Περνώντας από τη μία κρίση στην άλλη, το retail βρήκε τρόπους να αναπτυχθεί ξανά.
Η δομή του λιανεμπορίου κατά την τελευταία δεκαετία πέρασε διά πυρός και σιδήρου, φτάνοντας να διακρίνεται από μείωση και ταυτόχρονη έλλειψη προσωπικού, κλείσιμο εμβληματικών για τα ελληνικά δεδομένα εταιρειών, ανάπτυξη νέων αναπτυξιακών πόλων όπως η αγορά των σούπερ μάρκετ και και, φυσικά, την έκρηξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, που έχει διαχυθεί σε όλες τις εκφάνσεις της σημερινής επιχειρηματικότητας.
Το retail, ως μικροκαθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας, δεν πέρασε και λίγα: πριν καν περάσει η οικονομική κρίση και τα μνημόνια περάσουν στην ιστορία, η πανδημία διατήρησε για τουλάχιστον εννέα μήνες κλειστά τα περισσότερα εξ αυτών και στη συνέχεια, η ενεργειακή κρίση ήρθε για να επισφραγίσει κάθε δυσκολία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Η απασχόληση μειώθηκε, αλλά και άλλαξε χαρακτηριστικά, τα λουκέτα ξεπέρασαν στην πραγματικότητα τις 50.000, ενώ σωρευτικά χάθηκαν καθαρά έσοδα από τον κλάδο πάνω από 17 δισ. ευρώ, ποσό που ισοδυναμεί με το 8,17% του Α.Ε.Π. Επιχειρήσεις κραταιές όπως η Ηλεκτρονική Αθηνών, η Glou, η Fokas, η Neoset, η Sprider Stores έκλεισαν αφήνοντας χιλιάδες ανέργους, την ίδια στιγμή που ξεπηδούσαν νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Ακόμη και το 2019, όταν πλέον η ελληνική οικονομία είχε βγει από το καθεστώς των μνημονίων και αποτέλεσε μια χρονιά με σημαντική αύξηση της νέας επιχειρηματικότητας, το βασικό κίνητρο για την έναρξη μιας επιχείρησης παρέμενε η δημιουργία μεγαλύτερου εισοδήματος και ο βιοπορισμός. Συγκεκριμένα, το 51,6% είχε απαντήσει τότε ότι βασικό κίνητρο είναι ο βιοπορισμός, καθώς οι δουλειές ήταν λίγες, με το κίνητρο της δημιουργίας μεγαλύτερου εισοδήματος να έρχεται δεύτερο με ποσοστό 48,2%.
Από επιχειρηματίες υπάλληλοι
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), το 2009 σε σύνολο 187.870 λιανεμπορικών επιχειρήσεων, αυτές που απασχολούσαν έως 9 άτομα ήταν 183.773, δηλαδή περίπου το 97,8% και το 2020 σε σύνολο 139.181, αυτές που απασχολούσαν έως 9 άτομα ήταν 135.519, δηλαδή το 97,36%. Παρέμειναν δηλαδή οι μικρές επιχειρήσεις στα ίδια ποσοστά σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή τους στο σύνολο των λιανεμπορικών επιχειρήσεων, κάτι που συνδέεται τόσο με την ανάγκη για βιοπορισμό, όσο και με τη δομή της ελληνικής οικονομίας.
Αν και το 2009 στο σύνολο των απασχολουμένων στο λιανεμπόριο ο αριθμός των επιχειρηματιών και μη αμειβόμενων μελών της οικογένειας ήταν 245.609 άτομα σε σύνολο 500.465 απασχολουμένων στον κλάδο, δηλαδή το 49,07%, το 2020 το αντίστοιχο ποσοστό είχε υποχωρήσει σε 33,49%. Με άλλα λόγια, οι εργοδότες και τα μέλη της οικογένειας μετατράπηκαν σε μεγάλο βαθμό σε υπαλλήλους.
Πώς άλλαξε η αγορά των σούπερ μάρκετ
Η ανάπτυξη μέσω της στρατηγικής των εξαγορών αλυσίδων τοπικής ή μη εμβέλειας, η λειτουργία ιδιόκτητων ή μέσω franchise νέων καταστημάτων, οι αλλαγές στην αγοραστική συμπεριφορά και οι εξωγενείς συνθήκες -από την οικονομική στην πανδημική και την ενεργειακή κρίση- οδήγησαν σε ένα μπαράζ αλλαγών τα τελευταία χρόνια στην εγχώρια αγορά σούπερ μάρκετ.
Τα στοιχεία ερευνών αποκαλύπτουν τη δυναμική της αγοράς που που παρά τις αναταραχές στην ελληνική οικονομία, την τελευταία πενταετία έτρεξε με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 7,1%, παράλληλα με φαινόμενα συγκέντρωσης: σήμερα 53 αλυσίδες σούπερ μάρκετ με 2.700 καταστήματα συνθέτουν την ελληνική αγορά σούπερ μάρκετ.
Όπως προκύπτει από πρόσφατη μελέτη της KPMG οι έξι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές στην Ελλάδα είχαν κύκλο εργασιών περίπου 8,46 δις ευρώ αθροιστικά για το 2021, ποσό αυξημένο κατά 61% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο κύκλο εργασιών τους για το 2017.
Πηγαίνοντας ακόμη πιο πίσω, η ειδική έκδοση «Πανόραμα των ελληνικών σούπερ μάρκετ» κατέδειξε ότι το 2008 δραστηριοποιούνταν στην ελληνική αγορά 96 αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Το 2021 είχαν μείνει σχεδόν οι μισές, ενώ μετά τις εξαγορές που υλοποιήθηκαν το 2022, ο αριθμός των αλυσίδων υποχώρησε ακόμη περισσότερο. Οι Μαρινόπουλος και Ατλάντικ πτώχευσαν και πέρασαν στην Σκλαβενίτης, η Βερόπουλος εξαγοράστηκε από τη Metro, ενώ οι πολυεθνικές αλυσίδες Carrefour και Aldi αποχώρησαν από την ελληνική αγορά.
Η αυξανόμενη συγκέντρωση στον κλάδο φαίνεται και από τα στοιχεία της NielsenIQ. Ενώ το 2009 ο τζίρος των σούπερ μάρκετ είχε φτάσει στα 13,14 δισ. ευρώ και το μερίδιο αγοράς των 10 μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κλάδου είχε διαμορφωθεί στο 68,6%, το 2016, χρονιά κατά την οποία ο τζίρος είχε υποχωρήσει στα 10,81 δισ. ευρώ, το μερίδιο αγοράς των 10 μεγαλύτερων λιανεμπόρων είχε αυξηθεί κατά δέκα περίπου ποσοστιαίες μονάδες, στο 78%. Με τον τζίρο το 2022 να επιστρέφει στα προ οικονομικής κρίσης επίπεδα -λόγω και του πληθωρισμού- στα 13,50 δισ. ευρώ, το μερίδιο αγοράς των 10 μεγαλύτερων λιανεμπόρων διαμορφώθηκε στο υψηλότερο σημείο μέχρι τώρα, στο 82,3%.
Το αποτύπωμα του ηλεκτρονικού εμπορίου την τελευταία τριετία
Tο 2015, χρονιά επιβολής των capital controls, o τζίρος που έκαναν οι επιχειρήσεις από ηλεκτρονικές πωλήσεις, βάσει των στοιχείων της ΕΛ.ΣΤΑΤ., ανερχόταν σε 1,80 δισ. ευρώ, κάτι που θεωρούνταν ιδιαίτερα αυξημένο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
Η πρώτη καραντίνα βρήκε τους Έλληνες καταναλωτές και τους retailers ξαφνιασμένους και ανοχύρωτους απέναντι στην ανάγκη για συνέχιση της δραστηριότητάς τους σε μια σειρά από ψηφιακά μέσα που μέχρι τότε αποτελούσαν επιλογή για λίγους και -ίσως- εκλεκτούς. Η ελληνική αγορά εξάλλου φάνταζε ανώριμη να αναγνωρίσει εγκαίρως την επιλογή αυτή ως ανάγκη. Ακολούθησε ένα αγώνας δρόμου, όπου ο μαραθώνιος και το σπριντ συνδυάστηκαν με τέτοιο τρόπο που κατά το δεύτερο lockdown, τούς βρήκε όλους έτοιμους.
Έρευνα της NielsenIQ σε 852 online shoppers πιστοποίησε όλα τα παραπάνω. Το 79% των Ελλήνων αγοραστών που επηρεάστηκαν από τον Covid-19, τον Φεβρουάριο του 2021 στράφηκαν καθολοκληρίαν στο ηλεκτρονικό εμπόριο, με αποτέλεσμα να εξοικειωθούν με τέτοιο τρόπο που ένα χρόνο μετά να χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο κανάλι ως και 2-3 φορές πιο συχνά από αυτούς τους λίγους που δεν είχαν επηρεαστεί από την πανδημία.
Αντίστοιχα, 1 στους 2 αγοραστές μέσω διαδικτύου στην Ελλάδα πραγματοποιούσαν τις αγορές τους μέσω των social media, διατηρώντας το Facebook στη θέση της πιο δημοφιλούς πλατφόρμας για αγορές προϊόντων, προσελκύοντας κοινό μεγαλύτερης ηλικίας. Στον αντίποδα οι Miilennials και κυρίως οι Gen Z-ers στράφηκαν στην αναδυόμενη τότε πλατφόρμα του TikTok που και αυτό απέκτησε ταχύτατα κοινωνικό πρόσημο. Το mobile commerce γνώρισε τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξής του, αφού το 62% των ερωτηθέντων χρησιμοποιούσε τότε “έξυπνα” κινητά για να αγοράζει αγαθά και προϊόντα μέσω διαδικτύου.
Τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. έδειξαν ότι ο τζίρος των επιχειρήσεων που προήλθε από το ηλεκτρονικό κανάλι ανήλθε σε 20,46 δισ. ευρώ. Μάλιστα, αν και το 2022 τα φυσικά καταστήματα λειτούργησαν χωρίς περιορισμούς, η αύξηση του τζίρου από τις ηλεκτρονικές πωλήσεις ήταν της τάξης του 54,5% σε σύγκριση με το 2021.
Σήμερα πια, με τα απόνερα της πανδημίας να βρίσκουν ακόμη το καταναλωτικό ρεύμα και εν μέσω πληθωριστικών πιέσεων και μιας διαφαινόμενης ύφεσης, το ηλεκτρονικό εμπόριο συνεχίζει να αναπτύσσεται και μάλιστα ταχύτατα. Η άνθηση αυτή συντελέστηκε γρήγορα οδηγώντας σε έναν εντυπωσιακό μετασχηματισμό ολόκληρη την αγορά: ο αριθμός των επιχειρήσεων με ενεργή ηλεκτρονική παρουσία εκτινάχθηκε από τις 7.000 επιχειρήσεις στις αρχές του 2020, σε πάνω από 20.000 πριν το κλείσιμο της περασμένης χρονιάς.
Ενδεικτικό, μάλιστα, είναι ότι το διάστημα από 1η Ιανουαρίου έως και 15 Σεπτεμβρίου του 2022 ο τζίρος για επιχειρήσεις που υλοποιούν ηλεκτρονικές παραγγελίες και απασχολούν πάνω από 10 άτομα, ανήλθε στα 20,5 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 6,9% του συνολικού τους κύκλου εργασιών, με βάση τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. Με το ηλεκτρονικό κανάλι να συγκεντρώνει πλέον το επιχειρηματικό ενδιαφέρον, η ταυτότητα του νέου retail το έχει ενσωματώσει στη λειτουργία του, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ολοένα και πιο συχνά, ολοένα και περισσότερα υβριδικά μοντέλα που συνδυάζουν τη φυσική με την digital λειτουργία.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.