Πώς η Converse αλλάζει την παραγωγή παπουτσιών

Η ολική επαναφορά των θρυλικών all star έχει «πράσινο» πρόσημο.

Τα παπούτσια Converse All Star που έχουν φορεθεί από γενιές και γενιές λαμβάνουν ένα ριζικό και «πράσινο» makeover. Συγκεκριμένα, σειρές των θρυλικών παπουτσιών κατασκευάζονται πλέον σε νέο εργοστάσιο, το οποίο δίνει στην εταιρεία την ευκαιρία να πειραματιστεί και να δοκιμάσει νέους τρόπους παραγωγής, ώστε τα προϊόντα της να γίνουν «πράσινα». 

Το πρώτο Converse all star δημιουργήθηκε το 1917 ως μπασκετικό παπούτσι και ο πρώτος αθλητής του NBA που το φόρεσε ήταν ο Chuck Taylor το 1918. O Chuck μέσα σε ένα χρόνο βελτίωσε το παπούτσι και το έφερε πιο κοντά στις ανάγκες ενός μπασκετμπολίστα. Έτσι, από το 1918 έως και το 1990, η εταιρία προμήθευε με παπούτσια τους παίκτες του NBA. Δέκα χρόνια μετά την πρόσληψη του Chuck στην Converse, μπήκε το όνομά του πάνω στο παπούτσι.

Διαβάστε επίσης: Η ολική επαναφορά της Converse

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, o Chuck ήταν προπονητής φυσικής κατάστασης του αμερικάνικου στρατού και όλοι οι στρατιώτες φορούσαν all star για την εκπαίδευσή τους. Μέχρι και το 1968, o Chuck εργαζόταν στην Converse οπότε και συνταξιοδοτήθηκε και το 1969 απεβίωσε στη Φλόριντα. Λίγα χρόνια αργότερα όμως -κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980- η Converse έπεσε αισθητά στις πωλήσεις γιατί έχασε το μονοπώλιο από εταιρίες όπως η Adidas, Puma, Reebok και Nike, από την οποία και εξαγοράστηκε τελικά το 2003.

Τα κομβικά ’90s

Από τη δεκαετία του 1990 και μετά, ωστόσο, όλοι οι stars φορούσαν all star. Το αποκορύφωμα ήρθε με τον Kurt Cobain και τους Nirvana, που τα έκαναν σήμα κατατεθέν και δικό τους αλλά και όλης της υποκουλτούρας grunge που αντιπροσώπευαν. Τότε ανέβηκαν και πάλι οι πωλήσεις, καθώς όλοι οι fans του συγκροτήματος έσπευσαν να αποκτήσουν από ένα ζευγάρι. Κι έτσι, στη δεκαετία του ’90, που οι παίκτες του NBA ξεκίνησαν να φορούν Nike, όλοι οι νέοι άρχισαν να φορούν all star με σκισμένα τζιν και φαρδιά πουκάμισα ή t-shirts.

Ακόμα και σήμερα τα παπούτσια αυτά είναι ιδιαίτερα αγαπητά σε όλες τις ηλικίες. Μάλιστα, τα καινούρια σχέδια φαίνεται πως κατέκτησαν τις καρδιές των σύγχρονων νέων και η αγάπη και πιστότητά τους πρόκειται να ενισχυθεί περαιτέρω, καθώς η εταιρεία επιθυμεί να είναι πιο περιβαλλοντικά προσκείμενη ως προς την παραγωγή της.

C4: Η επένδυση που θα κάνει τη διαφορά

Για αυτόν τον λόγο έχει επενδύσει σε ένα νέο εργοστάσιο, το Converse Concept Creation Center, C4 όπως θέλει να το αποκαλεί η μάρκα, που βρίσκεται στη γειτονιά της Βοστώνης του Charlestown, περίπου 10 λεπτά από τα κεντρικά γραφεία του brand. Η Converse μετακόμισε στο κτίριο το 2015, το οποίο παλιότερα ήταν εργοστάσιο σοκολάτας. Εκεί βασίζει την παραγωγή των προϊόντων της σε απόβλητα μόδας και ανακυκλωμένα υλικά. Η πρακτική αυτή όχι μόνο είναι περιβαλλοντικά καλύτερη αλλά μπορεί να μειώσει και το κόστος παραγωγής της μάρκας. Έτσι η εταιρεία βασίζεται όλο και περισσότερο σε αυτή.

Το πείραμα της ανακύκλωσης

Το έργο είναι μέρος ενός ευρύτερου πειράματος της Converse για να διερευνήσει τα όρια του τι μπορεί να γίνει με την ανακύκλωση. Πολλά πάνινα παπούτσια Converse εξακολουθούν να είναι κατασκευασμένα από ύφασμα καμβά, σε αντίθεση με πολλές άλλες μάρκες υποδημάτων των οποίων τα προϊόντα είναι κατασκευασμένα από συνθετικά υλικά. Το απλό σχέδιο του παπουτσιού δίνει αυτή τη δυνατότητα πειραματισμών, καθώς κατασκευάζονται από λαστιχένια σόλα και καμβά στο επάνω μέρος που θερμαίνονται σε φούρνο στους σχεδόν 170oC για να κολλήσουν τα υλικά μεταξύ τους, μια διαδικασία γνωστή ως βουλκανισμός.

Τα μεταχειρισμένα ενδύματα

Στη συνέχεια, προστίθενται μόνο μερικά άλλα σχεδιαστικά στοιχεία, όπως μεταλλικές οπές για τα κορδόνια και μια ριγέ επένδυση από καουτσούκ που ονομάζεται “foxing”. Ως αποτέλεσμα, είναι σχετικά εύκολο να αντικαταστήσουν τον καμβά με άλλα ανθεκτικά υλικά. Επομένως, είναι λογικό ότι οι σχεδιαστές στο C4 έχουν κάνει την ανακύκλωση ενδυμάτων στο επίκεντρο του σχεδιαστικού τους ήθους. Τους τελευταίους 12 μήνες, μάλιστα, η μάρκα έχει φτιάξει δεκάδες χιλιάδες παπούτσια από μεταχειρισμένα ενδύματα.

Χαρακτηριστικά, η ομάδα του C4 χρησιμοποιεί μεταχειρισμένα ενδύματα, τα οποία προμηθεύεται από τον συνεργάτη της Beyond Retro, ένα κατάστημα vintage ρούχων, μεταμορφώνοντας τζιν και βελούδινα υφάσματα σε αθλητικά παπούτσια. Το Beyond Retro ταξινομεί και καθαρίζει τα παλιά ρούχα και τα κόβει σε ορθογώνια στο μέγεθος ενός επάνω μέρους παπουτσιού. Στη συνέχεια, στέλνει τα κομμάτια στο εργοστάσιο της Converse για να γίνουν αθλητικά παπούτσια.

Διαβάστε ακόμα:  Τι συμβαίνει τελικά με τις εφαρμογές ηλεκτρονικού εμπορίου;

Η χρήση των εναλλακτικών υλικών

Επίσης, η ομάδα C4 επικεντρώνεται στον τρόπο χρήσης άλλων απορριμμάτων στην αλυσίδα εφοδιασμού παραγωγικά. Για παράδειγμα, υπάρχει πολύ καουτσούκ που καταλήγει στα πατώματα του εργοστασίου της Converse. Η ομάδα βρήκε έναν τρόπο να διασπάσει αυτά τα υπολείμματα σε ύλη που μπορούν να μετατραπεί σε σόλες των παπουτσιών σε μια διαδικασία που ονομάζουν Max Grind. Τα τελικά παπούτσια μπορούν να φαίνονται ίδια με τα παραδοσιακά αθλητικά παπούτσια, αλλά η δημιουργική ομάδα επιλέγει να διατηρεί την πολυχρωμία της σόλας που δημιουργούν τα διάφορα κομμάτια καουτσούκ, αναδεικνύοντας ότι προέρχεται από ανακυκλωμένα υλικά.

Δεδομένης της τεράστιας έκτασης των απορριμμάτων της βιομηχανίας της μόδας και της επιθυμίας των καταναλωτών για πιο βιώσιμα προϊόντα, η προσπάθεια της Converse να κλιμακώσει τις πρωτοβουλίες γρήγορα επιτρέπει στη μάρκα να παραμείνει ανταγωνιστική, ειδικά στη βιομηχανία αθλητικών παπουτσιών όπου οι μάρκες λανσάρουν καθημερινά νέα προϊόντα που ισχυρίζονται ότι είναι οικολογικά.

Μάλιστα στόχος της ομάδας C4  είναι να επιτρέπει στους πελάτες να εξατομικεύουν τα πάνινα παπούτσια χρησιμοποιώντας τα δικά τους υλικά για να τα μετατρέπουν σε παπούτσια. Αλλά η κυκλοφορία τόσων πολλών μοντέρνων νέων προϊόντων -ακόμα κι αν είναι κατασκευασμένα από πιο “πράσινα” υλικά- εγείρει επίσης ερωτήματα. Μπορούν τα προϊόντα να είναι πραγματικά βιώσιμα εάν μας ενθαρρύνουν να καταναλώνουμε, αντί να παρατείνουν τη διάρκεια ζωής όσων ήδη έχουμε;

Με πληροφορίες από Fast Company

Photo: Converse