Μέσα σε ένα εκρηκτικό κλίμα εξελίξεων που σημάδεψαν τον κόσμο τα τελευταία χρόνια, ξεκινώντας από μία πρωτοφανή πανδημία και συνεχίζοντας με μία ενεργειακή κρίση, ο πληθωρισμός που προέκυψε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ασκεί έντονες πιέσεις, που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία. Μοναδικό αντίδοτο, η ανάπτυξη, που καθορίζεται από τον επαρκή αριθμό εργαζομένων και την παραγωγικότητά τους.
Ο πληθωρισμός μειώνει την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων (ιδίως εκείνων που έχουν σταθερά εισοδήματα), ενισχύει την ανισοκατανομή του εισοδήματος, μειώνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ενθαρρύνει τις εισαγωγές και περιορίζει τη ροπή για αποταμίευση. Μάλιστα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η “ζημιά” που προκαλεί στους ίδιους τους πολίτες δεν είναι ίδια για όλους, καθώς προβαίνει σε μία άνιση αναδιανομή του εισοδήματος και πλήττει ιδιαίτερα τους οικονομικά ασθενέστερους. Αυτό το φαινόμενο δημιουργεί νικητές και ηττημένους και είναι ανεκτό μόνο εάν η ανάπτυξη είναι ικανοποιητική και τα οφέλη του αντισταθμίζουν τουλάχιστον όσα εν μέρει χάνουν οι ηττημένοι.
Στην ανάπτυξη όμως αυτό που παίζει κρίσιμο ρόλο είναι ο αριθμός εργαζομένων και η παραγωγικότητά τους. Οι μεν αριθμοί αναφέρονται στο μερίδιο του πληθυσμού που ασχολείται με παραγωγικές δραστηριότητες, ενώ η παραγωγικότητα αφορά τα αποτελέσματα των εργασιακών τους προσπαθειών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι Η.Π.Α. και η Ευρώπη λένε δύο διαφορετικές ιστορίες, τονίζοντας τρία κρίσιμα ζητήματα: τη συμμετοχή, τις δεξιότητες και την εκπαίδευση.
Διαβάστε ακόμα: 5 τρόποι που Millennials και Gen Z βλέπουν την εργασία
Όσον αφορά τους αριθμούς, οι Η.Π.Α. φαίνονται να είναι σε αρκετά καλή κατάσταση. Η ανεργία είναι σχετικά χαμηλή και κυμαίνεται στο 3,5%, ενώ το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας κινείται κάτω από 1%, με τους νέους να βρίσκονται στο 8%. Επιπλέον, περίπου το 81% των εργαζομένων είναι πλήρους απασχόλησης. Ωστόσο, υπάρχουν και μερικά μελανά σημεία. Αυτά αφορούν κυρίως την παρατεταμένη παραμονή στο εκπαιδευτικό σύστημα και το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό –δηλαδή πόσα άτομα σε ηλικία εργασίας έχουν δουλειά ή αναζητούν εργασία– που είναι μόλις 62% στις Η.Π.Α., περίπου 5% χαμηλότερα από ό,τι πριν από 20 χρόνια .
Ταυτόχρονα, οι κενές θέσεις εργασίας είναι πολλές, μάλιστα υπερδιπλάσιες από τον μέσο όρο για την περίοδο 2010-2020. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: πρώτον ότι οι πιθανοί εργοδότες δεν μπορούν να βρουν κατάλληλους υποψηφίους και δεύτερον ότι όλοι όσοι είναι πρόθυμοι να εργαστούν το κάνουν, ενώ οι δυνητικοί εργαζόμενοι που δεν ενδιαφέρονται να εισέλθουν στην αγορά εργασίας, απλώς δεν επιλέγουν να εργαστούν. Είναι δυνατόν; Κι όμως ορισμένοι προτιμούν να σπουδάζουν εσαεί, ενώ άλλοι δεν προσπαθούν καν, πιθανώς λόγω της έλλειψης οικονομικών πόρων, δεξιοτήτων και της πιθανότητας χαμηλής αμοιβής.
Ο τομέας της παραγωγικότητας ωστόσο βασίζεται κυρίως στην καινοτομία και τις δεξιότητες. Και η καινοτομία με τη σειρά της εξαρτάται από την επιχειρηματικότητα, η οποία επηρεάζεται από τους θεσμούς. Όμως, τι γίνεται με τις δεξιότητες; Είναι σε θέση οι Αμερικανοί εργαζόμενοι να επωφεληθούν από τις ευκαιρίες που τους προσφέρουν οι τεχνολογίες; Μήπως η μακροχρόνια παραμονή τους στο εκπαιδευτικό σύστημα παράγει ικανοποιητικές δεξιότητες και έτσι δικαιολογείται η καθυστερημένη είσοδός τους στην αγορά εργασίας; Κατά την περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στις Η.Π.Α., η ετήσια μέση αύξηση της παραγωγικότητας (παραγωγή ανά ώρες εργασίας) ήταν 2,5% μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και 1,6% μετά.
Ακόμη και αν αντιμετωπίσουμε το ζήτημα με μεγαλύτερη ανεκτικότητα λόγω και της πανδημικής διετίας, η εντύπωση παραμένει ότι η ποιότητα του εργατικού δυναμικού δεν έχει αυξηθεί πολύ. Φαίνεται επίσης ότι η αύξηση της παραγωγικότητας έχει επιτευχθεί χάρη στις προηγμένες τεχνολογίες και τις μεγαλύτερες ποσότητες παγίου κεφαλαίου (μηχανήματα) και όχι χάρη στα πιο εξειδικευμένα μέλη του ανθρώπινου δυναμικού. Με άλλα λόγια, οι δεξιότητες δεν έχουν βελτιωθεί σημαντικά και η παραγωγή έχει αυξηθεί χάρη σε περισσότερα μηχανήματα. Πράγματι, οι δεξιότητες είναι χαμηλές αν σκεφτούμε , για παράδειγμα, ότι περισσότερο από το 20% των μαθητών φεύγουν από το αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα με ελάχιστα ή και χωρίς εφόδια.
Στην Ευρώπη παρατηρούνται κάποιες ομοιότητες αλλά και μεγάλες διαφορές. Αρχικά, το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 74,6%, υψηλότερο δηλαδή από ό,τι στις Η.Π.Α., και συνεχίζει να αυξάνεται, ενώ το μέσο ποσοστό ανεργίας ορίζεται στο 6%. Επιπλέον, ο αριθμός των εργαζομένων μερικής απασχόλησης, περίπου το 18%, δεν διαφέρει σημαντικά από το ποσοστό στις Η.Π.Α. Ωστόσο, παρά τη μείωση των ποσοστών ανεργίας από το 2012 -όταν ήταν 25%- σήμερα στο 14%, η ανεργία εξακολουθεί να είναι σχετικά υψηλή. Έτσι, η “αχίλλειος πτέρνα” της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν είναι άλλη από την ανεργία των νέων.
Και στο σημείο αυτό η εκπαίδευση που αποκτούν οι νέοι αυτοί και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αναδεικνύεται σε ένα σημαντικό πρόβλημα. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Δείκτη Δεξιοτήτων, το 2022, το εκπαιδευτικό σύστημα στη μέση χώρα της Ε.Ε. αναπτύσσει μόνο το 53% των δυνατοτήτων των μαθητών του – αφήνοντας ένα κενό 47%. Το χάσμα αυτό “περιορίζεται” στο 41% στη Γερμανία, αλλά εκτινάσσεται σε περίπου 60% στην Ισπανία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Από ιστορική άποψη, αυτά τα δεδομένα μπορεί να βοηθήσουν στην εξήγηση της πενιχρής αύξησης της παραγωγικότητας, η οποία αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό μικρότερο από 0,8% κατά την περίοδο 1995-2022 και λιγότερο από 0,6% κατά την τελευταία δεκαετία. Έτσι, αν και πάρα πολύ νέοι Ευρωπαίοι προσπαθούν να βρουν δουλειά, τα εφόδια που λαμβάνουν από το σχολείο και η κακή τους απόδοση οδηγεί σε στάσιμη παραγωγικότητα και χαμηλή ανάπτυξη.
Διαβάστε ακόμα: Gen Z | Οι εργαζόμενοι που τα θέλουν όλα
Στο πλαίσιο αυτό, η λύση στο ζήτημα της ανάπτυξης βασίζεται σε τρεις βασικούς τομείς: την επιχειρηματικότητα-καινοτομία, τα μηχανήματα και τους ανθρώπους. Στη Δύση, η φορολογία και η νομοθεσία βάζουν σε κίνδυνο τις παραγωγικές επιχειρηματικές ενέργειες. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (μηχανήματα) έχει πληγεί, ειδικά στην Ε.Ε., όπου ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τα τελευταία 25 χρόνια ήταν μόλις 1,7%, ενώ στις Η.Π.Α. έφτασε το 3,5%.
Το χειρότερο μέρος του προβλήματος όμως επικεντρώνεται στους ανθρώπους και στην εκπαίδευσή τους. Ας σκεφτούμε μόνο, ότι στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πάνω από το 20% των ατόμων ηλικίας 16-25 ετών δεν έχουν στοιχειώδεις γλωσσικές ή μαθηματικές δεξιότητες ή και τα δύο. Αυτό το ποσοστό είναι περίπου 20% στη Γερμανία, ενώ φθάνει πάνω από 30% στις Η.Π.Α. Η Γαλλία και η Ιταλία είναι πάνω από 30% και 35% αντίστοιχα.
Οι κυβερνήσεις δεν προχωρούν στη λήψη αποφασιστικών μεταρρυθμιστικών μέτρων, ενώ ακόμα και όταν το κάνουν, χρειάζεται τουλάχιστον μισή γενιά προτού αρχίσουν να αποφέρουν αποτελέσματα. Σήμερα, ένα σημαντικό ποσοστό των νέων δεν κάνει τίποτα, ενώ πολλοί είναι εκείνοι που παραμένουν στο εκπαιδευτικό σύστημα για πάρα πολύ καιρό με την προσδοκία ότι θα εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους και θα αποκτήσουν δεξιότητες που θα τους βοηθήσουν να βρουν εργασία. Ενώ τελικά, το αποτέλεσμα δεν είναι ενθαρρυντικό, επηρεάζοντας άμεσα την παραγωγικότητα και την απόδοση στο χώρο εργασίας.
Με πληροφορίες από GIS Report
Photo: Unsplash
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.