Η L’Oréal στοχεύει στην Κίνα αγοράζοντας την πολυτελή μάρκα Aesop
Η L’Oréal, η μεγαλύτερη εταιρεία καλλυντικών στον κόσμο και ιδιοκτήτρια εμπορικών σημάτων όπως τα Kiehl’s, Maybelline και Lancôme, έχει προσθέσει αρκετά natural skin care brands στο χαρτοφυλάκιό της τις τελευταίες δύο δεκαετίες, συμπεριλαμβανομένης της Sanoflore, μιας γαλλικής εταιρείας παραγωγής βιολογικών καλλυντικών, το 2006 και της Thayers Natural Remedies το 2020.
Τώρα η γαλλική πολυεθνική επενδύει περαιτέρω στην παρουσία της στα καλλυντικά υψηλής ποιότητας μέσω του αυστραλέζικου luxury beauty brand Aesop και βάζει στόχο τη διεθνή επέκταση, στρέφοντας το ενδιαφέρον της στην Κίνα.
Διαβάστε ακόμα: Γιατί η L’Oréal επιστρατεύει influencers άνω των 40 ετών
Η Aesop εμπορεύεται προϊόντα περιποίησης δέρματος, μαλλιών, σώματος και άλλα – συμπεριλαμβανομένου ενός σαπουνιού χεριών αξίας 37 ευρώ και ενός κεριού αξίας 100 ευρώ. Το 2022, η μάρκα ανέφερε ακαθάριστες πωλήσεις ύψους 490 εκατομμυρίων ευρώ. Το αυστραλέζικο brand έχει σχεδόν 400 καταστήματα στην Αμερική, την Ευρώπη, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και την Ασία, συμπεριλαμβανομένων δύο καταστημάτων στη Σαγκάη που άνοιξαν το περασμένο έτος.
Το παρασκήνιο της συμφωνίας
Η μητρική εταιρεία της Aesop, η Natura & Co, φλέρταρε με πιθανούς αγοραστές εδώ και μήνες, με τις LVMH και Shiseido να κατονομάζονται μεταξύ των ενδιαφερομένων, σύμφωνα με έκθεση του Bloomberg τον Ιανουάριο.
Για τον όμιλο της L’Oreal, στον οποίο υπάγονται θρυλικές μάρκες όπως η Maybelline και η Lancôme, είναι σημαντικό να απευθυνθεί προς τα μεσοανώτερα αγοραστικά στρώματα, όπου οι καταναλωτές επηρεάζονται λιγότερο από την οικονομική ύφεση. Σε αυτό το πλαίσιο, η συμφωνία για την απόκτηση της Aesop είναι η μεγαλύτερη εξαγορά μάρκας που έχει υλοποιήσει μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Dealogic.
Η ιστορία του αυστραλέζικου brand
Η Aesop ιδρύθηκε από τον Dennis Paphitis, έναν κομμωτή με έδρα τη Μελβούρνη, το 1987 και απέκτησε πιστούς πελάτες για τα προϊόντα δέρματος, μαλλιών και σώματος χωρίς συστατικά που προέρχονται από ζώα, όπως κερί μέλισσας ή μέλι. Η μάρκα έγινε γνωστή για τα σκουρόχρωμα, φαρμακευτικού τύπου μπουκάλια της, τυλιγμένα σε λευκές και μαύρες ετικέτες, τα οποία είναι πλέον βασικά είδη σε ορισμένα αριστοκρατικά εστιατόρια και στα μπάνια των λάτρεις της εσωτερικής διακόσμησης.
Το 2009, οι πωλήσεις εκτοξεύτηκαν στα ύψη αφού η Aesop πήρε τον έλεγχο της παγκόσμιας διανομής της από ανεξάρτητους διανομείς και επανεξέτασε που διέθεταν τα προϊόντα της. Το 2017, ο Paphitis πούλησε την Aesop στη Natura & Co, την βραζιλιάνικη εταιρεία καλλυντικών στην οποία ανήκουν η Avon και η Body Shop.
Διαβάστε ακόμα: Για την L’Oréal το μέλλον της ομορφιάς είναι ψηφιακό
Η εξαγορά παρέχει στη βραζιλιάνικη Natura μιας μορφής οικονομική ανακούφιση από τα συρρικνωμένα περιθώρια κέρδους και το βαρύ χρέος που την ταλανίζουν την τελευταία διετία. Με την επιφύλαξη των κανονιστικών εγκρίσεων, η εξαγορά θα καταβληθεί σε μετρητά και αναμένεται το τρίτο τρίμηνο του 2023, την ίδια στιγμή που θέλει να εστιάσει το ενδιαφέρον της στις πωλήσεις στη Νότια Αμερική.
Καθώς η Aesop αξιοποιεί όλα τις σύγχρονες ανερχόμενες τάσεις με τα προϊόντα της να αποτελούν αντικείμενο του πόθου για ευκατάστατους νέους, Millennials και influencers, η L’Oréal σκοπεύει να συμβάλει στην απελευθέρωση των τεράστιων δυνατοτήτων ανάπτυξής της, κυρίως στην Κίνα και στο ταξιδιωτικό retail.
Με πληροφορίες από Retail Dive
Photo: Aesop
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.