Mία αγορά που εν αντιθέσει με άλλους κλάδους θα έλεγε κανείς ότι παρουσιάζεται αρκετά συγκεντρωμένη, με ξεκάθαρο προσανατολισμό και δύο κραταιές δυνάμεις να κυριαρχούν σε αυτόν, είναι αυτή των ρυζιών και των οσπρίων. Με κάποιον τρόπο μάλιστα θα μπορούσε να πει κανείς πώς παρά το γεγονός ότι οι δύο μεγάλες εταιρείες στις συγκεκριμένες κατηγορίες, η Agrino και η 3αλφα είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους, από την άλλη δρουν συμπληρωματικά η μία προς την άλλη.
Αφενός η 3αλφα αποτελεί κυρίαρχη επιχείρηση στον τομέα των οσπρίων και έρχεται δεύτερη στον τομέα του ρυζιού και αντίστοιχα η Agrino είναι πρώτη στο ρύζι και δεύτερη μεριδιακά στον τομέα των οσπρίων. Σημαντικοί παίκτες στην κατηγορία ρυζιών και οσπρίων είναι επίσης η Ωμέγα της οικογένειας Κωνσταντακόπουλου αλλά και μικρότεροι παίκτες όπως είναι η Άροσις του Τρύφωνα Φωτιάδη, μία επιχείρηση στην οποία πρόσφατα απέκτησε μετοχική συμμετοχή το fund του Νίκου Καραμούζη, SMERemediumCap. Στους πρωταγωνιστές των ρυζιών είναι και η πολυεθνική Mars με τη σειρά ρυζιών Uncle Ben’s.
Στο ρύζι από τις εταιρείες που έχουν επίσης δυναμική είναι η ιταλικών συμφερόντων, Euricom που κυρίως κάνει παραγωγή ιδιωτικής ετικέτας και την τελευταία τριετία έχει εισέλθει και στο επώνυμο προϊόν. Ταυτόχρονα στην ιδιωτική ετικέτα εταιρείες όπως η Αρναουτέλης και η Μπέγκας, είναι μεταξύ αυτών που διατηρούν διευρυμένη παρουσία στην αγορά, δημιουργώντας προϊόντα με την ετικέτα σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα ή στον κόσμο.
Επενδύοντας στην ελληνική παραγωγή
Το ενδιαφέρον όμως και για τους δύο Αgrino και 3αλφα είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουν επενδύσει στην ελληνική παραγωγή, περιορίζοντας σε ένα βαθμό τις αθρόες εισαγωγές του παρελθόντος. Μάλιστα και η μία αλλά και η άλλη εταιρεία – χρονικά προηγήθηκε η Agrino – έχουν κάνει εμφανές στις συσκευασίες τους την προέλευση του προϊόντος καθότι η Agrino αναγράφει στα ρύζια που συσκευάζει το όνομα του παραγωγού και την περιοχή προέλευση του προϊόντος. Έτσι, με εξαίρεση κάποια αρωματικά ρύζια όπως για παράδειγμα το basmati η το jasmine, οι υπόλοιπες ποικιλίες όπως είναι το καρολίνα, το γλασέ, το καστανό αναγράφουν με σαφήνεια τον τόπο και τον παραγωγό που παράγει το κάθε ένα από αυτά. Η Agrino ξεκίνησε το 2006 το πρόγραμμα συνεργασίας με καλλιεργητές ρυζιού και οσπρίων πανελλαδικά. Στο μοντέλο της εταιρείας είναι η συνεργασία με μικρούς, μεσαίους και μεγαλύτερους παραγωγούς της χώρας, οι οποίοι εναρμονίζονται με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που θέτει η εταιρεία για τα προϊόντα της.
Αντίστοιχα η 3αλφα εισήλθε και εκείνη σε διαδικασία στήριξης της ελληνικής παραγωγής και ανταποκρινόμενη στην τάση για τοπικά προϊόντα που ειδικά στη διάρκεια της πανδημίας έλαβε ακόμα μεγαλύτερη ένταση, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς και είναι μία τάση που θα κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια. Η 3αλφα της οικογένειας Καραγεωργίου έβαλε στο προσκήνιο τους παραγωγούς της Καβάλας με τα μέτρια και τα χονδρά φασόλια, τις Σέρρες με τα χονδρά ρεβίθια και το ρύζι καρολίνα, τη Θεσσαλονίκη με τα μέτρια φασόλια και το ρύζι γλασσέ, την Καστοριά με τα φασόλια γίγαντες και τις ψιλές φακές. Το 2009, οργάνωσε τους προμηθευτές της και δημιούργησε την «Ομάδα Παραγωγών 3αλφα».
Αgrino: Με τζίρο που αγγίζει τα 35 εκατομμύρια ευρώ
Στον τομέα των οικονομικών επιδόσεων η Agrino είχε τζίρο 34,5 εκατομμύρια ευρώ το 2021, καταγράφοντας αύξηση κατά 3% από τα 33,5 εκατομμύρια ευρώ του 2020. Τα προ φόρων κέρδη ανήλθαν σε 2,74 εκατομμύρια ευρώ έναντι προ φόρων κερδών που ανήλθαν στα 2,78 εκατομμύρια ευρώ σε σχέση με την προηγούμενη χρήση.
3αλφα: Τζίρος στα 28 εκατομμύρια ευρώ
Για την 3αλφα το 2021 έφερε πωλήσεις 27,34 εκατομμυρίων ευρώ από 27,97 εκατομμύρια ευρώ που ήταν το αντίστοιχο νούμερο του 2020. Τα αποτελέσματα προ φόρων ανήλθαν σε 793,57 χιλιάδες ευρώ από 2,97 εκατομμύρια ευρώ που ήταν αντίστοιχα τα κέρδη της εταιρείας το 2020.
Η συνολική αγορά οσπρίων το 2022 είχε τζίρο 38,22 εκατομμύρια ευρώ με αύξηση τζίρου κατά 1,1% όπως προκύπτει από πρόσφατα στοιχεία αγοράς της NieslenIQ, ενώ ο όγκος πωλήσεων ήταν μειωμένος κατά 1,1%. Την μεγαλύτερη συμμετοχή υπολογίζεται ότι έχουν τα φασόλια, οι φακές και τα ρεβίθια στο συνολικό τζίρο των πωλήσεων.
Στην Ελλάδα, παράγονται 150-170 χιλιάδες τόνοι αποφλοιωμένου ρυζιού κάθε χρόνο. Από τις συγκεκριμένες ποσότητες, το 30% διατίθεται στην εγχώρια αγορά και το υπόλοιπο 70% εξάγεται, κυρίως στην αραβική χερσόνησο, την Τουρκία, τα Βαλκάνια και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η Ελλάδα εισάγει κυρίως ποικιλίες που δεν καλλιεργούνται στη χώρα, όπως μπασμάτι και μαύρο ρύζι, όπως προαναφέραμε. Το ελληνικό ρύζι, που παράγεται κατά 70% στη δυτική Θεσσαλονίκη, εξάγεται σε ποσοστό 80%, με το ετήσιο εθνικό συνάλλαγμα να διαμορφώνεται σε πάνω από 100 εκατ. Ευρώ. Σε όλη τη χώρα καλλιεργούνται εκτάσεις που κυμαίνονται από 280.000 έως και 300.000 στρέμματα αναλόγως τη χρονιά.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.