Σούπερ μάρκετ: Η απειλή της ιδιωτικής ετικέτες κόντρα στις επενδύσεις των μαρκών στην Ελλάδα

Οι συζητήσεις των στελεχών της αγοράς που σχετίζονται με την βιομηχανία στην Ελλάδα καθώς και με τον κλάδο των σούπερ μάρκετ, ενέχουν το τελευταίο χρονικό διάστημα συγκεκριμένους προβληματισμούς. Ο κυριότερος από αυτούς εντοπίζεται στην πιθανότητα υποβάθμισης του προϊόντος που διαθέτουν, καθότι η ανοδική πορεία των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, είναι αυτή που έχει θορυβήσει στελέχη και επικεφαλής επιχειρήσεων, οι οποίοι βλέπουν σε πολλές των περιπτώσεων τη συγκεκριμένη κατηγορία να κερδίζει έδαφος και από την άλλη πλευρά να ροκανίζουν μερίδια πωλήσεων από τα επώνυμα προϊόντα.

Δεν αποτελεί άλλωστε μυστικό ότι οι επενδύσεις των βιομηχανιών δίνουν μεγάλη έμφαση στα επώνυμα προϊόντα, χτίζοντας μέσα στα χρόνια τη μάρκα τους και δημιουργώντας παρακαταθήκη για το μέλλον, ποντάροντας στην επωνυμία. Η ανησυχία για το φαινόμενο αυτό δεν παύει να αποτελεί το αποτέλεσμα της πληθωριστικής κρίσης που προηγήθηκε αλλά και των πιέσεων που αυτή έφερε στο εισόδημα του καταναλωτή, ο οποίος εκ των πραγμάτων αναζήτησε λύση σε πιο φθηνά προϊόντα, γι’ αυτό και στράφηκε στην ιδιωτική ετικέτα που εκ των πραγμάτων είναι οικονομικότερη από τις γνωστές μάρκες προϊόντων. 

Αύξηση του μεριδίου αγοράς της ιδιωτικής ετικέτας στα επίπεδα της δεκαετούς κρίσης

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στα ελληνικά σούπερ μάρκετ βάσει των πρόσφατων στοιχείων της IRI για τον περασμένο Ιανουάριο, δείχνει διαρκώς ανοδικές τάσεις, υπερβαίνοντας το 17% και φτάνοντας το 17,7% με αύξηση κατά 21,3% σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό του Ιανουαρίου του 2022. Μάλιστα, το ποσοστό αυτό έρχεται να «συναντήσει» περίπου τα επίπεδα του ποσοστού που είχαν οι πωλήσεις για την ιδιωτική ετικέτα στην περίοδο της βαθιάς οικονομικής κρίσης της δεκαετίας των μνημονίων. 

Την ίδια περίοδο ο κλάδος των τροφίμων κατά κύριο λόγο έχει δεχτεί έντονες πιέσεις λόγω της αύξησης των τιμών της ενέργειας αλλά και των πρώτων υλών που σε πολλές των περιπτώσεων οδήγησαν σε επιβάρυνση που φτάνει ή και υπερβαίνει το 40%. Η συρρίκνωση της αγοράς των επώνυμων προϊόντων να είναι φυσικό επόμενο της υφιστάμενης κατάστασης, παρόλ’ αυτά ο φόβος να μείνουν κάποιες συνήθειες ως έχουν με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να συνεχίσουν να αναζητούν την ιδιωτική ετικέτα στις αγορές τους ακόμη και μετά το πέρας της κρίσης, είναι υπαρκτός. Πού οδηγείται η κατάσταση; Το δεδομένο είναι ότι ο καταναλωτής πράττει ασυναίσθητα αυτό που του επιβάλει η κατάσταση και ενστικτωδώς προσπαθεί να περιορίσει τις δαπάνες στο σπίτι του. Διότι μπορεί τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας να συγκρατούν τις πωλήσεις και τους όγκους των εταιρειών και των σούπερ μάρκετ, σε μία περίοδο γενικότερης συρρίκνωσης της αγοράς, ωστόσο θεωρείται από πολλούς ότι η ζημιά που μπορούν να προκαλέσουν πιθανώς να έχει μακροπρόθεσμη ισχύ. 

Η συνήθεια των αγορών υπό το καθεστώς της προσφοράς

Από την άλλη βέβαια υφίσταται και το δεδομένο ότι στην Ελλάδα το περιβάλλον αγορών τα προηγούμενα χρόνια έχει επιβάλει κατά κάποιον τρόπο τη συνήθεια κατανάλωσης αγαθών υπό καθεστώς προσφοράς. Και αυτό είναι ένα άλλο δεδομένο που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας. Ήδη τα σούπερ μάρκετ ξεκίνησαν μία «επίθεση» προσφορών στις αρχές του 2023, προκειμένου να κρατήσουν την κατανάλωση και να κάνουν τζίρους, διατηρώντας τα νούμερά τους πάνω από τα επίπεδα του 2022. Κάτι που όπως φάνηκε πέτυχαν διότι η ανάπτυξη σε τζίρο στο πρώτο δίμηνο κινήθηκε στην ελληνική αγορά στα επίπεδα του 10%.

Πολλοί όμως είναι εκείνοι που εκτιμούν ότι η πριμοδότηση του αγοραστή από τα σούπερ μάρκετ έχει συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα και δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον. Διότι σε μία περίοδο όπως η τρέχουσα όπου η κατανάλωση συνεχίζει να πιέζεται σε επίπεδο όγκου πωλήσεων, τα σούπερ μάρκετ δεν μπορούν να δαπανούν από το «λίπος» που διατηρούν για να συνεχίσουν να αβαντάρουν συγκεκριμένα προϊόντα κατά περιόδους, με χαμηλότερες τιμές.

Μέρος αυτής της κατάστασης άλλωστε καλούνται να πληρώσουν και οι προμηθευτές τους – βιομηχανία, οι οποίοι με τη σειρά τους πιέζονται από τις αλυσίδες για να προσφέρουν καλύτερες τιμές, συμβάλλοντας από τη μεριά τους στον εξορθολογισμό του κόστους και στη μείωση των τιμών.