Εντυπωσιακή ανάπτυξη παρουσιάζει το τελευταίο διάστημα η αγορά μεταχειρισμένων και vintage ρούχων σε ολόκληρο τον κόσμο, πυροδοτώντας συζητήσεις για το πώς μπορεί να αλλάξουν οι second-hand αγορές την αγορά μόδας τα επόμενα χρόνια. Το σίγουρο είναι ότι προς το παρόν φαίνεται να αποτελεί μία από τις κύριες αγοραστικές επιλογές.
Καταστήματα second hand και resale υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια. Ωστόσο, η στροφή προς τις συγκεκριμένες αγορές έγινε κυρίως κατά την πανδημία, καθώς αυτά τα προϊόντα παρέχουν το ίδιο αίσθημα ικανοποίησης από την απόκτηση ενός νέου προϊόντος σε πιο οικονομική όμως τιμή. Η ανασφάλεια που έχει προκύψει από την πανδημία, την οικονομική ύφεση και οι συνεχείς ανατιμήσεις των προϊόντων κάνει τους περισσότερους καταναλωτές “ανοιχτούς” στο να ξοδέψουν περισσότερο χρόνο και ενέργεια ψάχνοντας καλύτερες τιμές οι οποίες να ανταποκρίνονται στα χρήματα που διαθέτουν.
Φυσικά αυτή η τάση μεταφράζεται και σε νούμερα: το resale αυξήθηκε σχεδόν κατά 15% το 2021 — δύο φορές πιο γρήγορα από την ευρύτερη λιανική αγορά και σημειώνοντας τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην ιστορία για τον κλάδο, σύμφωνα με μια σχετική μελέτη της αγγλικής εταρείας online αγορών OfferUp. Μάλιστα, μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, προβλέπεται να αυξηθεί κατά 80% και να φτάσει τα 289 δισεκατομμύρια δολάρια.
Διαβάστε επίσης : Έρευνα | Οι αγορές και αποφάσεις της Gen Z επηρεάζουν όλους τους καταναλωτές
Τα προϊόντα μεταπώλησης εξάλλου παρέχουν σε αρκετούς τη δυνατότητα να αποκτήσουν ένα προϊόν από κάποιο luxury brand που λόγω της τιμής του δεν θα μπορούσαν να αγοράσουν ως καινούριο. Αυτό εκτιμάται ιδιαίτερα από τις νεότερες γενιές, οι οποίες βλέπουν τις νέες τάσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Instagram και το TikTok. Στην πραγματικότητα, μερικές φορές η αγορά μεταχειρισμένων είναι ο μόνος τρόπος για να αποκτήσουν ένα ζευγάρι περιορισμένης έκδοσης Air Jordan ή άλλα πολυπόθητα και limited edition αντικείμενα, όπως μία vintage τσάντα Chanel ή αθλητικά παπούτσια Nike.
Ωστόσο, αν και πολλοί συνδέουν τον κλάδο με τη μεταπώληση ρούχων, η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική: σύμφωνα με το OfferUp το 82% των Αμερικανών, δηλαδή 272 εκατομμύρια άνθρωποι, αγοράζουν ή πωλούν μεταχειρισμένα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων ηλεκτρονικών, επίπλων, οικιακών ειδών και αθλητικού εξοπλισμού.
Η εξοικονόμηση χρημάτων, ωστόσο, δεν είναι ο μόνος οδηγός, σύμφωνα με την έρευνα της πλατφόρμας CouponFollow. Μία από τις βασικές αιτίες της στροφής του κοινού σε second hand αγορές αποτελεί ασφαλώς και η ανάγκη των καταναλωτών για μία πιο βιώσιμη στάση απέναντι στον τρόπο που καταναλώνουν τα προϊόντα εν γένει. Η βιομηχανία της μόδας έχει ήδη ξεκινήσει τις προσπάθειες για να μειώσει το περιβαλλοντικό της αποτύπωμα, ενώ η επανάσταση του resale έχει ξεκινήσει, καθώς μάλιστα η μεταπώληση αποτελεί μία διαδικασία με ελάχιστη επιβάρυνση για το περιβάλλον.
Εξάλλου, τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι η second hand μόδα αναπτύσσεται με γρηγορότερο ρυθμό και από αυτόν της βιώσιμης μόδας με τους καταναλωτές να στρέφονται διαρκώς στη μεταπώληση και τα μεταχειρισμένα, κάτι που οφείλεται εν μέρει και στην ευκολία με την οποία μπορεί κανείς πλέον να πουλήσει και να αγοράσει κομμάτια από τα sites μεταπώλησης.
Στο πλαίσιο αυτό, μεγάλα brands μόδας, όπως οι Hugo Boss, Lululemon, Coach και Oscar de la Renta, ακολουθώντας το πρότυπο των second hand stores στρέφονται όλο και περισσότερο στη μεταπώληση, όχι μόνο επειδή είναι μια αναπτυσσόμενη αγορά, αλλά και για να βελτιώσουν τη βιωσιμότητα και τα πράσινα διαπιστευτήριά τους. Έτσι, ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες της αγοράς. Γι’ αυτό και κάποιες προσφέρουν και υπηρεσίες επαλήθευσης της γνησιότητας των προϊόντων, διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ πωλητή και αγοραστή, όταν γίνεται απευθείας, και επιβλέπουν τη διαδικασία αγοράς. Φυσικά, όλα αυτά είναι δυνατά μέσω της τεχνολογίας, η οποία υπήρξε καταλύτης για τη μαζική αποδοχή αυτών των ηλεκτρονικών καταστημάτων. Έτσι, τα online καταστήματα second-hand συνεχίζουν να προτιμώνται από τους καταναλωτές.
Διαβάστε επίσης : Amazon και Cartier συνεργάζονται εναντίον των απομιμήσεων
Το καταναλωτικό κοινό, στο οποίο απευθύνεται, η αγορά του resale είναι κατά βάση αυτό που ανήκει στην Gen Ζ. Ωστόσο, και οι καταναλωτές υψηλού εισοδήματος είναι ακόμη πιο πιθανό να ψωνίσουν μεταχειρισμένα, σύμφωνα με μια δημοσκόπηση σε περισσότερους από 1.000 ενήλικες από το FloorFound: σχεδόν 9 στους 10 αγοραστές που έχουν εισόδημα πάνω από 175.000 δολάρια ετησίως, έχουν προβεί σε αγορά τουλάχιστον ενός προϊόντος μεταπώλησης — κάτι που μεταφράζεται σε 14 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον μέσο όρο της έρευνας .
Ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό το μοντέλο της κυκλικής οικονομίας της μόδας. Δηλαδή ένα σύστημα, στο οποίο όλα τα προϊόντα μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν ή να αποσυντεθούν πλήρως. Συγκεκριμένα, οι οίκοι πλέον διαθέτουν τμήματα για να επισκευάσουν και να αποσυναρμολογήσουν τα εξαρτήματα των προϊόντων τους, ώστε να ανακυκλωθούν ή να δοθεί μια δεύτερη “ζωή” σε αυτά. Με αυτόν τον τρόπο, ένα προϊόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από περισσότερους από έναν χρήστες καθόλη τη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του, εφόσον βέβαια δημιουργείται με ποιοτικά υλικά, πολλές φορές ανακυκλώσιμα, και διαχρονικό σχεδιασμό, για μεγιστοποίηση της χρηστικότητάς του, παράγοντας τα ελάχιστα δυνατά απόβλητα.
Ο νέος προσανατολισμός της αγοράς εξαιτίας της ανάγκης για βιωσιμότητα και της χρήσης της τεχνολογίας στην μόδα, καθώς και η ανταπόκριση που βρήκαν στο κοινό τα second hand shops, κάνουν πολλούς οίκους μόδας να χρησιμοποιούν τα second hand stores ως πρότυπα. Οι πιο αισιόδοξοι ισχυρίζονται ότι, ίσως, αν υιοθετήσουν αυτόν τον τρόπο σκέψης τα μεγάλα ονόματα, να γίνει τελικά ένα βήμα που θα φέρει όλη τη βιομηχανία πιο κοντά στη βιώσιμη μόδα. Ίδωμεν.
Με πληροφορίες από CNN
Photo: Unsplash
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.