Η αμερικανική εταιρεία αποφάσισε την αποεπένδυσή της από την Ελλάδα
Μετά από 56 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας το εργοστάσιο που διατηρεί στη Θήβα η βιομηχανία πλαστικών ειδών οικιακής χρήσεως Tupperware Hellas, θυγατρικής του αμερικανικού επιχειρηματικού ομίλου Tupperware Brands Corporation, κλείνει αιφνιδιαστικά, αφήνοντας χωρίς δουλειά 150 εργαζομένους. Οι λόγοι που οδήγησαν στην απόφαση αυτή εντοπίζονται στον εξορθολογισμό της εφοδιαστικής αλυσίδας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η σχέση της με την ελληνική αγορά θεμελιώθηκε το 1964, ενώ τρία χρόνια αργότερα δημιουργήθηκε το εργοστάσιο της Θήβας, το οποίο αποτελούσε ένα από τα τέσσερα εργοστάσια του ομίλου στην Ευρώπη. Η δυναμική της Tupperware και στη χώρα μας βασίστηκε στην επιτυχημένη μέθοδο των κατ’ οίκον επιδείξεων των προϊόντων της μέσα από ένα δίκτυο που για χρόνια απαρτιζόταν από προσωπικό που είχε την ευθύνη συγκεκριμένων περιοχών πανελλαδικά καθώς και από αντιπρόσωπο στην Κύπρο, ενώ μέσω των ομάδων που διατηρούσε, πραγματοποιούσε κατ’ οίκον επιδείξεις.
Η πορεία της στην ελληνική αγορά
Η εταιρεία που εδρεύει στην ελληνική επικράτεια αποτελεί οντότητα που ελέγχεται κατά 100% από την Tupperware Nederland BV, η οποία έχει έδρα την Ολλανδία. Μόλις στις αρχές της προηγούμενης χρονιάς, αποτελούσε μία ισχυρή επιχειρηματική οντότητα, η οποία είχε κύκλο εργασιών στα επίπεδα των 40,78 εκατ. ευρώ με αύξηση κατά 4,4% στη διάρκεια του 2020. Τα καθαρά της κέρδη για την ίδια περίοδο ήταν 439,5 χιλ. ευρώ από 2,59 εκατ. ευρώ που ήταν το αντίστοιχο ποσό του 2019.
Η Tupperware Hellas το 2021 κατέγραψε αύξηση των πωλήσεων κατά 11,02% σε σύγκριση με το 2020, με τον κύκλο εργασιών της να ανέρχεται στα 45,27 εκατ. ευρώ. Τα κέρδη προ φόρων διαμορφώθηκαν σε 2,01 εκατ. ευρώ από 805.000 ευρώ το 2020 και τα καθαρά κέρδη ήταν στα επίπεδα του 1,35 εκατ. ευρώ από 470.226 ευρώ. Στο εργοστάσιο, σύμφωνα με τον ισολογισμό του 2021, απασχολούνταν 115 άτομα επί συνόλου 213 εργαζομένων.
Η διεθνής εικόνα
Στη διάρκεια του 2021 ο όμιλος αύξησε τις πωλήσεις του κατά 3% στο 1,6 δισεκατομμύριο δολάρια, με το μεικτό κέρδος του να ανέρχεται σε 1,06 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο 66,7% των καθαρών του πωλήσεων. Βρέθηκε όμως αντιμέτωπος με σοβαρά οικονομικά προβλήματα ένα χρόνο μετά, με τις πωλήσεις να καταγράφουν μείωση κατά 18% στα 1,305 δισ. δολάρια. Ο όμιλος σημείωσε ζημία 35,7 εκατομμυρίων δολαρίων για την τρίμηνη περίοδο που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2022, σε σύγκριση με καθαρά κέρδη 22,6 εκατομμυρίων δολαρίων για το ίδιο τρίμηνο το 2021. Ενώ η πτώση στις ευρωπαϊκές πωλήσεις ήταν ακόμη μεγαλύτερη (-22%). Ήδη από πέρσι ο όμιλος προχώρησε σε απολύσεις στο εργοστάσιο της Πορτογαλίας, το 2021 σταμάτησε τις απευθείας πωλήσεις στην Ολλανδία, ενώ το γαλλικό εργοστάσιο του ομίλου έχει κλείσει από το 2018.
Το τάπερ που άλλαξε την αποθήκευση τροφίμων
Το πρώτο τάπερ δημιουργήθηκε από τον Earl Tupper, με τα πρώτα προϊόντα Tupperware να εμφανίζονται στην αγορά κατά την επαύριο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1946. Μέσα σε έναν κόσμο που χρησιμποιούσε συμβατικά, κυρίως γυάλινα και κεραμικά σκεύη, ο Tupper επένδυσε στο πολυαιθυλένιο –το πλαστικό που χρησιμοποιούσε για να σχεδιάσει τις εφευρέσεις του– που το ονόμασε “Poly-T: Material of the Future”, όπως σημειώνει ο Alison J. Clarke στο βιβλίο της “Tupperware: Η υπόσχεση του πλαστικού στην Αμερική του 1950”.
Το πρώτο προϊόν που εισήγαγε στην αγορά ήταν το Wonderlier Bowl, ένα προϊόν που πωλείται έως και σήμερα σε διάφορα χρώματα και μεγέθη σε όλες τις αγορές όπου δραστηριοποιείται η εταιρεία. Το Wonderlier Bowl είχε κάποια συγκεκριμένα και πρωτοπόρα χαρακτηριστικά για την εποχή του όπως το ότι ήταν ελαφρύτερο, δεν έσπαγε όπως τα συμβατικά προϊόντα. Το μυστικό της επιτυχίας όμως βρισκόταν στο καπάκι του.
Το καπάκι
Το διάσημο αεροστεγές καπάκι βοηθούσε το φαγητό να διατηρείται φρέσκο και να μην ξεραίνεται, κρατώντας ταυτόχρονα τη γεύση και το άρωμά του μέσα στο ψυγείο. Παρόλ’ αυτά, το προϊόν δεν πέτυχε ικανοποιητικά αποτελέσματα κατά τη διάθεσή του μέσα από το κανάλι των σούπερ μάρκετ. Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, οι καταναλωτές χρειάστηκαν τη μέθοδο της επίδειξης για να μπορέσουν να κατανοήσουν πλήρως τις χρήσεις και την λειτουργία του, καθώς επρόκειτο για απολύτως άγνωστο προϊόν για την εποχή του.
Η επαναστατική εμπορική πολιτική
Το 1948 η Tupperware έκανε το επόμενο και καθοριστικό βήμα στην εμπορική της πολιτική, εφαρμόζοντας έναν εντελώς νέο τρόπο προσέγγισης του καταναλωτή με κατ΄οίκον επιδείξεις και απευθείας πωλήσεις, που αποτέλεσαν υπόδειγμα και για άλλες εταιρείες όπως η Avon. Αυτή η στρατηγική βασιζόταν στην ομαδική πώληση, μέσω διαδικτύου ή μέσω διανομής καταλόγων, όπου τα άτομα ενεργούσαν ως ανεξάρτητοι πωλητές και κέρδιζαν μέσω προμήθειας που καταβαλόταν για τις πωλήσεις προϊόντων. Οι επιδείξεις βοήθησαν στην ισχυρότατη και ταχεία ανάπτυξη των πωλήσεων καθώς η δια ζώσης επαφή του πωλητή με τον καταναλωτή, είχε ως αποτέλεσμα την κατανόηση της χρησιμότητας για ένα εντελώς τότε νέο προϊόν.
Εξάλλου, έρευνα από τον βρετανικό βιομηχανικό φορέα για τις λιανικές πωλήσεις “κοινωνικών αγορών” απευθείας προς τους καταναλωτές, την Direct Selling Association (DSA), έδειξε ότι υπήρξε κατά μέσο όρο αύξηση 45,5% σε ανάλογες πωλήσεις το 2020. Η αποεπένδυση που ανακοινώθηκε, δεν αφορά το εμπορικό κομμάτι, αφού η Tupperware θα διατηρήσει στην Ελλάδα τις εμπορικές δραστηριότητες και τα logistics, συνεχίζοντας να πουλάει προϊόντα μέσω του δικτύου διανομέων και πωλητών.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.