Δύο αγαπημένα fast fashion brands των millennials, η H&M και η Zara, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τον όλο και αυξανόμενο ανταγωνισμό στον χώρο της γρήγορης μόδας. Και ενώ ο όμιλος Inditex στον οποίο ανήκει η Zara φαίνεται να τα καταφέρνει, η H&M δυσκολεύεται πολύ περισσότερο.
Αυτή τουλάχιστον φαίνεται να είναι η κατάσταση κατόπιν της υποχώρησης των μετοχών κατά 7% της εταιρείας πριν λίγες μέρες. Σε διεθνές επίπεδο, η H&M έχει δυσκολευτεί να αναπτύξει τις δραστηριότητές της καθώς τα νοικοκυριά επανεκτιμούν τις δαπάνες τους λόγω των πιέσεων που αισθάνονται από τις συνεχόμενες ανατιμήσεις των προϊόντων και τον πληθωρισμό.
Ως εκ τούτου, η H&M έγινε η πρώτη μεγάλη ευρωπαϊκή εταιρεία λιανικής που έλαβε άμεσα μέτρα για να ελέγξει την κατάσταση. Συγκεκριμένα, απέλυσε 1.500 άτομα από το προσωπικό της, ενώ ανακοίνωσε ότι θα ανοίξει 120 καταστήματα και θα κλείσει 240 καταστήματα μέχρι το τέλος του 2022 ενώ τον Φεβρουάριο έκλεισε 145 καταστήματα στη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία. Εκτός Ευρώπης, η H&M έκλεισε προσωρινά 25 έως 50 καταστήματα στην Κίνα λόγω της αύξησης των κρουσμάτων Covid-19 στη χώρα.
Διαβάστε ακόμα: Η ασταμάτητη επιτάχυνση της fast fashion
Στο μεταξύ, οι παγκόσμιοι ανταγωνιστές της H&M δεν δείχνουν να αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με εκείνη. Ενώ άλλες εταιρείες ένδυσης κάνουν εκπτώσεις για να μειώσουν τα αποθέματά τους, η βασική εστίαση του ομίλου Inditex είναι να πουλάει τα trendy προϊόντα της χωρίς έκπτωση. Μάλιστα, όπως επισήμανε ο όμιλος η συμμετοχή του σε καταναλωτικές εορτές όπως η Black Friday είναι πολύ περιορισμένη. Η H&M, από την άλλη, πρόσφερε 30% έκπτωση σε όλα τα προϊόντα της για τη Black Friday και την Cyber Monday.
Μάλιστα, ο όμιλος Inditex όχι απλώς δεν ακολουθεί πολιτικές εκπτώσεων αλλά προχώρησε σε αύξηση των τιμών του φέτος στις κατηγορίες υψηλών πωλήσεων. Το εντυπωσιακό είναι ότι οι καταναλωτές της δεν επηρεάστηκαν από αυτή την αύξηση των τιμών και συνέχισαν να προτιμούν τη Zara για τις αγορές τους. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η αύξηση των τιμών του ομίλου ήταν μικρότερη από τις αυξήσεις άλλων εταιρειών. Επίσης, ένας ακόμα λόγος που ο όμιλος Inditex βρίσκεται ακόμα σε καλή θέση, είναι επειδή η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά της βρίσκεται στις Η.Π.Α. Ο διευθύνων σύμβουλος της Inditex, Oscar García Maceiras, εμφανίζεται μάλιστα αισιόδοξος για την περαιτέρω ανάπτυξη του ομίλου στην αμερικανική αγορά. Την ίδια στιγμή η Inditex έχει προχωρήσει στο άνοιγμα νέων καταστημάτων σε 30 αγορές κατά τους τελευταίους εννέα μήνες.
Την ίδια στιγμή που η H&M και η Zara προσπαθούν να ισορροπήσουν στις νέες οικονοκοινωνικές συνθήκες που επικρατούν, ένας νέος και πλέον πανίσχυρος παράγοντας τις πανικοβάλει. Αυτός δεν είναι άλλος από την Shein, που βρέθηκε στην κορυφή μιας νέας κατάταξης από την money.co.uk ως η πιο δημοφιλής μάρκα μόδας σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου. Μάλιστα, η Shein κατάφερε να περάσει και τη Zara, σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξε η εταιρεία κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών.
Διαβάστε ακόμα: To Shein αξίζει όσο το Zara και η H&M μαζί. Πώς τα κατάφερε;
Η έρευνα αποκάλυψε ότι η κινεζική εταιρεία ήταν η μάρκα με τις περισσότερες αναζητήσεις στο Google σε συνολικά 113 χώρες του κόσμου, ενώ αποτελεί το πιο δημοφιλές brand στον κόσμο, αφήνοντας πίσω του τη Zara που έρχεται σε δεύτερη θέση, με τον ισπανικό retailer να είναι πιο δημοφιλής σε 26 χώρες, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται και η Ελλάδα. Εν τω μεταξύ, η γερμανική Zalando διατήρησε τη θέση της ως η τρίτη πιο δημοφιλής μάρκα μόδας, ακολουθούμενη από τη Nike, η οποία έπεσε δύο θέσεις σε σύγκριση με το 2021, στην κορυφή της λίστας για 10 χώρες.
Η επιτυχία της εταιρείας, όμως, δεν περιορίζεται στην δημοτικότητά της αλλά μεταφράζεται και οικονομικά. Σύμφωνα με το Bloomberg τα ετήσια έσοδά της έφτασαν τουλάχιστον τα 16 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021, από 10 δισεκατομμύρια δολάρια ένα μόλις χρόνο πριν. Η Shein κατάφερε να κατακτήσει τους καταναλωτές όλων των ηλικιών και φύλων παγκοσμίως. Τo εντυπωσιακό είναι ότι αυτήν την ανάπτυξη την πέτυχε μέσα στην τελευταία διετία. Σήμερα, ο κινεζικός κολοσσός δραστηριοποιείται διαδικτυακά σε περισσότερες από 150 χώρες και αποτιμάται σε πολλά δισεκατομμυρία δολάρια, μετά από έναν επιτυχημένο κύκλο χρηματοδότησης. Δεν είναι τυχαίο ότι με την αποτίμηση αυτή αναδείχθηκε ως ο κορυφαίος λιανοπωλητής fast fashion στον κόσμο, με την αξία του πλέον να ξεπερνάει τη συνδυασμένη αξία της H&M και της Inditex. Και συνεχίζει να αναπτύσσεται ακάθεκτη.
Μάλιστα, στοχεύει σε περαιτέρω αύξηση των πωλήσεών της, προχωρώντας στην εξέλιξη και την ανάπτυξη δύο νέων κέντρων διανομής στις Η.Π.Α. Το κέντρο διανομής One Shein, που βρίσκεται στο Whitestown της Ιντιάνα, είναι ήδη σε λειτουργία και θα μπορούσε να μειώσει τους χρόνους αποστολής έως και τέσσερις ημέρες. Αυτή την στιγμή απασχολεί 800 υπαλλήλους και η Shein στοχεύει να τους αυξήσει σε 1.000 μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους. Μια δεύτερη εγκατάσταση αναμένεται να ανοίξει στη Νότια Καλιφόρνια μέχρι την άνοιξη του 2023, ενώ το fashion brand εξετάζει και έναν τρίτο χώρο στα βορειοανατολικά. Αυτές οι εγκαταστάσεις δεν θα διαθέτουν την πλήρη γκάμα ενδυμάτων της Shein, αλλά ορισμένα μόνο προϊόντα. Το απόθεμά τους θα επιλέγεται με βάση το τι πωλείται στην αμερικανική αγορά και ανάλογα την εποχή, ενώ τα κέντρα θα διαχειρίζονται και τις επιστροφές των εμπορευμάτων.
Κοινό σημείο όχι μόνο των τριών εταιρειών αλλά όλων των εταιρειών της βιομηχανίας fast fashion, είναι τα περιβαλλοντικά σκάνδαλα. Η fast fashion βιομηχανία είναι ίσως ένας από τους πιο ρυπογόνους κλάδους, καθώς ευθύνεται για ένα μεγάλο ποσοστό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Επιπλέον, το 85% του συνόλου των υφασμάτων καταλήγει κάθε χρόνο στα σκουπίδια, ενισχύοντας περαιτέρω τις αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις της. Υπολογίζεται, μάλιστα, ότι εάν συνεχιστεί η παρούσα κατάσταση, θα είναι υπεύθυνη για την αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2 βαθμούς έως το 2050.
Με πληροφορίες από Modern Retail | The Wall Street Journal
Photo: Unsplash
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.