Δύο συσκευασίες ζυμαρικών αξίας μόλις 2 δολαρίων, οδήγησαν σε μια αγωγή που αμφισβητεί ευθέως το moto της εταιρείας, βάζοντάς την σε πρωτοφανείς δικαστικές περιπέτειες για παραπλάνηση του καταναλωτικού κοινού.
Όλα ξεκίνησαν όταν ένα ζευγάρι καταναλωτών, ο Matthew Sinatro και η Jessica Prost, μήνυσαν την εταιρεία ισχυριζόμενοι πως πίστευαν ότι τα ζυμαρικά παρασκευάζονταν στην Ιταλία. Με τις συσκευασίες να φέρουν το σήμα “Italy’s #1 Brand of Pasta” και λογότυπα που απεικονίζουν τα χρώματα της ιταλικής σημαίας, την κατηγόρησαν ότι παραποιεί την ιταλική της καταγωγή διαιωνίζοντας περαιτέρω την ιδέα ότι τα προϊόντα είναι αυθεντικά ζυμαρικά από την Ιταλία. Αισθάνθηκαν παραπλανημένοι από τη διαφημιστική καμπάνια της Barilla, επειδή προβάλει τα ζυμαρικά ως αυθεντικά, γνήσια ιταλικά pasta που παρασκευάζονται από πηγές συστατικών στην Ιταλία (όπως το σκληρό σιτάρι) στην χώρα του ευρωπαϊκού νότου, ενώ τελικά δεν ισχύει κάτι τέτοιο.
Η Sinatro και η Prost ισχυρίστηκαν ότι δεν θα είχαν αγοράσει τα ζυμαρικά αν ήξεραν ότι δεν κατασκευάζονται στην Ιταλία, η οποία εκτιμάται όχι μόνο για τη δημιουργία ζυμαρικών αλλά και για το ότι έχει το σκληρό σιτάρι υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη που απαιτείται για την παραγωγή ενός ποιοτικού προϊόντος.
Διαβάστε ακόμα: Η Barilla αναπτύσσει ένα πιο βιώσιμο και καινοτόμο portfolio προϊόντων
Πράγματι η Barilla ιδρύθηκε το 1877 στην Πάρμα της Ιταλίας από τον Pietro Barilla ως ένα κατάστημα που πουλούσε ψωμί και ζυμαρικά. Η επιχείρηση παραμένει στη κυριότητα της τέταρτης γενιάς της οικογένειας Barilla και ειδικότερα των τριών αδελφών Guido, Luca και Paolo Barilla. Σήμερα, όμως, 146 χρόνια μετά την δημιουργία της έχει αναπτυχθεί σε έναν διεθνή όμιλο με παρουσία σε περισσότερες από 100 χώρες.
Γι’ αυτό το λόγο το brand δήλωσε ότι οι ισχυρισμοί των δύο καταναλωτών είναι αβάσιμοι, επισημαίνοντας ότι είναι περήφανο για την ιταλική κληρονομιά του, την ιταλική τεχνογνωσία και την ποιότητα των ζυμαρικών του σε όλες τις αγορές του κόσμου. Κυρίως όμως επισήμανε ότι υπάρχει σχετική διατύπωση στις συσκευασίες του όπου αναφέρεται ότι τα συγκεκριμένα ζυμαρικά παρασκευάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες με συστατικά από τις Η.Π.Α. και άλλες χώρες.
Η δικαστική εξέλιξη ήταν απρόσμενη και θα μπορούσε να κοστίσει αρκετά εκατομμύρια στο brand, αφού η Αμερικανίδα ομοσπονδιακή δικαστής Donna Ryu αποφάσισε την περασμένη Δευτέρα ότι οι ισχυρισμοί είναι επαρκείς για να αποδείξουν μια οικονομική ζημία για λόγους συνταγματικής υπόστασης, επομένως η υπόθεση είναι αρκετά σημαντική για να προχωρήσει στην εκδίκασή της.
Διαβάστε ακόμα: Barilla και Oreo επεκτείνουν τις εναλλακτικές κατηγορίες
Αυτό οδήγησε την εταιρεία να υπογραμμίσει ότι τα φερώνυμα ζυμαρικά που πωλούνται στις Η.Π.Α. παρασκευάζονται στα εργοστάσιά της στο Ames της Αϊόβα και στο Avon της Νέας Υόρκης, με εξαίρεση τα Barilla Tortellini και τα Barilla Oven Ready Lasagne που παρασκευάζονται στην Ιταλία, ενώ διατίθεται και προϊόν το οποίο προέρχεται από μονάδα που διατηρεί η εταιρεία στον Καναδά. Μάλιστα, τα προϊόντα Barilla Italy δηλώνουν “Προϊόν Ιταλίας, Διανέμεται από την Barilla America, Inc.” στη συσκευασία. Η Barilla άνοιξε τις εργοστασιακές εγκαταστάσεις της το 1998 στο Ames και το 2007 στο Avon. Η οικογένεια Barilla ανησυχούσε πολύ για τη διατήρηση των υψηλών προτύπων ποιότητας της Barilla στα νέα εργοστάσια. Κατά συνέπεια, τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται, η συνταγή και το μείγμα σιταριού είναι τα ίδια με αυτά που χρησιμοποιούνται στο εργοστάσιό της στην Πάρμα της Ιταλίας.
Η συγκεκριμένη υπόθεση, βέβαια, δεν είναι η πρώτη που απασχολεί τα δικαστικά χρονικά, αφού πολλοί καταναλωτές την τελευταία κυρίως πενταετία θεωρούν ότι παραπλανούνται ή χειραγωγούνται από εταιρείες, επικαλούμενοι ότι καταβάλουν ένα υψηλό αντίτιμο για να αποκτήσουν ένα προϊόν με συγκεκριμένη προέλευση, όπως οι κατ’ ευφημισμόν ελβετικές σοκολάτες. Μπορεί να φαίνεται θέμα κοινής λογικής ότι δεν μπορούν να αποκτήσουν ένα προϊόν που έχει κατασκευαστεί χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σημείο πώλησής του προς 2 δολάρια, ωστόσο πώς μπορεί κανείς να ποσοτικοποιήσει την κοινή λογική;
Η ιστορία του νόμου περί παραπλανητικών διαφημίσεων χρονολογείται από τον 19ο αιώνα. Υπάρχει μια μακρά παράδοση των ανθρώπων που ενδιαφέρονται να μάθουν από πού προέρχονται όχι μόνο τα τρόφιμά τους αλλά και άλλα προϊόντα, επομένως δεν αποτελεί έκπληξη να βλέπουμε παρόμοιες αγωγές. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αφορά τα αποκλειστικά δικαιώματα ονομασίας προέλευσης που συνδέονται με τον αφρώδη οίνο από την περιοχή Champagne της Γαλλίας. Όσο για τα ζυμαρικά που παρασκευάζονται στην Αϊόβα και τη Νέα Υόρκη, το πραγματικό ερώτημα που προκύπτει αφορά το πόσο σημαντικό είναι για τους καταναλωτές εάν η συσκευασία είναι παραπλανητική ή όχι.
Με πληροφορίες από CNN | Washington Post
Photo: Barilla
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.