που η Nova κερδίζει έδαφος, έχοντας αυτή τη στιγμή τα φθηνότερα τιμολόγια σε σταθερή, κινητή και ίντερνετ από τον ανταγωνισμό της και επενδύοντας πολλά σε αυτόν τον τομέα, είναι κάτι που θα γίνει ευκρινές το προσεχές διάστημα.
Το γεγονός είναι ότι οι εταιρείες επενδύουν το τελευταίο διάστημα σε δίκτυα οπτικών ινών, ούτως ώστε να βελτιώσουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες και να μπορέσουν να δικαιολογήσουν μελλοντική αύξηση των τιμών τους. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά σε προσφερόμενες υπηρεσίες σε σύγκριση με άλλα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από την άλλη, στο κείμενο διαβούλευσης της ΕΕΤΤ αναφέρεται ότι το κόστος για τους παρόχους έχει αυξηθεί από 21% έως και 43% από παράγοντες όπως είναι η ηλεκτροδότηση του δικτύου, συμπεριλαμβανομένων των σταθμών βάσης πρόσβασης κινητής τηλεφωνίας, των κόμβων δικτύου σταθερής τηλεφωνίας, των συνεγκαταστάσεων, των κτιριακών εγκαταστάσεων και των εξόδων που αυτά συνεπάγονται για τους τρεις παίκτες της αγοράς. Αυξημένο κατά 19% εμφανίζεται και το κόστος για την προμήθεια του εξοπλισμού των τελικών χρηστών σταθερής τηλεφωνίας και ίντερνετ σε ποσοστό που αγγίζει το 19% αλλά και το κόστος ανάπτυξης δικτύου με τις νέες υπηρεσίες οπτικών ινών που σταδιακά μπαίνουν στη ζωή όλων μας.
Στην πράξη, εφόσον μεταβληθεί ο κανονισμός, η ρήτρα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής θα υπολογίζεται σύμφωνα με τον δείκτη πληθωρισμού του προηγούμενου ημερολογιακού έτους, όπως αυτός ανακοινώνεται από την ΕΛΣΤΑΤ ως Δείκτης Τιμών Καταναλωτή. Θα θυμίσουμε ότι τον Μάιο, ο πληθωρισμός ήταν στα επίπεδα του 4,1%, όπου βάσει του συγκεκριμένου ποσοστού θα γίνεται και η αντίστοιχη αύξηση στα τιμολόγια. Το ερώτημα βέβαια σε όλα τα παραπάνω είναι, εάν για παράδειγμα υπάρξει αρνητικός πληθωρισμός σε λίγους μήνες από σήμερα, θα υπάρξει και αντίστοιχη αναπροσαρμογή των τιμών από τους παρόχους;
Η τοποθέτηση Τσαμάζ για τον «πόλεμο» τιμών
Να θυμίσουμε ότι στις αρχές του προηγούμενου μήνα ο CEO του ομίλου ΟΤΕ, Μιχάλης Τσαμάζ, είχε επισημάνει ότι ο πόλεμος τιμών μεταξύ των εταιρειών τηλεπικοινωνιών καθυστερεί τις επενδύσεις και μπορεί να οδηγήσει στη χρεοκοπία. Αμέσως μετά έσπευσε να συμπληρώσει ότι «οι δικές μας επενδύσεις δεν επηρεάζονται έχουν σχεδιαστεί και υλοποιούνται χωρίς καθυστερήσεις. Όποιος εισέλθει σε πόλεμο τιμών έχει πρόβλημα ρευστότητας. Αυτό έχει ξαναγίνει στην Ελληνική αγορά με τη Wind, η οποία χρεοκόπησε δυο φορές αν δεν κάνω λάθος». Στάθηκε μάλιστα κα ιστην περίπτωση της Nova, όπου τόνισε ότι δεν μιλάει για χρεοκοπία στην περίπτωση αυτή, αλλά πρόσθεσε ότι περιμένει το τέλος του 2023 για να δει τη ρευστότητα της εταιρείας.
Όλα αυτά σε ένα περιβάλλον έντονης μεταβλητότητας, όπου ο καταναλωτής είναι price sensitive κάτι που αποτυπώνεται και στη μείωση της κατανάλωσης ακόμα και σε βασικά καταναλωτικά αγαθά όπως είναι η αγορά προϊόντων από το σούπερ μάρκετ. Το στοίχημα των εταιρειών και η πρόκληση εάν θέλετε, είναι δύο βασικοί παράγοντες για το επόμενο διάστημα. Που ο καθένας θα κληθεί να δώσει τα διαπιστευτήριά του, προσφέροντας όσο το δυνατόν καλύτερες υπηρεσίες από τη μία και λογικές τιμές από την άλλη, για να μπορέσει να κρατήσει τους συνδρομητές του.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.